Τα νέα ονόματα στο τιμόνι της «επετειακής» 70ής Μπερλινάλε (Μαριέτε Ρίσενμπεκ-Κάρλο Σατριάν) δεν φαίνεται να αλλοιώνουν το καθιερωμένο πολυποίκιλο και πάντα πολιτικό στίγμα της, σε αντίθεση με το αμήχανο Διαγωνιστικό, που συμβαδίζει με τον αναποφάσιστο καιρό, ανάμεσα σε ξαφνικές βροχές και αναπάντεχες λιακάδες, μακριά από το συνηθισμένο βερολινέζικο κρύο.

Με Πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής τον Τζέρεμι Άιρονς, ανάμεσα στις δεκαέξι υποψήφιες για τη Χρυσή Άρκτο, παρουσιάζονται ταινίες πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών, ξενόγλωσσες, αλλά και παλαίμαχων κινηματογραφιστών, όπως οι Φιλίπ Γκαρέλ («Le Sel des larmes») και Έιμπελ Φεράρα («Siberia»).

Τις εντυπώσεις στο Διαγωνιστικό έκλεψε το τρίωρο «Berlin Alexanderplatz», του 40άρη Αφγανικής καταγωγής Γερμανού Μπουρχάν Κουρμπανί, ένα εντυπωσιακό έπος, για την Οδύσσεια ενός αφρικανού πρόσφυγα στο σύγχρονο Βερολίνο. Χωρισμένο σε πέντε μέρη, προβάλλει στο πρίσμα του απατηλού περιθώριου, που συγκροτούν διακινητές, προαγωγοί και πόρνες, το πρόβλημα επιβίωσης και ένταξης στη γερμανική κοινωνία ενός εξαθλιωμένου προλεταριάτου μεταναστών, χωρίς χαρτιά, με ήρωα έναν σύγχρονο «Ορφέο Νέγκρο», που αναζητά τη δική του «Ιερή Πόρνη», στην κόλαση της Αλεξάντερπλατς, της κομβικής πλατείας, με τον ορατό σε όλο το Βερολίνο εντυπωσιακό φουτουριστικό Πύργο της τηλεόρασης.

Μπορεί ο ψηλός σκουρόχρωμος, σαν άγαλμα Αφρικανού Θεού, Φράνσις, από τη Γουινέα-Μπισάο, να επιβίωσε από το ναυάγιο φτάνοντας στην Ευρώπη, φέρει όμως βαθιά λαβωματιά από την απώλεια της αγαπημένης του Ίντα, που δεν πρόλαβε να φτάσει στην ακτή. Εργάτης σε εργοτάξια του μετρό, ταπεινωμένος δίχως χαρτιά, συγκατοικεί με άλλους αφρικανούς σε εξαθλιωμένες εργατικές κατοικίες, στα περίχωρα, μέχρι που ένας Γερμανός, ο Ρέινχολτ τον ξεχωρίζει εντυπωσιασμένος από τη λυγερή κορμοστασιά του και τον προσλαμβάνει ως προσωπικό του σωματοφύλακα, μάγειρα και ντίλερ, μυώντας τον στα «κόλπα» του γρήγορου πλουτισμού. Γνωρίζοντας την νεαρή πόρνη Μίτσε, αντιλαμβάνονται ότι ρατσισμός και εκμετάλλευση έχουν την ίδια πικρή γεύση, που μπορούν να απαλύνουν μόνο η συμπόνια και η αγάπη.

Το αδίστακτο περιθώριο, με τους νευρωτικούς στυλάτους γκάνγκστερ, αλά Γκάι Ρίτσι, σε σχέσεις εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου συναντά προλεταριακή συνείδηση, ρατσισμό και αμφιφυλόφιλη σεξουαλικότητα, μέσα από αρχετυπικές μορφές που είχε διερευνήσει και ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Ως φόρο τιμής, ο Κουρμπανί επιλέγει αντίστοιχο τίτλο με τη διάσημη τηλεοπτική σειρά του Φασμπίντερ, που στην ίδια κεντρική τοποθεσία του Βερολίνου διερευνούσε την άνοδο του ναζισμού, επιβεβαιώνοντας ότι η νέα γενιά Γερμανών σκηνοθετών επεκτείνεται πλέον πέρα από τους απογόνους των ναζί, στα παιδιά μεταναστών εργατών, που αντιμετώπισαν σκληρό ρατσισμό κατά την ένταξή τους στη γερμανική κοινωνία.

Το δυνατό σκηνοθετικό στίγμα του Κουρμπανί δίνεται από τα πρώτα εφιαλτικά κοκκινόμαυρα πλάνα του ναυάγιου, με τους πρόσφυγες ιδωμένους από κάτω να θαλασσοπνίγονται και τη θάλασσα στο πάνω μέρος της οθόνης. Μια σχεδόν ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθεσία συνδυάζει πλάνα κάτοψης, στριφογυριστές λήψεις διαρκείας και αργή κίνηση, ενώ το επεξεργασμένο μοντάζ κρατά ένταση και ρυθμό, μαζί με τις έντονες ηλεκτρονικές μουσικές και τον άφθονο ερωτισμό. Οι πολύχρωμοι φωτισμοί νέον αντανακλούν στη σκουρόχρωμη επιδερμίδα του πρωταγωνιστή, συχνά με ποπ διάθεση. Εκτός από τη στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, η ταινία πατάει γερά στις συγκλονιστικές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού δίδυμου, με τον εντυπωσιακό Αφρικανικής καταγωγής Βραζιλιάνο Βέλκετ Μπουνγκουέ ως Φράνσις και τον Γερμανό Άλμπρεχτ Σίουκ, να ενσαρκώνει μοναδικά τον σατανικό και συνεσταλμένο ψυχωτικό Ρέινχολτ, με ιδιαίτερη κινησιολογία υστερικού κουίρ σακάτη, που καμπουριάζει με ερμηνευτικές πινελιές γερμανικού εξπρεσιονισμού, ενώ υιοθετεί ακόμα και αναγνωρίσιμο σφύριγμα, στη μελωδία του αμερικάνικου φολκ «Oh my darling Clementin», ως άλλος Πίτερ Λόρε.

Συνοψίζοντας ως βασικό μήνυμα της ταινίας την ατάκα του Φράνσις «Μην με ονομάζεις πρόσφυγα, είμαστε όλοι μετανάστες», ο εντυπωσιακός Βέλκετ Μπουνγκουέ την έγραψε στη φόδρα του σακακιού του, για να την επιδείξει ως πολιτική διαμαρτυρία μπροστά στις κάμερες, στη συνέντευξη τύπου.

Αναπάντεχη έκπληξη στο Πανόραμα η ελληνική συμμετοχή με το «Digger», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Τζώρτζη Γρηγοράκη, που διερευνά το δίλημμα και το διχασμό μιας τοπικής κοινωνίας που κοντράρεται με τα συμφέροντα μιας ιδιωτικής εταιρίας, μέσα από την εύθραυστη σχέση πατέρα-γιου. Κάπου στη βόρεια Ελλάδα, ένας μοναχικός αγρότης, ο Νικήτας, παλεύει με οργή να κρατήσει τη γη του μακριά από τις βλέψεις του ιδιωτικού ορυχείου, που έχει μετατρέψει την πανέμορφη ορεινή περιοχή σε ένα απέραντο λασπωμένο εργοτάξιο. Για αρκετούς, η φάρμα του πεισματάρη Νικήτα, που βρίσκεται σε διαρκή κόντρα όχι μόνο με την εταιρία, αλλά και με τη διχασμένη τοπική κοινωνία, θεωρείται ένα «τελευταίο οχυρό». Η άφιξη όμως του γιου του, μετά από 20 χρόνια, αλλάζει τα δεδομένα, ωθώντας τον να δράσει και ως πατέρας.

Ο Γρηγοράκης καταφέρνει να ισορροπήσει ιδανικά το καλογραμμένο σενάριο με αληθοφανείς, γεμάτους εντάσεις διαλόγους που αναδεικνύουν σκληρή γλώσσα και μάγκικες συμπεριφορές, με τις δυνατές ερμηνείες όλων των ηθοποιών (Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας, Βασίλης Μπισμπίκης, Σοφία Κόκκαλη, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος). Σμιλεύοντας «αντρίκιους» χαρακτήρες, μεταφέρει δραματουργικά εντάσεις και το κλίμα αντιπαράθεσης εταιρίας-τοπικής κοινωνίας, μέσα από την κόντρα πατέρα-γιου, υιοθετώντας κινηματογραφικό ρεαλισμό με κάμερα που ακολουθεί τους πρωταγωνιστές, δίνοντας έμφαση στα πρόσωπα, μέσα από κοντινά, ενίοτε και ανετάριστα πλάνα. Την παράσταση όμως κλέβει το πανέμορφο χειμωνιάτικο ορεινό τοπίο που διαταράσσεται από τους εκκωφαντικούς ήχους των εκρήξεων του ορυχείου και τις συγκλονιστικές εικόνες, με τα τεράστια τρυπάνια να μετατρέπουν αχόρταγα τη γη σε κρανίου τόπο.

Γεμάτη από ρεμπέτικα και ελληνικά ακούσματα, σε απόσταση από την υπόθεση «Σκουριές» στη Χαλκιδική, η δυνατή αυτή ταινία κράτησε ελληνικό χρώμα, εντυπωσιάζοντας το ξένο ακροατήριο που την αποδέχτηκε ως ένα οικολογικό γουέστερν, αλλά και σαν μια σύγχρονη εκδοχή του Ζορμπά, με το ζεϊμπέκικο του πρωταγωνιστή στην ταβέρνα.

Στο υπερφορτωμένο φέτος, τμήμα Φόρουμ, εκτός από σύγχρονης κοπής παραγωγές ντοκιμαντέρ, εξαιρετικό ήταν το ειδικό αφιέρωμα στα 50 χρόνια του τμήματος, εστιάζοντας στην ιδιαίτερη χρονιά του 1971, όπου επαναπροβλήθηκαν στη μεγάλη οθόνη ταινίες των Χαρόκι, Στρόμπ-Ουιγιέ, Μακαβέγιεφ και Οσίμα που είχαν πρωτοπαρουσιαστεί τότε στο τμήμα αυτό, ανάμεσά τους και η «Αναπαράσταση» (1970) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά και πολιτικά ντοκιμαντέρ για τους Μαύρους Πάνθηρες. Πολύ εντυπωσιακή ήταν φέτος η ρετροσπεκτίβα στον Κινγκ Βίντορ, με προβολή του συνόλου των ταινιών του, μάλιστα με συνοδεία πιάνου στις βουβές, από διαφορετικούς εξειδικευμένους πιανίστες.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!