Του Γιάννη Ραχιώτη*

 

Η εν ψυχρώ εκτέλεση του Αλέξη Γρηγορόπουλου από δύο αστυνομικούς στα Εξάρχεια κινητοποίησε για ένα μήνα δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, σε όλη την Ελλάδα ακόμη και σε μικρές κωμοπόλεις ή απομακρυσμένα προάστια της Αθήνας. Πέρα από τις διαδηλώσεις, τις επιθέσεις σε τράπεζες, τις συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, τις καταλήψεις πανεπιστημίων και σχολείων έγιναν δεκάδες καταλήψεις δημόσιων χώρων μεταξύ των οποίων της ΓΣΕΕ, της ΕΣΗΕΑ, της Λυρικής Σκηνής, δημοτικών χώρων, ΜΜΕ κ.λπ. Οργανώθηκαν χιλιάδες εκδηλώσεις από πολύ διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Το σημαντικότερο δεν ήταν η μαζικότητα, αλλά η διάρκεια και η αποφασιστικότητα που χαρακτήριζε ουσιαστικά το σύνολο του πλήθους- όχι απλά κάποιες ομάδες. Η αποφασιστικότητα δεν κάμφθηκε από τις δεκάδες συλλήψεις και προφυλακίσεις που ακολούθησαν. Σ’ αυτό διέφεραν από παλαιότερες επίσης πολύ μαζικές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν τις δολοφονίες του Καλτεζά, του Τεμπονέρα, των Κουμή και Κανελλοπούλου, της Σωτηρίας Βασιλακοπούλου και άλλων αγωνιστών.

Ο αντιεξουσιαστικός χώρος, σε όλες του τις εκφάνσεις, έδινε τον τόνο στις κινητοποιήσεις. Φανερό ήταν, επίσης, ότι το πλήθος είχε αίσθηση ισχύος και διάθεση να προχωρήσει πέρα από τα συνηθισμένα και ότι η κυβέρνηση τις πρώτες ημέρες βρέθηκε σε σύγχυση, οι αντιδράσεις της ήταν σπασμωδικές, περιορισμένες σε αψιμαχίες με τους διαδηλωτές στα σημεία που επέλεγαν αυτοί και στις γνωστές επικοινωνιακές μπαρούφες που πλέον τις είχε απονομιμοποιήσει το αίμα του Αλέξη.

Όμως, στους προσεχτικούς παρατηρητές, ήταν από τις πρώτες κιόλας μέρες ορατή η έλλειψη σαφών πολιτικών στόχων τόσο μεταξύ των εξεγερμένων, πράγμα εύλογο, όσο και μεταξύ των κύκλων, πολιτικών οργανώσεων, συλλογικοτήτων κ.λπ. που να επηρέαζαν την κατεύθυνση των πραγμάτων. Οι τελευταίοι όφειλαν, σε συντομότατο χρόνο, να αντιληφθούν τις δυνατότητες πολιτικών και θεσμικών αλλαγών που αντικειμενικά μπορούσε να επιβάλει αυτό το πρωτοφανές κίνημα, να μη φοβηθούν να θέσουν τους ανάλογους στόχους και να καλέσουν τους εξεγερμένους να συνεχίσουν τις δράσεις τους μέχρι την επίτευξή τους. Η δυναμική που είχε διαμορφωθεί θα μπορούσε να αξιώσει με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας παραίτηση της κυβέρνησης, κατάργηση των μονάδων καταστολής πολιτικών αντιπάλων, απαγόρευση οπλοφορίας σε υπηρεσίες αστυνόμευσης αόπλων πολιτών.

Συνακόλουθα, η τακτική στο δρόμο δεν υπηρετούσε κάποιο πολιτικό στόχο, αφού δεν είχε τεθεί τέτοιος. Δεν στόχευε στο μπλοκάρισμα ή και τον έλεγχο κάποιων κρατικών λειτουργιών, αλλά περιορίστηκε σε επιθέσεις στις δυνάμεις καταστολής και συμβολικούς εμπρησμούς καταστημάτων και τραπεζών.

Δυστυχώς αντί για την άμεση αξιοποίηση της δυναμικής που προκάλεσε η αστυνομική κτηνωδία, περιοριστήκαμε σε αυτοεγκωμιασμούς για τη μαζικότητα, αυτοαναφορικές τοποθετήσεις για τη χαρά της εξέγερσης και της αυτοοργάνωσης και καταγγελίες εναντίον του κατεστημένου και των οργάνων του.

Στους μήνες που ακολούθησαν, η βαρβαρότητα που ενέχει η εκτέλεση ενός παιδιού από κρατικά όργανα, έσπρωξε ένα μεγάλο αριθμό συνομηλίκων του, που προσέγγιζαν τον αντιεξουσιαστικό χώρο, να αναζητήσουν ένοπλες μορφές απάντησης. Τα επόμενα χρόνια είχαμε ένα πρωτοφανή αριθμό ένοπλων δράσεων, οι περισσότερες χαμηλής έντασης, που όμως δεν άσκησαν κάποια επιρροή στα πολιτικά πράγματα ούτε μπορούσαν, αντικειμενικά, να το κάνουν. Αντίθετα, οι φορείς τους εκτέθηκαν σε εύκολη καταστολή, λόγω της απειρίας και του ενθουσιασμού τους, με αποτέλεσμα πολλές δεκάδες να στοιβαχτούν στις φυλακές με εξοντωτικές ποινές.

Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του αντιεξουσιαστικού χώρου, τον Δεκέμβρη του ’08, δεν έμεινε απαρατήρητος από το κατεστημένο και στο βαθμό που η εξέγερση δεν μπόρεσε να εδραιώσει μια νέα κατάσταση, η συνέχεια ήταν η αναμενόμενη: Συστηματική προσπάθεια εξουδετέρωσής του που κράτησε αρκετά χρόνια και διεκπεραιώθηκε από τον αστυνομικοδικαστικό μηχανισμό με την ουσιαστική συμβολή των επιχειρηματιών των ΜΜΕ και των παρακρατικών της Χρυσής Αυγής. Με συνδυασμένες επιχειρήσεις Αστυνομίας-Χρυσής Αυγής εκκενώθηκαν σχεδόν όλες οι καταλήψεις/στέκια, αντιμετωπίστηκαν με τρομακτική καταστολή ακόμη και δευτερεύουσες δραστηριότητες, φυλακίστηκαν δεκάδες με προσχηματικές κατηγορίες, εκατοντάδες τέθηκαν σε μακροχρόνιες υποδικίες/ ομηρίες, όλοι τέθηκαν σε καθεστώς άμεσης επιτήρησης, με έρευνες στα σπίτια τους, προσαγωγές, αναίτιες επιθέσεις κ.λπ. Οι εργολάβοι και εφοπλιστές ιδιοκτήτες των ΜΜΕ οργάνωσαν εκτεταμένες δυσφημιστικές καμπάνιες εναντίον τους. Ήδη με τις φυλακές τύπου Γ, που νομοθετήθηκαν και ήδη διαμορφώνονται, σχεδιάζεται και η ψυχολογική τους εξόντωση, μέσω της παρατεταμένης απομόνωσης και της αποκοπής από οποιοδήποτε περιβάλλον.

Αυτό που συνιστά την αγωνιστική παρακαταθήκη του Δεκέμβρη του ’08 είναι ότι έδειξε πως στην Ελλάδα υπάρχει η κρίσιμη μάζα που εν δυνάμει μπορεί να εξουδετερώσει την καταστολή και να επιβάλει αλλαγές. Αυτό επιβεβαιώθηκε αργότερα, στις μεγάλες κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν με την υπαγωγή της χώρας στο νεοαποικιακό καθεστώς που της επέβαλε η Ε.Ε. και συνεχίστηκαν μέχρι τις εκλογές του 2012 και την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερο κόμμα. Δεν έλειψαν οι μάζες, ούτε η αποφασιστικότητα και η αυτοθυσία. Έλειψαν όμως, και εξακολουθούν να λείπουν, τα πολιτικά υποκείμενα που μπορούν να αντιληφθούν αυτούς που κατεβαίνουν στο δρόμο ρισκάροντας -όπως έχουν πλέον εξελιχθεί τα πράγματα- τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή την ελευθερία τους, σαν δύναμη που μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω από διαμαρτυρία, που μπορεί να επιβάλει λύση. Όπως, άλλωστε, λείπουν πολιτικοί φορείς που να έχουν το θάρρος να πουν καθαρά ότι για να ανακάμψουν τα λαϊκά στρώματα πρέπει η χώρα να αποσυρθεί άμεσα από τους μηχανισμούς της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και να αναζητήσει, ως κυρίαρχο κράτος, άλλες διεθνείς ισορροπίες.

Όμως δεν είναι η έλλειψη κινήματος, μετά την εκλογική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ το 2012, που τον εμποδίζει να υιοθετήσει σήμερα ένα πρόγραμμα επίλυσης της κρίσης υπέρ των λαϊκών στρωμάτων σε βάρος των δανειστών και της τοπικής ελίτ, όπως διατείνεται η ηγεσία του. Πρότειναν μήπως κάποια κινητοποίηση στη ΓΣΕΕ, σε κάποιο συνδικάτο, δήμο ή άλλο φορέα και καταψηφίστηκε; Υποκρίνονται πως δεν καταλαβαίνουν ότι τα λαϊκά στρώματα θα κινητοποιηθούν για την εφαρμογή ενός άμεσου προγράμματος επίλυσης της κρίσης προς όφελός τους, όχι για παροχή διευκρινίσεων στους δανειστές και φρούδες ελπίδες «διαπραγματεύσεων». Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, σχεδόν πέντε χρόνια από την αποικιοποίηση της χώρας, η πρωτοβουλία κινητοποίησης των εργαζομένων είναι ακόμη εκχωρημένη στον… Παναγόπουλο.

 

* Ο Γιάννης Ραχιώτης είναι δικηγόρος/ποινικολόγος. Από το 1987 ασχολείται με την υπεράσπιση αγωνιστών της Aριστεράς και του ευρύτερου αντισυστημικού χώρου.

Είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αριστερών Δικηγορικών Οργανώσεων European Lawyers for Democracy & Human Rights-ELDH και της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας από την ίδρυσή της. Έχει εκλεγεί με το ψηφοδέλτιό της δύο φορές στο Δ.Σ. του ΔΣΑ και την εκπροσωπεί σε πολλά διεθνή fora. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων.

Δραστηριοποιείται πολιτικά στο χώρο της Αριστεράς και συμμετέχει στις πρωτοβουλίες για διέξοδο από την κρίση υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, έξω από το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!