Η Εθνική Αντίσταση, υπόθεση του λαού
Η γερμανική επίθεση σηματοδοτεί στο πολιτικό επίπεδο, τη διαδικασία κατάρρευσης του μεταξικού δικτατορικού καθεστώτος. Εμφανής στην ηττοπάθεια της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας, τη ραγδαία επιδείνωση στο μέτωπο, τις κινήσεις των στρατηγών να συνθηκολογήσουν παρά την κατηγορηματική απαγόρευση, η κατάρρευση αυτή εντείνει το κενό εξουσίας. Καθώς βασιλιάς και κυβέρνηση εγκαταλείπουν τη χώρα, ο ελληνικός λαός μένει μόνος του να αντιμετωπίσει την τριπλή κατοχή και τις κυβερνήσεις συνεργατών.
Η σκληρή καθημερινότητα και αβεβαιότητα που βίαια έχει επιβάλει η τριπλή κατοχή με τις στερήσεις, την πείνα και την έλλειψη ασφάλειας στην ύπαιθρο και την αδυναμία του κατοχικού κράτους να προστατέψει τους πολίτες του οδηγούν σε μία de facto απονομιμοποίηση του κράτους και προκαλούν έντονο πολιτικό προβληματισμό. Η απαξίωση αυτή συνδέεται με τη διάχυτη επιθυμία για αντίσταση, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Ν. Σβορώνος, για άσκηση δηλαδή βίας εναντίον του κατακτητή και των οργάνων του με σκοπό την αποτίναξη του ξένου ζυγού.
Αρχικά, μεμονωμένα άτομα και ομάδες κινητοποιούνται πραγματοποιώντας αυθόρμητες αντιστασιακές ενέργειες. Κομμουνιστές που δραπετεύουν από τη εξορία δημιουργούν τους πρώτους πυρήνες αντίστασης. Στα πλαίσια μίας σύνθετης πολιτικής πρωτοβουλίας, το ΚΚΕ αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Με μεγάλο μέρος του αστικού κόσμου είτε να συνεργάζεται με τους κατακτητές είτε να ανήκει στους «απόντες» του εθνικού προσκλητηρίου, ενάντια στο συμβιβασμό και τη μοιρολατρία, επιδιώκει ευρεία πολιτική και κοινωνική συναίνεση και δίνεται σε έναν ολομέτωπο αγώνα που συσπειρώνει όλα τα λαϊκά στρώματα εφαρμόζοντας την πολιτική του ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου που έχει υιοθετήσει η Κομμουνιστική Διεθνής.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 υπογράφεται από τους αντιπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και Αγροτικού Κόμματος το ιδρυτικό κείμενο του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Το ΕΑΜ ανοίγει το δρόμο της ενεργού αντίστασης, του αγώνα για το διώξιμο του κατακτητή και των ντόπιων συνεργατών του και την αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών. Πάνω από όλα όμως είναι η θέληση του λαού να αντισταθεί που κάνει δυνατή την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό.
Με ενότητα στους σκοπούς, την οργάνωση και την καθοδήγηση του αγώνα, το ΕΑΜ και οι οργανώσεις του απαντούν στην ανάγκη ανασυγκρότησης της κοινωνικής ζωής μέσα στις ιδιαίτερες ιστορικές συγκυρίες της κατοχικής Ελλάδας. Εδώ βρίσκεται και η ειδοποιός διαφορά του ΕΑΜ από τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Η Αντίσταση μετατρέπεται από επιτελική άσκηση, όπως επιδιώκει να την περιορίσει το Αγγλικό Στρατηγείο για να την ελέγχει ευκολότερα, σε παλλαϊκή υπόθεση.
Το ΕΑΜ αρθρώνει ένα διαφορετικό λόγο και ορθώνει μία διαφορετική παρουσία. Επιδιώκει και επιτυγχάνει να είναι παρόν για να δίνει απαντήσεις σ’ όλα τα μέτωπα μίας κοινωνίας σε κρίση. Πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις που είχαν ανασταλεί βίαια με την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας αναπτύσσονται πάλι ελεύθερα, μέσα από το πρόγραμμα και τις εκδόσεις του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ παίρνει θέση και προτείνει συγκεκριμένες λύσεις για τα προβλήματα που προκύπτουν στην κατοχή. Το διακύβευμα δεν είναι μόνο η αποτίναξη του ξενικού ζυγού αλλά και η μορφή του κοινωνικού καθεστώτος μετά την απελευθέρωση.
Με αντιστασιακές ενέργειες που εκτείνονται από τις πιο απλές μορφές απείθειας, την εκδήλωση συλλογικής αλληλεγγύης και συνεργασίας, τη μαζική διαμαρτυρία και με κορύφωση την ένοπλη πάλη και τη δημιουργία αξιόμαχου Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, η ΕΑΜική αντίσταση κατορθώνει να υποσκάψει τους μηχανισμούς εξουσίας του Άξονα και να απελευθερώσει μεγάλα τμήματα της χώρας φθάνοντας ακόμα και στην αντικατάσταση των δομών κυριαρχίας των κατακτητών με λαϊκοδημοκρατικές εξουσίες και πολιτική αυτό-οργάνωση.
Το ΕΑΜ εισάγει πρωτοφανείς πρακτικές στην καθημερινότητα των ανθρώπων, ιδίως όσον αφορά τη συμμετοχή των χωρικών στις διαδικασίες αυτοκυβέρνησης τους και εδραιώνει μία σχέση εμπιστοσύνης με τις τοπικές κοινότητες. Μέσα από τους λαϊκούς θεσμούς της «λαοκρατίας» και τη συμμετοχική άσκηση της εξουσίας προτείνεται μία νέα, εναλλακτική κρατική οργάνωση και ένας ουσιαστικά ριζοσπαστικός τρόπος ζωής.
Η μαζικότητα και κυρίως η απήχηση του ΕΑΜ σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα ανησυχεί ιδιαίτερα τους ποικιλώνυμους αντιπάλους του. Κατασταλτικοί μηχανισμοί ναζιστικών δυνάμεων κρούσης, Ταγμάτων Ασφαλείας, παρακρατικών οργανώσεων, εθνοτοπικών ομάδων εξουσίας, εκτεταμένων δικτύων συνεργατών, κατασκόπων και καταδοτών σε συνδυασμό με μια πολιτική συμμαχία του βασιλιά, αστών πολιτικών, Άγγλων και «εθνικιστικών» οργανώσεων αντίστασης συνειδητοποιούν ότι πρέπει να συσπειρωθούν για να αντιμετωπίσουν το εαμικό αντιστασιακό φαινόμενο. Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, καταστροφές χωριών, αντίποινα, συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις, συνεχείς πολιτικές δολοπλοκίες και διαπραγματεύσεις είναι το αποτέλεσμα της κινητοποίησης αυτής.
Σταθερό στην ενωτική του πολιτική το ΕΑΜ απέδειξε ότι ήθελε ειλικρινά να συνεργαστεί με τα άλλα «αστικά κόμματα». Η υπαγωγή ανταρτικών δυνάμεων στο συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και όχι στο βαλκανικό στρατηγείο, οι συμφωνίες του Λίβανου και της Καζέρτα, η είσοδος του ΕΑΜ στην κυβέρνηση στα τέλη του καλοκαιριού 1944 αποδεικνύουν την πρόθεσή του για μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων ώστε να γίνει εφικτή η εκδίωξη του κατακτητή. Αυτό δεν μειώνει τη βαθιά δυσπιστία των αστών πολιτικών και των Άγγλων ως προς τις προθέσεις του. Το ενδεχόμενο σύγκρουσης με το ΕΑΜ αναβάλλεται έως την απρόσκοπτη βρετανική επιστροφή και εδραίωση στην Ελλάδα. Μετά τη στρατιωτική σύγκρουση του Δεκεμβρίου με πρόσχημα την αποκατάσταση της πολιτικής νομιμότητας και ομαλότητας το ΕΑΜ εξοβελίζεται σταδιακά από την πολιτική ζωή ενώ οι οπαδοί του βιώνουν συνεχείς αποκλεισμούς και διώξεις.
Στην επέτειο των εβδομήντα χρόνων από την ίδρυση του ΕΑΜ, οι Δρόμοι της Ιστορίας παρουσιάζουν σε δύο συνέχειες ένα αφιέρωμα στο κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, τομή στη νεότερη ελληνική ιστορία, συνεισφέροντας κατά αυτόν τον τρόπο στην ιστορική διερεύνηση του κλασικού ερωτήματος που έθεσε ο Δημήτρης Γληνός τον Σεπτέμβριο του 1942: «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ».
* Η Βασιλική Λάζου, είναι δρ. Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου