«Όταν η Ν. από το Κονγκό βρέθηκε μπροστά στην ψυχολόγο, πρόσεξε στον λαιμό της ένα λευκόχρυσο αλυσιδάκι που κατέληγε σε ένα μικρό διαμαντάκι. “Είναι αληθινά”, τη ρώτησε. “Ναι, είναι δώρο” απάντησε η ψυχολόγος χαμογελώντας και αγνοώντας πως αυτό το μικρό κόσµηµα θα μπορούσε να ήταν η αιτία της δυστυχίας της Ν.
Το Κονγκό δεν γνώρισε ποτέ ειρήνη. Από τη βελγική κατοχή και τα εγκλήματα του Λεοπόλδου του Β’, η χώρα πέρασε σ’ ένα εξίσου αιματηρό νεοαποικιοκρατικό καθεστώς για τον έλεγχο των πλούσιων κοιτασμάτων διαμαντιών, κοβαλτίου και χρυσού που βρίσκονται στο υπέδαφός της. Ιδιωτικοί στρατοί στις υπηρεσίες μεγάλων πολυεθνικών εξόρυξης και παραστρατιωτικές οργανώσεις κάθε είδους τρομοκρατούν και δολοφονούν καθημερινά, με τις γυναίκες να αποτελούν τον κύριο αποδέχτη αυτής της βίας. Το Κονγκό είναι η χώρα με τους περισσότερους βιασμούς στον κόσμο ετησίως και έχει χαρακτηριστεί ως η “παγκόσμια πρωτεύουσα βιασμών”…
Ούτε η Ν. φαινόταν να συνειδητοποιεί όμως τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που είχαν οδηγήσει δύο φορές στον ομαδικό βιασμό της: “Και το δικό σου είναι πολύ όμορφο”, είπε η ψυχολόγος κάνοντας ένα ελαφρύ νεύμα στο χρυσό αλυσιδάκι μ’ ένα μικρό διαμαντάκι που φορούσε στο αριστερό χέρι της η Ν. “Το δικό μου όμως δεν είναι αληθινό”, αντέτεινε εκείνη με μια κάποια απογοήτευση, και εξήγησε πως της το είχε χαρίσει ένας κύριος που είχε γνωρίσει πριν μερικά χρόνια και είχε κάνει μαζί του ένα ταξίδι στη Νιγηρία – η οικογένεια της Ν ήταν πολύ φτωχή και την παραχωρούσε έναντι χρημάτων σ’ έναν εύπορο Νιγηριανό για να του παρέχει σεξουαλικές υπηρεσίες για μικρά διαστήματα.
Ο κύριος εκείνος της είχε πει πως είναι πολύ όμορφη και πως θα μπορούσε να είχε όσα τέτοια ήθελε μια μέρα στη ζωή της. “Αυτό το βραχιολάκι μου θυμίζει όλα όσα θέλω να κερδίσω στο μέλλον” είπε στην ψυχολόγο. “Όταν πάω στην Αθήνα μια μέρα θα μπορώ να πάρω κι εγώ ένα αληθινό”. Η ψυχολόγος χαμογέλασε αμήχανα και μηχανικά της είπε πως είναι πολύ καλό που στρέφει τη σκέψη της στο μέλλον αντί να εστιάζει στο παρελθόν.
Διαπιστώνοντας πως η Ν. δεν είχε κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα να επικοινωνήσει, ούτε πρόθεση να μιλήσει για τους βιασμούς που είχε υποστεί, η ψυχολόγος της ανακοίνωσε πως σκόπευε να οργανώσει άμεσα ένα εργαστήρι με “κατασκευές” από πυλό που θα απευθυνόταν σε γυναίκες και πως θα της έκανε πολύ καλό να συμμετέχει κι εκείνη. Η Ν. κοίταξε την ψυχολόγο κάπως αδιάφορα. “Εμένα δεν νομίζω πως μου αρέσει αυτό”, είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. “Εμένα μ’ αρέσει πολύ να φτιάχνω τα μαλλιά των κοριτσιών, και τα νύχια τους, θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο”, αντιπρότεινε. “Εγώ είμαι πολύ καλή σ’ αυτά, μπορώ να σου μάθω και σένα αν θέλεις”. Η ψυχολόγος χαμογέλασε πάλι αμήχανα και απέφυγε την πρόσκληση: “Εντάξει, εντάξει θα δούμε, εγώ σου προτείνω να έρθεις πάντως” επέμεινε και έκλεισε τη συνεδρία, καθώς αισθάνθηκε πως η συζήτηση κινούνταν προς μη οικείες κατευθύνσεις.
Η Ν. δεν είχε ζητήσει να δει ψυχολόγο, δεν είχε κανένα αίτημα. Η κοινωνική λειτουργός την είχε παραπέμψει σε ψυχολόγο όταν πάνω σε μία συζήτηση η Ν. της ανέφερε πως την είχαν βιάσει στη χώρα της και πως η οικογένειά της την προωθούσε στην πορνεία. Η κοινωνική λειτουργός θεώρησε αμέσως πως η Ν. είχε ανάγκη από ψυχολογική υποστήριξη, ανοίγοντας ουσιαστικά τον δρόμο για την ψυχολογιοποίηση της. Ο βιασμός και η πορνεία με τη συμμετοχή της οικογένειας θα αποκόπτονταν από το συγκείμενο του µετα-αποικιακού Κονγκό και θα αντιμετωπίζονταν τελικά ως ένα αυστηρά ατομικό και ψυχολογικό πρόβλημα… Για την κοινωνική λειτουργό και την ψυχολόγο, η Ν. ήταν απλώς ένα θύμα βιασμού και άρα θα έπρεπε λογικά να αντιμετωπίζει κάποια ψυχολογικά προβλήματα.
Αυτό που αγνοείται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τόσο η σύνθετη φύση της εμπειρίας των γυναικών όσο και οι τρόποι με τους οποίους οι γυναίκες αυτές αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες και τις δυσχερείς συναισθηματικές καταστάσεις. Για την Ν., από τότε που βρισκόταν ακόμη στη χώρα της, ο χώρος για “τα μαλλιά και τα νύχια” ήταν ένα ασφαλές μέρος όπου δημιουργούνταν σχέσεις αλληλεγγύης και εγγύτητας μεταξύ των γυναικών.
Εγκλωβισμένη σε κυρίαρχες μεθοδολογικές και θεραπευτικές αντιλήψεις, η ψυχολόγος της ιστορίας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι για πολλές μετανάστριες, που προέρχονται από επαρχιακές περιοχές και απομακρυσμένα χωριά, η κατασκευή πήλινων αντικειμένων δεν αποτελεί μια δημιουργική, θεραπευτική ενασχόληση, αλλά αναπόσπαστο μέρος μιας οικιακής οικονομίας, η οποία περιορίζει τις γυναίκες σε μια συγκεκριμένη σφαίρα δραστηριότητας (το σπίτι/νοικοκυριό), αποκλείοντας τες παράλληλα από την εκπαίδευση και τη δημόσια σφαίρα.
Το να εισαγάγουμε τη διάσταση του φύλου στην παρέμβαση δεν είναι µια απλή θεωρητική ή μεθοδολογική απόφαση. Οι ίδιες οι μετανάστριες συχνά κατανοούν τον κόσμο μέσα από τις κατηγορίες του πατριαρχικού καπιταλισμού, αντιμετωπίζοντας ακόμη και τη βία απέναντι τους ως μια παγιωμένη και σχεδόν “φυσιολογική” κατάσταση που δεν μπορεί να αλλάξει. Το να εισαγάγουμε την έµφυλη διάσταση σημαίνει για παράδειγμα να εισάγουμε όρους όπως: ο καπιταλισµός, ο οριενταλισμός, η νεοαποικιοκρατία, η ιδεολογία.
Σημαίνει επίσης να ανοίξουμε το προσωπικό στο πολιτικό, να εντοπίσουμε το πολιτικό μέσα στο προσωπικό (π.χ. την εσωτερίκευση ιδεολογικών παραδοχών και δομών εξουσίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης) και να κάνουμε πράξη τη γνωστή φεμινιστική ρήση “το προσωπικό είναι πολιτικό”… Το να εισάγουμε το φύλο σημαίνει τελικά να εμπλακούμε σε μια διαδικασία κριτικής συνείδησης.
Παράλληλα, είναι σημαντικό να έχουμε στο νου μας πως οι καταπιεστικές δομές εξουσίας, όπως γνωρίζουμε ήδη από τον Φανόν [Fanon], δεν λειτουργούν µε τον ίδιο τρόπο για τους λευκούς και τους μαύρους πληθυσµούς, και κατά συνέπεια δεν “επιδερµοποιούνται”, εγγράφονται ή εσωτερικεύονται με τον ίδιο τρόπο στον “ψυχισµό” και το σώµα τους… Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται πως ένας φεµινισμός που αφορά, για παράδειγμα, τις μαύρες γυναίκες δεν µπορεί να είναι μια απλή αντιγραφή ή µίµηση του φεµινισμού των λευκών γυναικών (χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι λευκές γυναίκες είναι κι αυτές µια ενιαία κατηγορία χωρίς ταξικούς και άλλους διαχωρισμός)… Όπως γράφει η γνωστή μαύρη φεμινίστρια Οντρ Λορντ [Audre Lorde] στην εναρκτήρια πρόταση του άρθρου της “Sexism: An American Disease in Blackface” (Σεξισμός: μια αµερικάνικη ασθένεια με µαύρο πρόσωπο): “Ο µαύρος φεµινισμός δεν είναι ο λευκός φεµινισµός με µαύρο πρόσωπο”, γιατί ο πατριαρχικός καπιταλισμός στοχεύει και εξουδετερώνει τις μαύρες και τις λευκές γυναίκες µε διαφορετικούς τρόπους.
Γνωρίζουμε πλέον από τη φεµινιστική θεωρία πως το φύλο δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις πολιτικές και πολιτισμικές διασταυρώσεις εντός των οποίων σταθερά παράγεται και συντηρείται…
Οι δομές της κοινωνικής κατασκευής του φύλου είναι πηγές συναισθηματικής δυσφορίας, και η αποσταθεροποίηση παγιωμένων και φυσικοποιηµένων αντιλήψεων για το φύλο µπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην ανακούφιση της ψυχικής δυσφορίας, απεγκλωβίζοντας το υποκείμενο από καταπιεστικές απαιτήσεις και περιορισµούς.
Μια χειραφετική προσέγγιση με βάση το φύλο, όμως, δεν επαφίεται απλώς στις καλές προθέσεις κάποιων ψυχολόγων, ούτε εξαρτάται αποκλειστικά από τα θεωρητικά εργαλεία που διαθέτουν.
Αντίθετα, στο µεταναστευτικό πλαίσιο είναι απαραίτητη και η θεσµική υποστήριξη, ειδικά όταν κάποιες παρεμβάσεις προκαλούν την έντονη δυσαρέσκεια ή ακόμη και την οργισµένη αντίδραση κάποιων ανδρών/συζύγων που ίσως νιώθουν ότι αµφισβητούνται κεντρικοί πυλώνες του “ανδρισμού” τους.
Προσανατολισµένες στην ελαχιστοποίηση των συγκρούσεων και τη διατήρηση της τάξης, αρκετές διοικήσεις ΚΥΤ και δοµών “φιλοξενίας” δεν επιθυμούν τη διατάραξη των έμφυλων σχέσεων στους µεταναστευτικούς πληθυσµούς (ακόµη κι αν αυτές είναι εις βάρος των γυναικών και ενάντια στις επιθυμίες τους). Είναι σε μία τέτοια περίπτωση που η υπεύθυνη ενός κέντρου “φιλοξενίας” διέκοψε τις ομάδες συνάντησης μιας ψυχολόγου με γυναίκες, έπειτα από παράπονα κάποιων συζύγων ότι οι γυναίκες “τους” είχαν αλλάξει συµπεριφορά και διεκδικούσαν πράγµατα. Στις επίµονες προσπάθειες της ψυχολόγου να επαναλειτουργήσουν οι οµάδες γιατί οι ίδιες οι γυναίκες το επιθυμούσαν και θεωρούσαν ότι τις βοηθούσαν πολύ, η υπεύθυνη έδωσε την ακόλουθη απάντηση: “Τώρα έχουμε πιο σοβαρά πράγµατα να λύσουμε, ας περιµένουν οι γυναίκες”.»