Οι περισσότεροι Έλληνες πήραν μια ιδέα, μάλλον ήπια, για τις απελάσεις του 1964-65 βλέποντας τη θαυμάσια ταινία του Τάσου Μπουλμέτη «Πολίτικη Κουζίνα». Αλλά πολλοί λίγοι σχημάτισαν μια ολοκληρωμένη αντίληψη για το πώς ο ακμαίος Ελληνισμός της Πόλης, ξηλώθηκε μέσα σε λίγα χρόνια από την εστία του. Πώς οι απελάσεις ήταν συνέχεια των «Σεπτεμβριανών» του 1955, που άφησαν πίσω τους συντρίμμια και για πάντα άλλαξαν τη μοίρα του Ελληνισμού.
Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από την εφημερίδα «Ο Πολίτης» και 12 σωματεία Κωνσταντινουπολιτών στον «Παρνασσό», ο Λάκης Βίγκας, από τους πρωτεργάτες της προσπάθειας ανασυγκρότησης του Ελληνισμού της Πόλης, μίλησε για τα δραματικά γεγονότα εκείνης της εποχής.
«Οι απελάσεις του ’64 υπήρξαν το καθοριστικό κτύπημα στον Ελληνισμό της Πόλης με ανεπανόρθωτο αντίκτυπο και στις κοινότητες της Ίμβρου και της Τενέδου. Τα αισθήματα “φόβου”, “πικρίας”, “αδικίας” και “ταπείνωσης” με τα οποία εκείνα τα γεγονότα καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη, συνόδευσαν για δεκαετίες όχι μόνο όσους ξεριζώθηκαν βίαια από τον τόπο τους, αλλά και όσους παρέμειναν πίσω στην γνώριμη μεν Πόλη, το πληθυσμιακό τοπίο της οποίας όμως είχε πλέον δραστικά μεταβληθεί.
Με αποκορύφωμα τα επεισόδια των απελάσεων, η βιαιότητα των μηχανισμών που χρησιμοποιήθηκαν για την εξόντωση της ελληνικής μειονότητας, προκαλούν συγκίνηση, αλλά και οργή, ενώ ξαναζωντανεύουν σε όλους μνήμες από παλαιότερα τραύματα που ακόμα δεν είχαν επουλωθεί και που ίσως δεν θα καταφέρουμε να επουλώσουμε ποτέ.
Αδιαμφισβήτητα τα γεγονότα του ’64 είναι εκείνο το κεφάλαιο της ιστορίας, τις συνέπειες του οποίου, εξακολουθούμε να αισθανόμαστε με τραγικό τρόπο μέχρι σήμερα, τόσο εμείς στην Πόλη βιώνοντας συνεχώς τη δημογραφική μας αδυναμία όσο και οι εκπατρισθέντες του εξωτερικού, οι οποίοι ποτέ ξανά δεν μπόρεσαν να γευτούν την ψυχική γαλήνη που νιώθει κανείς στον γενέθλιο τόπο του.
Το αποτύπωμα που άφησαν οι απελάσεις στην ελληνική μειονότητα αντανακλάται με τον πιο αμείλικτο τρόπο στους αριθμούς της εποχής. Μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία μεταξύ 1960 και 1970, από μια κοινότητα που αριθμούσε 80.000 μέλη έμειναν λιγότερα από 20.000 άτομα. Το ίδιο αποτυπώνεται και αν ρίξουμε μια ματιά στις βαπτίσεις της εποχής∙ το 1964 είχαμε 413 ενώ το 1974 μόλις 99 και το 2004 μόνο 9, ενώ αντίστοιχα οι κηδείες το ’64 ήταν 706, το ’74 404 και το 2004 88. Μονάχα την τελευταία πενταετία ίσως να παρατηρείται μια ελάχιστη αύξηση των αριθμών αυτών. Αυτή η κατακόρυφη πληθυσμιακή πτώση είναι χαρακτηριστική του πως τα γεγονότα αυτά λειτούργησαν σαν χιονοστιβάδα διαπερνώντας κάθε φάσμα του κοινοτικού πλέγματος και επιφέροντας εν τέλει καθοριστικά πλήγματα για την ίδια τη δομή της μειονότητας. Τα σχολεία άδειασαν από τη μια μέρα στην άλλη, οι κατασχέσεις περιουσιών έγιναν καθημερινό φαινόμενο, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων το ίδιο, το σχέδιο εξόντωσης της ομογένειας της Ίμβρου είχε πάρει σάρκα και οστά, οι διωγμοί, οι απαξιώσεις και οι απειλές αποτελούν τραγικά γεγονότα τις λεπτομέρειες των οποίων γνωρίζουμε όλοι. Αναρίθμητες οι ιστορίες που ραγίζουν τις καρδιές και κλονίζουν τη σκέψη μας…» (απόσπασμα)