του Νίκου Σταθόπουλου

Πλημύρισε πάλι το διαδίκτυο με εξαρσιακές αναλαμπές «φυσιολατρικής παράδοσης» και «ταξικής συνείδησης» Μια θεατρινίστικη μείξη του πολιτισμού και της παράδοσης με την ιστορικότητα και το κοινωνικό, μια «περί όνου σκιάς» διαμάχη, αφού ενώ το επίδικο είναι η συνειδητοποίηση των υπαρκτών αντιθέσεων, αυτό πλαστογραφείται σε τυπολογίες εορταστικής εποχικότητας. Με «μαγιάτικα στεφάνια» από τα Lidl και «δεν ξεχνάμε το Σικάγο» σαν τσόντα επωδό σε «μεταναστευτικούς (ψευτο) διεθνισμούς», όλα πλέον έχουν φθαρεί, είναι «παραστάσεις» και καθόλου βιωματικές σχέσεις.

ΩΣΤΟΣΟ, αυτή η φθορά δεν πρέπει να εννοηθεί σαν έκλειψη ιστορικής αλήθειας. Η παρακμή της «κουλτούρας των ιδανικών», γνώρισμα τραγικό των «εκσυγχρονισμών» που σάρωσαν την πατρίδα και την κοινωνία, δεν αναιρεί το μεγαλείο των κοινωνικών αγώνων όπου η «εργατιά», ο κόσμος της εκμετάλλευσης και της αδικίας, έδωσε μάχες επικές για τη δικαιοσύνη και την ισότητα και την ελευθερία. Η «ταξική πάλη», έτσι όπως εννοήθηκε στον Αιώνα του Κεφαλαίου, επένδυσε τον «Μύθο του Ανθρώπου» με τη ματωμένη μεγαλοσύνη της μαχόμενης αξιοπρέπειας ενάντια σε δομές που παραχαράσσουν το ανθρώπινο νόημα και καταντούν τη ζωή κόλαση. Δεν εκχωρούμε στη λήθη όσα έδωσαν νόημα στη ζωή και ομόρφυναν τον κόσμο με ποιοτικές κατακτήσεις και έναν ανώτερο «λυρισμό της ελευθερίας». Όσες αλλαγές κι αν απαιτηθούν, εμείς κάθε Μάη θα ψέλνουμε «επέσατε θύμα αδέρφια εσείς» και θα ανανεώνουμε τον όρκο ανένδοτης αντίστασης σε κάθε εγχείρημα απανθρωπισμού του κόσμου, σε κάθε δομή εκμετάλλευσης, ανελευθερίας, αδικία. Το «προχώρημα της σκέψης» δεν σημαίνει αμνησία και αχάριστη «θεωρητική επανεξέταση».

Και σε ποια «ιστορική στιγμή» γράφονται αυτά; Προφανώς, στη μαύρη συγκυρία της πανδημίας που ήδη προσθέτει στο πανανθρώπινο πένθος τουλάχιστον διακόσιες χιλιάδες νεκρούς: συγκυρία δίσεχτης συναίσθησης των αληθειών μας, καθώς η λεηλατημένη φύση μάς επιστρέφεται σαν ένα διαρκώς αναπάντεχο δεινό, και η εξουθενωμένη κοινωνία μάς αποκαλύπτεται σαν το «αίνιγμα του εαυτού» τοποθετημένο στην έντεχνη ασάφεια της κρατούσας «ιδεολογίας». Αμήχανες μαριονέτες μιας κοινωνικής περιπλοκής, αναζητάμε «ορόσημα» για να πειστούμε ότι έχουμε και ιστορία και φυσικότητα.

Ό,τι παλιά μας καταξίωσε σαν ανθρώπους, τώρα περιφρονείται από έναν ανθρωπότυπο αβαθή και στείρο που εγκλωβίζεται όλο και περισσότερο στις συστημικές φενάκες και απάτες. Η απόλυτη διαστροφή: ενώ τα συστημικά εγκλήματα ανάγονται σε «ολέθριες πολιτικές», οι ματαιώσεις των πάλαι ποτέ κινητοποιητικών αξιών μας, ερμηνεύονται σαν δική τους εγγενή ανεπάρκεια και όχι σαν αστοχία του νου είτε σαν προδοσία και λιποταξία.

Δεν το βλέπετε ότι μιλάμε για το Παρόν με παρελθοντική γλώσσα, με μνήμη, δηλαδή με μια λογική και αισθητική σύγκρισης; Σα να νιώθουμε τη ερημία γύρω μας, και να δημιουργούμε αντίλαλους. ΟΚ, «δεν είναι αργία, είναι απεργία», μα πόσο βαραίνει αυτό σε μυαλά που «ζουν μονάχα μια φορά» και που οι πάγοι που λειώνουν και τα δάση που αποψιλώνονται είναι απλώς θέμα της δημοφιλούς μαζικής τηλεσειράς, και που βιάζονται να «πάνε για δουλειά» ερήμην της λογικής και της κοινωνικής ευθύνης και της στοιχειώδους ανθρωπομέριμνας;

ΠΡΟΣΜΕΝΑΜΕ, άλλοτε, την Πρωτομαγιά με τον όμορφο «κύκλο χαράς» της απλής ζωής, να «πιάσουμε το Μάη», να στολίσουμε τις εξώπορτες με αγριολούλουδα, να κυλιστούμε σαν γείτονες εν εκδρομή στο χορτάρι τρώγοντας τα πρόχειρα φαγητά της συνοικιακής φτώχειας, μια απλή αίσθηση αρμονίας με τη φύση, που καθαυτή διασφάλιζε μια ψυχολογική και ηθική άμυνα στις επελάσεις του «επενδυτικού χρήματος». Πλούσιοι και φτωχοί «έπιαναν τον Μάη», κι αυτό κανείς δεν το ένιωθε «ταξική προδοσία». Ο Τάσος Δούσης είναι πιθανό να είχε «πιάσει τον Μάη» αγκαλιά με τον πρώτο του έρωτα. Ήταν, ακριβώς, η έννοια της «κοινότητας πολιτισμού» που καθιστούσε κατανοητούς τους εσωτερικούς διαχωρισμούς. Δεν ήταν πάντα «ιδεολογικοποιημένη» η «αστική ζωή».

Αυτή ακριβώς η «αίσθηση αρμονίας» αλλοιώθηκε, νοθεύτηκε, συκοφαντήθηκε, ώστε να χαλκευτεί μια «περιβαλλοντολογική συνείδηση» που σαν κανονική ιδεολογία ήρθε να πλαισιώσει την άρρητη κατάφαση στην «ανάπτυξη», δηλαδή στο θάνατο της φύσης, στην συντριπτική κακοποίηση κάθε έννοιας αρμονίας και ισορροπίας. Ήταν ο «φτωχός», ο «απόκληρος εργάτης», που απολυτοποιούσε το «κοινωνικό» και ταύτιζε τη ζωή/επιβίωση με τη γενικευμένη τεχνητοποίηση και το απόλυτο τσιμεντάρισμα.

Ο ψόφιος Μάης και η απούσα Εργατιά, είναι οι αναγκαιότητες που αν τις συνειδητοποιήσουμε χωρίς καμιά παιδαριώδη νοσταλγία, θα ξεκλειδώσουν, από τη μεριά τους, τις καταχωνιασμένες σημασίες της όντως Ανατροπής. Δεν είναι που απλώς τα φαντασιωθήκαμε τα «χειμερινά ανάκτορα» και που απλώς μιλούσαν οι ορμές εκεί στην αρχή της άνοιξης, αλλά είναι που όσα απαιτούσαν κίνηση τα «εξελίξαμε» σαν στατικές μορφές ιδεολογικοποίησης του δόλιου του εαυτού μας!

Το «προλεταριάτο», βαριεστημένο στον γραφειοκρατικό του μύθο, και εν Ελλάδι οιονεί «βιοτεχνικό», ποτέ δεν οραματίστηκε «σοσιαλιστική ανοικοδόμηση», ένιωθε τον Μάη ανάκατα κοσμικό και θρησκευτικό, εαρινό και πένθιμο. Ήταν, δηλαδή, εντελώς ξένο προς τα ιδεολογικά μάρκετινγκ που με σικέ έριδες έσπρωχναν την κοινωνία στην αφασία, την αμνησία, το «σοκ και δέος» της βαθιάς αποξένωσης. Ωστόσο, από τις «πρωτομαγιές» του Π. Δρακούλη και του Καλλέργη μέχρι την Πρωτομαγιά της δολοφονίας του Α. Παναγούλη: αυτός ο ωραίος κοινωνικός κόσμος της «ταξικής υποτέλειας», έδινε τίμιες μάχες, πίστευε σε ανώτερες ιστορικές δυνατότητες, βίωνε σαν στάση ζωής την απλή ηθική που καταδικάζει την εκμετάλλευση και αναθεματίζει την απονιά και την αδικία. Ποτέ δεν αυτοεκλογικεύτηκε μέσω ιδεολογικών αλγόριθμων, γι’ αυτό δεν διαχώριζε το κοινωνικό από το πατριωτικό ας πούμε. Και γι’ αυτό, όταν το επέτρεψαν οι γενικές συνθήκες άνετα ενσωματώθηκε στις «προόδους» και όλα τα άφησε στην «ανάθεση», στους «θεσμούς», στις ποικίλες γραφειοκρατίες της κομματικοπολιτικής υστεροβουλίας. Ο «μεταβιομηχανικός καπιταλισμός», η «Μεταπολίτευση» ας πούμε στα καθ’ ημάς: ακύρωσε τις ίδιες τις ιστορικές του αφαιρέσεις, ανάγοντας στην «καθημερινότητα του ανθρώπινου» τις άλλοτε διασπαστικές αντιθέσεις του.

Καθώς η «νόθα αστικοποίηση» εισήγαγε τον «ανεπτυγμένο» καπιταλισμό σε μια ριζική παραχάραξη της εθιμικότητας, γινόταν όλο και πιο αισθητή η απουσία των κρίσιμων «υποκειμένων» : της φύσης και του εργάτη! Οι μανιακοί της «αστυφιλίας» και οι γκουρού του «ταξικού συνδικαλισμού», συναντήθηκαν εν τέλει σε «γιορτές της Πρωτομαγιάς», όπου οι «αγωνιστές του προλεταριάτου» και «διαδήλωναν» (με όλη την αισθητική μιας «δράσης εσωτερικού χώρου») αλλά και «ξέσκαγαν» σε «νόμιμες πλατείες» με άφθονο μαλλί της γριάς, «ποικίλο καλλιτεχνικό πρόγραμμα», και κοψίδια μιας «παράδοσης» που είχε πια «αρπάξει» ξεχασμένη «στα κάρβουνα».

Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΜΑΣ πια είναι ένας συμβολικός απόηχος όπου απαθανατίζεται το ντεκαντάνς μιας ματαιωμένης πολιτισμικής προσδοκίας. Τα «μαγιάτικα στεφάνια» είναι άοσμα σαν θεραπευτικό πρόγραμμα και άχρωμα σαν ιατρική λευκότητα. Ο κόσμος του πολύχρωμου καταναλωτισμού, ολοένα και βαθύτερα στα ασπρόμαυρα αδιέξοδα της νεοφιλελεύθερης «Ανάπτυξης», όλο και περισσότερο «παίζει» με τους υπαινιγμούς του θανάτου και της απουσίας. Η «κουλτούρα του κορωνοϊού» απλώς επιστέφει μια εξιδανικευμένη παρακμή όπου η συμφιλίωση με το τέλμα και τη μη προοπτική, ο παθιασμένος εναγκαλισμός με το μινιμάρισμα της ζωής, γίνονται οι μίζεροι «διθύραμβοι» μιας απλής χρονικότητας με καταναλωτική δύναμη. Πρέπει να αντεπιτεθούμε στον «αισιόδοξο επιβιωτισμό» με τη φιλοσοφημένη απαισιοδοξία της κριτικής σκέψης, δηλαδή με τη στοχαστική ένταση της θρησκευτικής ελπίδας.

Ο ψόφιος Μάης και η απούσα Εργατιά, είναι οι αναγκαιότητες που αν τις συνειδητοποιήσουμε χωρίς καμιά παιδαριώδη νοσταλγία, θα ξεκλειδώσουν, από τη μεριά τους, τις καταχωνιασμένες σημασίες της όντως Ανατροπής. Δεν είναι που απλώς τα φαντασιωθήκαμε τα «χειμερινά ανάκτορα» και που απλώς μιλούσαν οι ορμές εκεί στην αρχή της άνοιξης, αλλά είναι που όσα απαιτούσαν κίνηση τα «εξελίξαμε» σαν στατικές μορφές ιδεολογικοποίησης του δόλιου του εαυτού μας!

Η παρούσα κρίση απαιτεί ένα Όραμα Κοινότητας, δηλαδή μια Πατρίδα με διάχυτη Κοινοτική Αίσθηση, όπου η γειτονιά-ενορία θα καθιστά τον «λαό» υποκείμενο πολιτισμικότητας, και όχι «κοινωνιολογικά» συγκολλούμενο πλήθος «μοριακών οντοτήτων» χωρίς αίσθηση χώρου και βίωμα χρόνου. Το τρέχον «επαναστατικό αίτημα» ξεπερνά κατά χιλιάδες έτη φωτός τις μουσειακές μονομέρειες που φρεσκάρονται από το Θέαμα και «παραδίδονται στο κοινό» ως «δεν ξεχνώ!» και «ζήτω το οργανωμένο τριήμερο!». Η Πολιτική ή θα ξαναλάβει θέση στα οχυρά της ολικής καθημερινότητας ή θα αποθεωθεί ως «διαχειριστικές δεξιότητες» σε ένα νέο τύπο κοινωνικού χρόνου με αδιάκοπους πηγαιμούς από την καραντίνα στην εξωστρέφεια. Δεν υπάρχει χώρος εδώ για «Μάη» και «Εργατιά», δεν το καταλαβαίνετε; Δημοκρατική θέσμιση σε όλα τα επίπεδα, ενεργητική οικολογική συνείδηση σε βάση εναντίωσης στον καπιταλιστικό τεχνολογισμό, ζωή συλλογικής οργάνωσης με άξονα την «κοινοτική αρχή», ανεξάρτητη πατρίδα ως το Μέγα Αυτοκαθοριζόμενο Υποκείμενο με κουλτούρα σχέσεων αμοιβαιότητας σε έναν εωσφορικό κόσμο αρρώστιας και κατακερματισμού. Με αυτές τις αξιακές ορίζουσες αναζητάμε την ιστορική μας τροχιά! Μόνο έτσι ο «Μάης» θα αποκατασταθεί στην εμπνευσιακή του αρχετυπικότητα!

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ανάπτυξη δεν είναι μια τυπική «οικονομική μεγέθυνση», αλλά μια ανάπλαση της σχέσης του ανθρώπου με τον εαυτό του, την ιστορία και τον κόσμο. Ανάπλαση μηδενιστική, δηλαδή με πνεύμα πεπερασμένης χοϊκότητας, αφού κάθε εμβάθυνση, κάθε ποιότητα, θα δημιουργεί αξιώσεις ενός επέκεινα χωρίς το οποίο ο άνθρωπος μαραζώνει και πνίγεται. Και είναι η κατασκευή αυτού του «επέκεινα» που πραγματώνεται από το τελειοποιημένο Θέαμα σε βάση μιας βαθιά συμβιβασμένης ψυχικής κακομοιριάς.

Χωρίς «βήμα ταχύ» και με likeοποιημένο και βραχνιασμένο τον Επιτάφιο Θρήνο του Γ. Ρίτσου, πρέπει να «εφεύρουμε» ορόσημα μιας σύγχρονης μοίρας που θα μετουσιώνει τα ορόσημα της παλιάς σε ψυχοκινητικές χωνεμένες εμπειρίες, δηλαδή χωρίς μια «κυβερνητική» αυτονομία αλλά με πλήρη την ηθική εγκυρότητα της ελπίδας στην ιστορική διαλεκτική της. Μόνο η πολύπλευρη σύγκρουση με τον ανθυγιεινό «Πολιτισμό της Αποξένωσης» μπορεί να δώσει περιεχόμενο στη θραυσματική ονειρικότητα των αρχαίων μας «παραδείσων». Και αυτή η σύγκρουση ή θα είναι σύγχρονη ή θα έχει πλήρη τον τσαρλατανισμό των πονηρών γερόντων που ανέκαθεν βάφτιζαν το κρέας ψάρι…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!