Με τους κώδικες του αμερικάνικου γουέστερν παίζει ο 66χρονος Γάλλος Ζακ Οντιάρ, στην πρώτη του αμερικάνικη ταινία Οι Αδερφοί Σίστερς (Βραβείο σκηνοθεσίας-Βενετία), όπου ένα διαβόητο ντουέτο αδερφών πιστολέρος κυνηγά επικηρυγμένους χρυσοθήρες στην Άγρια Δύση.

Έχοντας ασχοληθεί και στο παρελθόν με σχέσεις εξουσίας και υποταγής στην αντρική φιλία (Κοίτα τους άντρες όταν πέφτουν /1994, Προφήτης / 2009), στη νέα του ταινία, που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Καναδού Πάτρικ ΝτεΒιτ, ο Οντιάρ διερευνά μέσα από τους διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες των δύο αδερφών, προκλήσεις και αντιφάσεις μιας εποχής κοσμοϊστορικών αλλαγών, το 1851, καθόλου τυχαία τρία χρόνια μετά από το περίφημο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», με φόντο τον πυρετό του χρυσού, πριν την πετρελαιοπαραγωγική εποχή.

Οι αντιθέσεις του πρωταγωνιστικού δίδυμου συνδιαλέγονται με μια σχέση αλληλεγγύης-εξάρτησης, μέσα από την κατά περίπτωση εναλλαγή ρόλων αδύναμου-ισχυρού, ενώ η ονομασία τους αποτελεί υπαινικτικό λογοπαίγνιο, με κωμικό τόνο. Με ιστορικό βίας από το οικογενειακό περιβάλλον, ο μικρότερος Τσάρλι (Γιόακιν Φοίνιξ), μέθυσος και αδίστακτος φονιάς, βρίσκεται στον αντίποδα του πράου και στοργικού Ιλάι (Τζωρτζ Σι Ράιλι), που στοιχειώνεται από την εφιαλτική φιγούρα του πατέρα.

Ωστόσο, το προοδευτικό ιδεολογικό στίγμα, κόντρα στα γνωστά στερεότυπα των γουέστερν, παρουσιάζεται κυρίως μέσα από το δεύτερο ντουέτο αρσενικών χαρακτήρων, τον Μόρις (Τζέικ Γκίλενχάαλ) και τον σκουρόχρωμο ιδεαλιστή χημικό και χρυσοθήρα Γουώρμ (Ριζ Αχμέντ), αρχικά σε σχέση κυνηγού-θηράματος.

Μακριά από το σχήμα ενός μοναχικού ηρωικού καβαλάρη, οι τέσσερεις αρσενικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται σε φάση μετάβασης, που ανατρέπει τους αρχικούς ρόλους και τους αλλάζει ριζικά. Έναντι πρωτόγονων ενστίκτων επιβίωσης, ανταγωνισμού και κυριαρχίας, αναπτύσσονται φιλικές σχέσεις και πιθανότητα συνεταιρισμού.

Αυτή η ανά ζεύγη διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης έγκειται στις παρατηρήσεις της ταινίας γύρω από τη σημασία ενός ιδανικού μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας μέσα από κοινότητες, με την αναφορά στο φαλανστήριο, μια ουτοπική σοσιαλιστική αποικία, με νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, σύμφωνα με τον Γάλλο σοσιαλιστή φιλόσοφο Σάρλ Φουριέ (1772-1837), υπέρμαχο των ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, από τους πρώτους που υποστήριξαν την ομοφυλοφιλία ως προσωπική επιλογή και χρησιμοποίησαν τον όρο φεμινισμός. Αυτή η αναζήτηση ενός ουτοπικού μοντέλου ενέπνευσε μεταγενέστερα και τα περίφημα «χίπικα» κοινόβια, ως εναλλακτικές μορφές αρμονικότερης συμβίωσης ανθρώπων-φύσης. Δεν είναι τυχαίο, που ο ιδεαλιστικός λόγος στο γουέστερν του Οντιάρ εκφέρεται από τον Γουόρμ, μια λεπτεπίλεπτη μορφή ενός αντι-αρρενωπού ήρωα, που στην ταινία εκπροσωπεί τις επιστημονικές καινοτομίες της εποχής.

Η αναφορά σε νέες επιστημονικές προοπτικές, με χημική επέμβαση στη φύση και τις επιπτώσεις της, ανακαλεί και την περίπτωση της Πολωνο-γαλλίδας φυσικοχημικού Μαρί Κιουρί, λίγες δεκαετίες μετά.

Κατεξοχήν κινηματογραφικό είδος το γουέστερν εξιστόρησε μέσα από ηρωικούς χαρακτήρες την κατάκτηση της Άγριας Δύσης, εδραιώνοντας στο ευρύ κοινό το εθνικό αφήγημα της νεοσυσταθείσας αμερικάνικης ηπείρου ως ενιαίου έθνους.

Με μόνη ομοιότητα με τα κλασικά γουέστερν του Τζον Φορντ μερικά πλάνα με πορτοκαλί ηλιοβασιλέματα, το ανατρεπτικό γουέστερν του Οντιάρ ξεχωρίζει με την εκπληκτικής ενορχήστρωσης πρωτότυπη μουσική του σπουδαίου σύγχρονου κινηματογραφικού συνθέτη Αλεξάντρ Ντεσπλά, βασικού συνεργάτη του Οντιάρ απ’ τις πρώτες του ταινίες. Μετά τον Μορικόνε, στα στυλιζαρισμένα σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, και ο Ντεσπλά επιλέγει στους Αδεφούς Σίστερς έντονη ρυθμική γραμμή με χρήση κρουστών ήχων, από μεταλλόφωνο, μπάσες νότες στο πιάνο και τύμπανα, που απογειώνουν την αγωνία στις σκηνές που οι ήρωες προσπαθούν να ξεφύγουν. Οι τσιγγάνικοι χορευτικοί ρυθμοί στο σαλούν, με σόλο σαντούρι, υποδηλώνουν την πολυπολιτισμικότητα των μεταναστών που συντέλεσαν στη θεμελίωση της Αμερικής.

Η περιπλάνηση των ηρώων στις δυτικές πολιτείες, από το Όρεγκον προς την Καλιφόρνια, αποτελεί πέρασμα από νεοσύστατες αμερικάνικες μητροπόλεις, που δεν υπήρχαν πριν στον χάρτη, όπως ακούγεται εκτός κάδρου, ανάμεσα στους στοχασμούς του ευαίσθητου Μόρις, που συνειδητοποιεί ότι επέλεξε τη βία για να ξεφύγει από τον σκληρό πατέρα του, εργοδότη των δύο αδερφών.

Η ομορφιά των μακρινών πλάνων, με πυκνά δάση, λίμνες και ψηλά βουνά αντιπαρατίθεται με το αφιλόξενο και γεμάτο κινδύνους περιβάλλον της ζωής στην ύπαιθρο των καβαλάρηδων, με επιθέσεις από αρκούδες και τσιμπήματα από δηλητηριώδη έντομα, σε αντιδιαστολή με τις ανέσεις που προσφέρει ο πολιτισμός στις οργανωμένες πόλεις, όπου οι ήρωες απολαμβάνουν σε ακριβά ξενοδοχεία ζεστό τρεχούμενο νερό σε μπανιέρα.

Τα τοπία αιχμαλωτίζονται στην κάμερα υπό το φυσικό φως της μέρας, ενώ οι γεμάτοι δρόμοι του νεοσύστατου Σαν Φρανσίσκο καταγράφονται φωταγωγημένοι μέσα από νυχτερινά πλάνα, υπογραμμίζοντας το επίτευγμα του τεχνητού φωτισμού.

Δείγματα προόδου μιας νέας εποχής επιστημονικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων αποτελούν η αποφυγή των μολύνσεων μέσα από κανόνες προσωπικής υγιεινής, με τον Ιλάι να διαβάζει τις οδηγίες χρήσης για την άγνωστη μέχρι τότε οδοντόβουρτσα.

Ο συναισθηματισμός του Ιλάι εντοπίζεται στις σκηνές αλόγων που υποφέρουν, όπως στη βάναυση εικόνα, με το άλογο που τρέχει, ενώ έχει αρπάξει φωτιά.

Στο κλείσιμο αυτού του βουτηγμένου στο μαύρο χιούμορ γουέστερν, εμπλουτισμένου με ευρωπαϊκό ιδεαλισμό και σύγχρονες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις στους καλογραμμένους και εξαιρετικά ερμηνευμένους αντρικούς χαρακτήρες, οι ήρωες δεν φεύγουν μοιραίοι και ελεύθεροι, καβάλα στα άλογά τους, αλλά επιστρέφουν στη μητρική στέγη, απαρνούμενοι το αιματηρό παρελθόν τους, ως ένδειξη ειρηνικής έκβασης, σε μια εκπολιτισμένη κοινωνία.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!