Του Νίκου Γεωργιάδη
Σκέψεις πάνω στη μορφή των αγροτικών κινητοποιήσεων
Με μια πρόχειρη ματιά, θα περίμενε κανείς οι φετινές κινητοποιήσεις να έχουν αν μη τι άλλο καλύτερη κατάληξη. Το νέο δυναμικό που άρχισε να εδραιώνεται από το 2016, η πείρα της περασμένης χρονιάς για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν τα μπλόκα και το γεγονός ότι ο συντονισμός των παραγωγών ξεκίνησε από τον Οκτώβριο θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια καλή βάση ώστε ο νέος γύρος κινητοποιήσεων να είναι πιο αποτελεσματικός.
Αντιθέτως, το δυναμικό που συμμετείχε ήταν εξαιρετικά λιγότερο από το 2016. Επικεφαλής των μπλόκων και ουσιαστικά διαχειριστές του αγροτικού κινήματος ήταν πάλι οι γνωστοί αγροτοσυνδικαλιστές, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να προσδώσουν κάποια σοβαρή προοπτική. Οι εσωτερικές συγκρούσεις και οι κόντρες των κομματικών μπλόκων, ο κατακερματισμός και η ιδιοκτησιακή αντίληψη για τον αγώνα, η «προδοτική» στάση των ηγεσιών τον περασμένο χειμώνα και το χαμήλωμα των αιτημάτων σε συντεχνιακό επίπεδο και με κοντόθωρη ματιά «να τη βγάλουμε και φέτος», αποθάρρυνε αντί να προσδώσει πίστη. Περιχαράκωσε τα μπλόκα αντί να τα συνδέσει με την υπόλοιπη, σκληρά δοκιμαζόμενη, κοινωνία.
Αγροτοσυνδικαλιστικό ή αγροτικό κίνημα;
Όλα τα παραπάνω οφείλουν να τροφοδοτήσουν μια συζήτηση για το αγροτικό κίνημα στην Ελλάδα. Να τεθούν ερωτήματα που να ανταποκρίνονται στη σύνθετη πραγματικότητα της χώρας και να αναζητηθούν-οικοδομηθούν απαντήσεις, πέρα από στεγανά και ευκολίες. Ανταποκρίνεται το αγροτοσυνδικαλιστικό κίνημα στις συνθήκες της σημερινής Ελλάδας ως χώρα μνημονιακή – ημιαποικία; Μια –κατ’ αρχήν– αρνητική απάντηση θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία μιας διαδικασίας ανασυγκρότησης υπό νέους όρους.
Μια διαδικασία ανασυγκρότησης θα έπρεπε, πρώτα απ’ όλα, να απαντήσει στο ερώτημα: Έχουμε ανάγκη από ένα ισχυροποιημένο αγροτοσυνδικαλιστικό κίνημα ή από ένα νέο κίνημα που θα έχει συνολικότερη αναφορά στο αγροτικό – παραγωγικό ζήτημα και την πρωτογενή παραγωγή; Ένα τέτοιο κίνημα είναι σημαντικό να ορίσει τον εαυτό του. Να καθορίσει –και να καθορίζει– στόχους, προοπτικές, διαδικασίες συγκρότησης, μορφές αγώνα. Με βασικό γνώμονα όμως ότι η ύπαρξή του, η δράση του, δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την πρωτογενή παραγωγή (πόσο δε μάλλον απλώς με συντεχνιακά, ειδικά αιτήματα των παραγωγών) αλλά και με τον τρόπο που υπάρχει και θα υπάρχει η ίδια η χώρα.
Χρειάζεται δηλαδή μια πιο ανοιχτή, σύνθετη και εντοπισμένη στις σημερινές συνθήκες αντίληψη και μια αλλαγή συνείδησης και στόχων στο δυναμικό του αγροτικού κινήματος. Αναγκαίος όρος ώστε η συνεχής οικοδόμησή του, οι κορυφώσεις, τα πιθανά πισωγυρίσματα να αποτελούν μέρος μια πλατιάς διαδικασίας βάσης. Μια διαδικασία που δεν θα κλείνεται αποκλειστικά στους γνωστούς συνεταιρισμούς παραγωγών. Αντιθέτως θα πηγάζει από νέες ομάδες παραγωγών (μικρές και μεγαλύτερες) και θα μπορούσε να απλώνεται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τον αγροτικό χώρο και την πρωτογενή παραγωγή.
Μια πιο ανοιχτή αντίληψη στις διαδικασίες συγκρότησής θα αποτελούσε και μια άμυνα στο συντεχνιακό κριτήριο που έχει ριζώσει στο σημερινό αγροτοσυνδικαλιστικό κίνημα, αλλά δεν φαίνεται να κερδίζει το ίδιο πολύ δυναμικό του. Χαρακτηριστικές είναι απόψεις που προσπάθησαν να προωθηθούν κυρίως από νέους παραγωγούς στις κινητοποιήσεις του 2016. Σημαντική μερίδα ξέφευγε από τα σημαντικά αλλά «κλειστά» αιτήματα των επιδοτήσεων, της φορολογίας και των αποζημιώσεων και έθετε την ανάγκη στήριξης της πραγματικής παραγωγής και εκπόνησης ενός εθνικού σχεδίου προς όφελος της χώρας και όχι απλά του αγροτικού κόσμου. Προσπαθούσε έτσι να θέσει το ζήτημα προωθητικών αιτημάτων, να ενισχύσει μια δημιουργική αντίληψη πέρα από τα απλά «όχι» και «δεν» ή διεκδικήσεις σχετικά με το αφορολόγητο και την επιστροφή του ΦΠΑ.
Αυτό σημαίνει πως υπάρχει πρόσφορο έδαφος για περαιτέρω αναζητήσεις στον αγροτικό κόσμο. Αυτές πρέπει να ενισχυθούν και να αποτελέσουν καταλύτη για τη συγκρότηση ενός νέου κινήματος για την παραγωγή.
Κίνημα για την αγροτική παραγωγή και την παραγωγική ανασυγκρότηση
Πέρα όμως από στόχους και προοπτικές «προς τα έξω». ένα νέο αγροτικό κίνημα έχει ανάγκη να κοιτάει και «προς τα μέσα». Να μπει στη διαδικασία τομών και αλλαγών στις αντιλήψεις και τη συνείδηση του ίδιου του τού δυναμικού. Να τροφοδοτήσει νέα παραγωγικά εγχειρήματα, να τροποποιήσει τις σχέσεις των παραγωγών μεταξύ τους δίνοντας νέα πνοή στην έννοια του συνεταιρισμού, να δει με άλλο μάτι τον τρόπο με τον οποίο παράγει ξεφεύγοντας από τις μεγάλες αποδόσεις που επιφέρουν και μεγάλες επιβαρύνσεις στο περιβάλλον.
Ένα τέτοιο κίνημα, όμως, μπορεί να υπάρξει ως τέτοιο από μόνο του; Ξεκομμένο από τις συνολικότερες κοινωνικές ανησυχίες και διεργασίες; Η σύνδεσή του με άλλα κινήματα και καταστάσεις που έχουν αναφορά συνολικότερα στην παραγωγική ανασυγκρότηση. αλλά και τη σωτηρία και διέξοδο της χώρας. είναι παραπάνω από επιτακτική. Αφενός γιατί στις σημερινές συνθήκες είναι εξαιρετικά δύσκολο να έχει νικηφόρα πορεία ένα επιμέρους κίνημα, αφετέρου γιατί το αγροτικό ζήτημα και αυτό της παραγωγής αγγίζει όλη τη χώρα και το λαό καθώς άπτεται μεγάλων κεντρικών ζητημάτων όπως αυτό της διατροφής ή ακόμη και του δημογραφικού. Μια χώρα στα όρια της ανθρωπιστικής κρίσης οφείλει να ιεραρχήσει πολύ ψηλά το διατροφικό ζήτημα αν θέλει να επιβιώσει. Μια χώρα πλήρως εξαρτημένη οικονομικά και με κουτσουρεμένες τις δυνατότητες παραγωγής εφοδίων και μηχανημάτων μπορεί να βρεθεί δεμένη πισθάγκωνα στην περίπτωση που θελήσει να ακολουθήσει μια άλλη πορεία και δεν έχει προετοιμαστεί κατάλληλα. Μια χώρα που αντιμετωπίζει κινδύνους στα σύνορά της είναι σημαντικό να μην τροφοδοτήσει νέα αστυφιλικά κύματα και να αφήσει την ύπαιθρο (και κυρίως των συνόρων) ερημωμένη.
Δεν είναι εύκολη και απλή μια τέτοια διαδικασία. Έτσι κι αλλιώς οι εποχές της ευκολίας και των έτοιμων λύσεων έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Οι υπαρκτές δυνατότητες όμως, μαζί με τις αδυναμίες που αναγνωρίζονται, μπορούν και οφείλουν να αποτελέσουν την αρχή μιας άλλη πορείας στο αγροτικό κίνημα.