Η στιχομυθία Τσίπρα-Μακρόν στο περιθώριο της συνόδου των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου στην Κύπρο θα μείνει στην ιστορία ως μνημείο συκοφαντίας, ψεύδους και, κυρίως, αποκάλυψης της κυνικής περιφρόνησης των λαών από τους «ηγέτες» τους. Αλλά πριν προχωρήσουμε, ας δούμε τη συγκεκριμένη συνομιλία, που έχει καταγραφεί σε κάμερα από τη στιγμή που ο Μακρόν ρωτά τον Τσίπρα για τις λαϊκές αντιδράσεις στη συμφωνία των Πρεσπών:
Τσίπρας: Ήταν δύσκολα. Υπήρξαν διαδηλώσεις ακροδεξιών λαϊκιστών κατά της συμφωνίας.
Μακρόν: Πόσοι συμμετείχαν;
Τσίπρας: Στις τελευταίες διαδηλώσεις ήταν περίπου 70.000. Δεν ήταν τόσο ογκώδεις.
Μακρόν: Η πλειοψηφία των ανθρώπων ήταν υπέρ;
Τσίπρας: Ναι, νομίζω. Η πλειοψηφία των ανθρώπων που μπορούν να σκέπτονται και να ασκούν κριτική με το μυαλό τους.
Καταρχήν να κάνουμε δύο επισημάνσεις σχετικά με τις πρώτες δύο απαντήσεις του κυρίου Τσίπρα – σύντομες, αφού τα θέματα του πολιτικού χρωματισμού και της μαζικότητας των συλλαλητηρίων έχουν ήδη αναλυθεί σε βάθος από τον Δρόμο. Η πρώτη αφορά την άνεση με την οποία ο πιο αμερικανόφιλος πρωθυπουργός της μεταδικτατορικής Ελλάδας συκοφαντεί ως «ακροδεξιούς λαϊκιστές» τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που διαδήλωσαν κατά της συμφωνίας των Πρεσπών. Και, κατ’ επέκταση, τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού που αντιτίθεται στη συμφωνία. Θυμίζοντας ολίγον από Γιαρουζέλσκι, τους βαφτίζει αντεπαναστάτες και καθάρισε…
Οι Τσίπρας και Μακρόν εκπροσωπούν το ιδεώδες των ελίτ: κυβερνήσεις υπαλλήλων που θα αντλούν νομιμοποίηση από ένα τμήμα μόνο των πολιτών, το «ορθώς σκεπτόμενο», και θα δίνουν λογαριασμό, και τυπικά, μόνο στα πραγματικά αφεντικά
Η δεύτερη επισήμανση αφορά τον ισχυρισμό ότι οι διαδηλώσεις «δεν ήταν τόσο ογκώδεις» – ένα θρασύ ψεύδος που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις «μετρήσεις» των γερμανόφιλων ΜΜΕ επί κυβερνήσεων ΓΑΠ και Παπαδήμου για το κίνημα των πλατειών. Κι αυτά λέγονται από έναν πρωθυπουργό που για να μιλήσει σε ένα μισοάδειο χώρο στη Θεσσαλονίκη πρέπει να επιστρατεύσει 2-3 μεραρχίες κάθε είδους δυνάμεων «τάξης», και δεν μπορεί πανελλαδικά να κινητοποιήσει ούτε το 1% του αριθμού όσων διαδηλώνουν κατά της συμφωνίας των Πρεσπών. Ακριβώς όπως κι ο συνομιλητής του, που αποκαλεί μειοψηφία τα Κίτρινα Γιλέκα – αλλά την περασμένη Κυριακή δεν κατάφερε να συγκεντρώσει στο Παρίσι υπέρ των «θεσμών» παρά μια χούφτα οπαδών του, κυρίως κατοίκων των αριστοκρατικών συνοικιών. Ας θυμηθούμε ότι ο Ντε Γκολ, μεσούντος του Μάη του 1968, έβγαλε στους δρόμους σχεδόν 1 εκατομμύριο Παριζιάνους που διαδήλωσαν εναντίον της εξέγερσης. Έτσι, για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης των κοινωνικών μπλοκ που στήριζαν καθεστώτα τότε και σήμερα. Και μια επιπλέον απόδειξη της γύμνιας των τωρινών «ηγετών».
Ντε φάκτο αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων της πλειοψηφίας
Αλλά ας περάσουμε στην ουσία, που αναδεικνύεται από την τρίτη απάντηση του Τσίπρα, όταν ο Μακρόν τον ρωτά αν η πλειοψηφία υποστηρίζει τη συμφωνία των Πρεσπών. Εκεί, μέσα σε 15 μόλις λέξεις που συνοδεύονταν από ένα ειρωνικό μειδίαμα, συμπυκνώνεται όλη η αλαζονεία της κυβέρνησης Τσίπρα και η βαθιά περιφρόνηση που επιφυλάσσει ο πρωθυπουργός για τον ελληνικό λαό. Ακόμη χειρότερα, γίνεται πασιφανής η κυνική αδιαφορία του για την ουσία της δημοκρατίας και η ετοιμότητά του να τσαλαπατήσει για μια ακόμη φορά τα τελευταία υπολείμματα λαϊκής κυριαρχίας σε αυτόν τον τόπο.
Τι λέει ο πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης μειοψηφίας (όχι πια μόνο στο λαό, αλλά και στη βουλή); Τι λέει ο επικεφαλής μιας χώρας ο οποίος στέκεται στη θέση του μόνο και μόνο χάρη στη στήριξη των υπερατλαντικών και ευρωπαϊκών κέντρων ισχύος και στη συνενοχή όλου του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου που εκπροσωπείται στη βουλή; Λέει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η αφεντιά του αναγνωρίζει ως πολίτες με πλήρη δικαιώματα (άρα και με το δικαίωμα να συνιστούν πλειοψηφίες) μόνο όσους «μπορούν να σκέπτονται». Οι υπόλοιποι είναι ετερόκλητος όχλος ή ακροδεξιοί λαϊκιστές ή οτιδήποτε άλλο, οπότε ντε φάκτο τους αφαιρούνται τα πολιτικά δικαιώματα.
Σε τροχιά και θεσμικής περιθωριοποίησης των «αμόρφωτων πληβείων»
Δεν συνιστά πλειοψηφία, κατά τον κύριο Τσίπρα, το 70% του ελληνικού λαού. Διότι προφανέστατα, αφού δεν θέλει την «πολύ καλή» ΝΑΤΟϊκή συμφωνία, αποτελείται από μη σκεπτόμενους ανθρώπους. Αυτή είναι η ουσία των 15 λέξεων του κυρίου Τσίπρα. Συναντά δε την πλήρη κατανόηση του κυρίου Μακρόν, που επίσης εκπροσωπεί μια μειοψηφία και για να παραμείνει στην εξουσία ακρωτηριάζει κάθε εβδομάδα δεκάδες ανθρώπους βαφτίζοντας (κι αυτός) ένα αυθόρμητο πληβειακό κίνημα ως «ακροδεξιό» και «επικίνδυνο». Τσίπρας και Μακρόν εκφράζουν πιστά τη γραμμή των ελίτ του παγκοσμιοποιητικού στρατοπέδου, που πλέον ψάχνουν να βρουν τρόπους και θεσμικού αποκλεισμού της δυνατότητας των «μη σκεπτόμενων» να συναποφασίζουν το μέλλον της χώρας τους.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε έναν πρωθυπουργό μιας μειοψηφίας που είχε την ατυχία να βιντεοσκοπηθεί ενώ ξεδίπλωνε στους ομοϊδεάτες του όλη την περιφρόνησή του για το τι θέλει η λαϊκή πλειοψηφία. Σε έναν κυβερνήτη που η μοναδική δεδηλωμένη την οποία διαθέτει είναι η κάλυψη των ισχυρών και η συνενοχή των «αντιπολιτευόμενων», ώστε να συνεχίσει να εκτελεί συμβόλαια. Η άποψή του δυναμιτίζει τα θεμέλια της δημοκρατίας και καταργεί τη λαϊκή κυριαρχία – όχι με τανκς, αλλά με τάχα ιντελεκτουέλ χρυσόσκονη. Ο κύριος Τσίπρας, μαζί με τον συνομιλητή του Μακρόν, εκπροσωπούν το ιδεώδες των ελίτ: κυβερνήσεις υπαλλήλων που θα αντλούν νομιμοποίηση από ένα τμήμα μόνο των πολιτών, το «ορθώς σκεπτόμενο», και θα δίνουν λογαριασμό, και τυπικά, μόνο στα πραγματικά αφεντικά.
Απόψεις που βασίζονται στις ελεεινότερες στιγμές της ιστορίας μας…
Αλλά εδώ αναδύεται κι άλλο ένα πρόβλημα. Αυτό μπορεί, δυστυχώς, να μην αφορά πια τόσο τον ελληνικό λαό, αφού η αποαριστεροποίηση προχωρά με άλματα (έχουμε ήδη εκθέσει εκτενώς τις αιτίες της στο Δρόμο). Αλλά οπωσδήποτε αφορά όσους επικαλούνται τις ιδέες της αριστεράς, του κομμουνισμού, της χειραφέτησης. Διότι ο Τσίπρας εκφράζει στον Μακρόν ευθαρσώς μια λογική που άρρητα την μοιράζονται πολλοί, σε όλο το φάσμα της αριστεράς. Ότι δηλαδή δεν μετράει η γνώμη όσων διαφωνούν μαζί μας, κι ας είναι η πλειοψηφία του λαού. Πρόκειται για μια λογική εξίσου ελιτίστικη και ολοκληρωτική με αυτήν του Μακρόν, η οποία αντλεί «επιχειρήματα» από τις ελεεινότερες στιγμές και πλευρές του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος.
Ο Τσίπρας, και όχι μόνο, κρατά ατόφια τα αισχρά κληροδοτήματα των Γιαρουζέλσκηδων και των Χούζακ: Διαφωνείς; Θα παταχθείς, κι ας είσαι πλειοψηφία. Κι εγώ θα κάνω ό,τι θέλω –ορθότερα: ό,τι μου υπαγορεύουν– γιατί είμαι αριστερός(…), άρα έχω δίκιο. Αυτή ακριβώς η τάχα ριζοσπαστική λογική αντικαθιστά τον μόχθο που απαιτείται για να πειστεί και να κερδηθεί ο λαός σε μια άλλη κατεύθυνση – αν υποθέσουμε βέβαια ότι η γνώμη της πλειοψηφίας είναι ριζικά εσφαλμένη… Είναι λοιπόν απαραίτητο κάθε δύναμη που αναφέρεται σε αριστερά, κομμουνισμό, απελευθέρωση, χειραφέτηση κ.ο.κ. (ιδίως αν αναπαράγει τις συκοφαντίες των ΝΑΤΟϊκών για τον κόσμο που πήγε στα συλλαλητήρια…) να διευκρινίσει αν καταπίνει αυτή τη νέα, τσιπρομακρονική αντίληψη περί δημοκρατίας των ολίγων και εκλεκτών σκεπτόμενων, και περί λογισμού ως πλειοψηφίας μόνο όσων συμφωνούν μαζί μας.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαίο να διακηρυχθεί ότι κανείς δεν έχει ούτε το δικαίωμα ούτε το κύρος να επιβάλλει ετσιθελικά και πραξικοπηματικά τη γνώμη του σε μια διαφωνούσα λαϊκή πλειοψηφία – ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι αυτή κάνει λάθος. Η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία είναι θέματα αρχών, διέπονται από συγκεκριμένους κανόνες, τις εγγυάται (ακόμα…) το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας και, αφού τσαλαπατιούνται από αυτούς που έχουν ορκιστεί να τις προασπίζουν, επαφίεται σε κάθε πολίτη να τις υπερασπιστεί. Ο μεταδημοκρατικός ολοκληρωτισμός είναι ο υπ’ αριθ. 1 κίνδυνος για τους λαούς! Αν θέλει η αριστερά, το καταλαβαίνει. Αν όχι, ας μην πέσει από τα σύννεφα για όσα ακολουθήσουν.