Οι ανησυχίες για την μελλοντική πορεία της παγκόσμιας (καπιταλιστικής) οικονομίας άρχισαν να αναθερμαίνονται έντονα. Οι υψηλές πληθωριστικές πιέσεις παγκόσμια, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση του εκτιμώμενου ρυθμού ανάπτυξης για τη συνέχεια, δημιουργούν κλίμα ανησυχίας καθώς το παγκόσμιο χρέος, ιδιωτικό και δημόσιο, έχει φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα.
Η διαφαινόμενη κρίση προ Covid-19 δεν ξεπεράστηκε
Το κλίμα ευφορίας που καλλιεργήθηκε όσο αφορά την μελλοντική πορεία της οικονομίας, μετά το πρώτο έτος της πανδημίας (2020) και με τους εκτιμώμενους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, υποχωρεί. Στο βάθος ξαναπροβάλλουν τα οικονομικά προβλήματα που μπήκαν «κάτω από το χαλί» με την «ευκαιρία» της πανδημίας. Υπενθυμίζουμε ότι η παγκόσμια οικονομία είχε αρχίσει να βαδίζει προς μια νέα διαφαινόμενη ύφεση-κρίση την τελευταία περίοδο της δεκαετίας 2010-2020. Το 2020 δεν είχε μπει με καλούς οιωνούς. Ήδη από τον Σεπτέμβριο 2019, οι Κεντρικές Τράπεζες (FED-ΗΠΑ και ΕΚΤ-Ε.Ε.) είχαν ξεκινήσει νέες διαδικασίες χρηματοδοτικής ενίσχυσης των αγορών, αν και προηγούμενα μιλούσαν για τερματισμό τους και αντιστροφή, δηλαδή να μαζέψουν πίσω τα χρήματα που είχαν ρίξει στις αγορές για τη στήριξή τους την προηγούμενη περίοδο. Η αλλαγή αυτής της πορείας, αν και δεν αιτιολογήθηκε ποτέ επαρκώς, παρέπεμπε στο φόβο για την διαφαινόμενη τότε ύφεση. Η πανδημία και οι απότομες οικονομικές της συνέπειες αποτέλεσαν τη «σανίδα σωτηρίας» από αυτή τη διαδικασία της ύφεσης. Λόγω του «κλεισίματος» των κοινωνιών (lock-down, αντικειμενικός λόγος μη οφειλόμενος στην οικονομία) η παραγωγή μειώθηκε απότομα και δραστικά, σε πρωτοφανή ποσοστά το 2020. Φυσικά όταν άνοιξε ξανά εκτινάχτηκε το 2021, ξεπερνώντας τα επίπεδα του 2019. Από την υπερκάλυψη της μείωσης της παραγωγής του 2021 εξαιρούνται η Ε.Ε., η Μεγάλη Βρετανία, ο Καναδάς και η Ιαπωνία που στο τέλος του 2021 έχουν ακόμα υστέρηση για να φτάσουν στα πριν την πανδημία επίπεδα. Με τα μέχρι πριν λίγο καιρό (τέλος εξαμήνου 2021) οικονομικά δεδομένα και εκτιμήσεις, οι προβλέψεις ήταν για συνέχιση της ανάκαμψης-μεγέθυνσης της παγκόσμιας παραγωγής με ραγδαίους ρυθμούς. Κι έτσι οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η παγκόσμια οικονομία ξεπερνούσε το θέμα της κρίσης που διαφαινόταν στις αρχές της παρούσας δεκαετίας μέσω της κρίσης της πανδημίας.
Όμως τα νεότερα στοιχεία και οι εξελίξεις επαναφέρουν τους προβληματισμούς και προοπτικά φαίνεται ότι θα ανοίξει ξανά η συζήτηση για ενδεχόμενη κρίση. Οι βασικοί παράγοντες που προκαλούν τις ανησυχίες είναι η διεθνής έκρηξη των τιμών, οι μεγάλες διαταραχές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, οι ανισορροπίες στις αγορές ενέργειας, οι αποτιμήσεις των χρηματιστηρίων σε υψηλά επίπεδα λόγω των τρισεκατομμυρίων που έχουν διαθέσει οι Κεντρικές Τράπεζες, το υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος και η ένταση –ειδικά το τελευταίο διάστημα– των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων που έχουν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις παγκόσμια. Δηλαδή η αντιπαράθεση «Δύσης»-Ρωσίας στην Ευρώπη με αφορμή το «Ουκρανικό» και η αντιπαράθεση «Δύσης»-Κίνας στον Ειρηνικό και όχι μόνο. Ο συνδυασμός όλων αυτών των προβλημάτων διαμορφώνει έναν αρκετά δύσκολο γρίφο για την μελλοντική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, όταν πολύ περισσότερο δεν είναι ακόμα ξεκάθαρος ο ορίζοντας για το τέλος της παρούσας φάσης της Covid-19. Με τη μορφή της πανδημίας να συνεχίζεται λόγω των εξελίξεων (νέα μετάλλαξη «Όμικρον») και με τα περιοριστικά μέτρα να ισχύουν ακόμα.
Οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για το 2022
Η πρόσφατη (25/1/2022) έκθεση του ΔΝΤ για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας δημιουργεί πολλά ερωτηματικά και ανησυχίες για το μέλλον. Τα μέσα ενημέρωσης την «πέρασαν στα γρήγορα» χωρίς να σταθούν πολύ στο περιεχόμενό της. Τα δύο βασικά στοιχεία που προβληματίζουν είναι α) η επιβράδυνση σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις του ρυθμού μεγέθυνσης (ανάπτυξης) της παγκόσμιας οικονομίας και β) ο πληθωρισμός και οι συνέπειές του.
Σύμφωνα με την έκθεση, το ΔΝΤ υποβαθμίζει κατά 0,5% τις προοπτικές ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας για το 2022 σε σχέση με την προηγούμενη εκτίμηση (Οκτώβριος 2021), κυρίως λόγω δυσχερειών στις ΗΠΑ και την Κίνα. Το παγκόσμιο ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί το 2022 κατά 4,4% έναντι 5,9% το 2021. Για το 2023 επίσης προβλέπεται επιβράδυνση στο 3,8%.
Για την ευρωζώνη η εικόνα είναι αντίστοιχη. Η μεγέθυνση υποχωρεί στο 3,9% για το 2022 από 5,2% το 2021 και 4,3% που ήταν η πρόβλεψη Οκτωβρίου 2021. Η μείωση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υποβάθμιση κατά 0,8 μονάδες της Γερμανίας λόγω των μεγαλύτερων συνεπειών στην οικονομία της από τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Η μεγαλύτερη αναθεώρηση έχει γίνει στην πρόβλεψη για τις ΗΠΑ. Είναι μειωμένη κατά 1,2 μονάδες και φτάνει στο 4% από 5,6% το 2021. Η αλλαγή αυτή οφείλεται, σύμφωνα με την έκθεση, στη μη ψήφιση του δημοσιονομικού πακέτου Μπάιντεν, στις συνεχιζόμενες διαταραχές στην προσφορά-ζήτηση και στην απόσυρση νωρίτερα των μέτρων νομισματικής στήριξης λόγω του πληθωρισμού, που έφτασε στο 7% τον Δεκέμβριο και αποτελεί υψηλό 40 ετών.
Διεθνής έκρηξη των τιμών, διαταραχές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, ανισορροπίες στις αγορές ενέργειας, αποτιμήσεις των χρηματιστηρίων σε υψηλά επίπεδα, υψηλό χρέος, ένταση των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων: Η «σανίδα σωτηρίας» Covid-19 φαίνεται πως δεν ήταν αρκετή
Για την Κίνα η πρόβλεψη είναι επίσης καθοδική. Φθάνει στο 4,8% (από 5,6%) έναντι 8,1% το 2021. Ως αιτίες προσδιορίζονται οι συνεχιζόμενες πιέσεις στον τομέα των ακινήτων και η αδύναμη ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Όσο αφορά τον πληθωρισμό, η έκθεση αναφέρει ότι θα διατηρηθεί για περισσότερο χρόνο από ό,τι είχε προβλεφθεί τον Οκτώβριο. Οι προϋποθέσεις για τη μείωσή του -που μπορεί να ξεκινήσει εντός του 2022- είναι η μείωση των ανισορροπιών προσφοράς-ζήτησης και η αποτελεσματικότητα των νομισματικών πολιτικών στις μεγάλες οικονομίες.
Συμπερασματικά: Ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής, όπως και αν τον δούμε, επιβραδύνεται. Ο πληθωρισμός τρέχει σε πρωτοφανή επίπεδα για τα τελευταία 30-40 χρόνια (40 στις ΗΠΑ, 30 στη Γερμανία). Οι προσπάθειες ελέγχου των τιμών με τη σύσφιξη των νομισματικών πολιτικών προκαλεί ήδη αναταραχές, εδώ και 20 μέρες, στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές. Η αύξηση των επιτοκίων θα επιδεινώσει δραματικά το ήδη οξυμένο πρόβλημα του παγκόσμιου χρέους, ειδικά για τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Παράλληλα, το σύνολο αυτών των εξελίξεων (επιτόκια, ρευστότητα) στο χρηματοπιστωτικό τομέα εγκυμονεί κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Το 2022 ξεκινά όχι με τους καλύτερους οιωνούς όπως εκτιμούσαν κάποιοι μέχρι πρόσφατα. Οι οικονομικοί κίνδυνοι που υπάρχουν είναι μεγάλοι, είναι στο προσκήνιο, απειλούν, και ενδεχόμενα μπορεί να επιδεινωθούν από τον αστάθμητο παράγοντα των αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων.
Δώστε χρήμα στους τραπεζίτες
Η κυβέρνηση συζητά με τους δανειστές την αναμόρφωση του νόμου για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Στα θέματα που έχει θέσει μεταξύ άλλων είναι η κατάργηση του ανώτατου ορίου (πλαφόν) στις αμοιβές και τα μπόνους στους τραπεζίτες και η κατάργηση του δικαιώματος βέτο που είχε το ΤΧΣ στις αποφάσεις των διοικήσεων των τραπεζών που συμμετέχει. Παράλληλα, το ΤΧΣ ετοιμάζεται να πουλήσει ένα μεγάλο πακέτο των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας στο τρέχον έτος.
Η ελληνική οικονομία μπήκε στα μνημόνια με χρέος 299 δισ. ευρώ (126,8% του ΑΕΠ) στο τέλος του 2009. Με τα μνημόνια, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα φτωχοποίησε το λαό, κουρεύοντας μισθούς και συντάξεις και επιβάλλοντας νέους φόρους και χαράτσια. Σήμερα, μετά από 12 χρόνια, το χρέος, μετά από κούρεμα 120 δισ. ευρώ το 2012, ανέρχεται σε 350 δισ. (2021) και αντιπροσωπεύει χονδρικά το 200% του ΑΕΠ.
Σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση, αντί να φροντίσει για την αποκατάσταση των συντάξεων και των μισθών ώστε να αντιμετωπίσει ο λαός την ακρίβεια, στρέφει τη φροντίδα της στους τραπεζίτες και τα συμφέροντά τους. Αυτοί που δημιούργησαν 100 δισ. ευρώ προβληματικά δάνεια, που έλαβαν 70 δισ. ευρώ δημόσιο χρήμα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που εκβιάζουν καθημερινά τα λαό με τις κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς, θα δουν πάλι με τη χορηγία της κυβέρνησης Μητσοτάκη τις αμοιβές τους να φτάνουν σε αστρονομικά ύψη, χωρίς μνημονιακούς περιορισμούς. Ο λαός ας βολευτεί με τη συνέχιση της εφαρμογής των μνημονίων, με την αύξηση των 0,5 ευρώ ημερησίως στον κατώτατο μισθό από 1/1/2022, την ώρα που ο πληθωρισμός στο τέλος Δεκέμβρη ήταν στο 5,1%.