του Σπύρου Θεοδωρόπουλου
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε την περασμένη Πέμπτη και όπως κάθε χρόνο ανάμεσα στις πολλές ταινίες που προβάλλονται (198 μεγάλου μήκους για φέτος), είναι κάποιες που θα θυμόμαστε λίγο περισσότερο από τις υπόλοιπες.
Ξεκινάμε από την ταινία έναρξης, το Fabelmans του Steven Spielberg, ένα ημι-αυτοβιογραφικό έργο όπου ο μεγάλος Αμερικάνος δημιουργός επιστρέφει στην παιδική του ηλικία και την εποχή όπου ως πιτσιρικάς έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον κινηματογράφο. Ερωτευμένος με τις ταινίες πού είναι «όνειρα που δεν ξεχνάς ποτέ» όπως του λέει η μητέρα του, ο μικρός Σάμι ζει με τον πόθο να γίνει σκηνοθέτης σε πλήρη αντίθεση με τα όσα το οικογενειακό του περιβάλλον σχεδιάζει για το μέλλον του. Ακολουθώντας την πορεία της ενηλικίωσης του πρωταγωνιστή, που συνοδεύεται από συγκρούσεις, διαψεύσεις και μικρές νίκες στη προσπάθεια του να εκπληρώσει το όνειρο του, ο Σπίλμπεργκ μας αφήνει ένα γλυκό ερωτικό σημείωμα για το κινηματογραφικό μέσο αλλά και για όλα εκείνα που τον καθόρισαν ως κινηματογραφιστή.
Στη Συνομωσία του Καΐρου του Tarik Saleh, που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο πρόσφατο φεστιβάλ Καννών, ο Άνταμ, γιος ενός ψαρά από την επαρχία πηγαίνει για σπουδές στη μεγαλύτερη ισλαμική σχολή του Καΐρου. Ο ενθουσιασμός σχετικά με τις ευκαιρίες που πίστευε πώς θα του προσφέρει αυτό του το επίτευγμα γρήγορα θα δώσει τη θέση του σε ένα αίσθημα διαρκούς αγωνίας αφού θα γίνει πιόνι σε μια παρτίδα δολοπλοκιών, παιχνιδιών εξουσίας και συσχετισμών δυνάμεων ανάμεσα στη κοσμική και τη θρησκευτική εξουσία, με φόντο την ανάδειξη του νέου Μεγάλου Ιμάμη – του κορυφαίου θρησκευτικού ηγέτη της χώρας. Με μια σκηνοθετική ματιά που αναδεικνύει ακόμα περισσότερο το μαεστρικά δοσμένο σενάριο, τοποθετώντας πολύ συχνά τους ηθοποιούς μπροστά σε επιβλητικούς ναούς ή μεγάλα κρατικά κτήρια, η ταινία καταφέρνει ν’ αναδείξει τις συμπληγάδες των μεγάλων σχημάτων και θεσμών που με την παραμικρή τους, έστω και εφήμερη σύγκρουση μπορούν να συνθλίψουν τις μοίρες δεκάδων ανθρώπων.
Στην Αιώνια Κόρη της Joanna Hogg, μια νεαρή σκηνοθέτις που προσπαθεί να κάνει μια ταινία για τη μητέρα της, επισκέπτεται μαζί της ένα ξενοδοχείο έξω από το Λίβερπουλ όπου η τελευταία έζησε ένα μέρος από τη ζωή της. Καταγράφοντας τις διηγήσεις και τις ιστορίες που σποραδικά φέρνει στο νου της η μητέρα της καθώς περπατά ξανά ένα χώρο οικείο, αλλά και ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου που έζησε εκεί με τη γυναίκα του για τριάντα και πλέον χρόνια μέχρι εκείνη να φύγει από τη ζωή, μ’ έναν τρόπο που οι ευτυχισμένες και οι δυσάρεστες αναμνήσεις μπλέκονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν το μωσαϊκό μιας ζωής, η Χογκ σε μια από τις πιο θαρραλέες ταινίες της χρονιάς εξυψώνει και αντιμετωπίζει ώς χώρους μνήμης όλα εκείνα τα μέρη που δεν είναι ούτε αγάλματα, ούτε ηρώα, αλλά απλά και μόνο τα ξενοδοχεία, τα κρεβάτια ή τα δωμάτια που οι άνθρωποι έζησαν τις ζωές τους. O Τσαρούχης έγραφε ότι και οι πολυκατοικίες είναι χώροι ιεροί από τη στιγμή που εκεί μέσα άνθρωποι έχουν πεθάνει ή έχουν κάνει έρωτα. Ίσως να μην υπάρχει φράση πιο ταιριαστή για να συμπυκνώσει το νοηματικό πυρήνα του έργου.
Στους Βασιλιάδες του κόσμου, της Laura Mora, πέντε νεαροί από τους δρόμους του Μεντεγίν ξεκινούν ένα ταξίδι όταν ένας από αυτούς θα κληρονομήσει το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε και έζησε η γιαγιά του σε μια περιοχή όπου όλες οι εκτάσεις είχαν αλλοτριωθεί από μια πολυεθνική εταιρεία εξορύξεων και μετά από δικαστικούς αγώνες επεστράφησαν στους ιδιοκτήτες τους. Το οδοιπορικό προς το σπίτι της γιαγιάς θα φέρει στην επιφάνεια τους πόθους και τις ανάγκες των νεαρών παιδιών λειτουργώντας σαν αλληγορία για τη μοίρα της Κολομβίας αλλά και σαν μια διαδρομή επιστροφής προς τις ρίζες, προς την ιστορική μνήμη και την απόπειρα ιχνηλάτησης ενός μέλλοντος για μια κοινωνία διαρρηγμένη από σκληρές εμφύλιες διαμάχες.
Στη Χώρα του Θεού, του Hlynur Palmason, ένας Δανός ιερέας στα τέλη του 19ου αιώνα καλείται να πάει στη νότιο Ισλανδία ως επικεφαλής μιας αποστολής που θα χτίσει μια εκκλησία. Με αυτή την απλή ιστορία σαν όχημα και φτιάχνοντας ένα άψογο κατασκευαστικά και ρυθμικά κινηματογραφικό έργο, ο Palmason προσεγγίζει το μεταίχμιο ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, τη λεπτή γραμμή που τα χωρίζει, προσεγγίζοντας μια σειρά προβληματικών με τρόπο που μας φέρνει στο νου ογκόλιθους του παγκόσμιου σινεμά – τον Μπέργκμαν σχετικά με τη θρησκεία και τον μετεωρισμό των ιερωμένων, τον Ταρκόφσκι σχετικά με τη φύση, την πίστη, το Θεό, τον Φορντ σχετικά με την κατάκτηση και τον δαμασμό παρθένων μυθικών χωρών ή τον Αγγελόπουλο σχετικά με την ιστορική μνήμη. Υποψήφιο για το βραβείο Un certain regard στις Κάννες, το φιλμ του Palmason είναι μία από τις κορυφαίες ταινίες της χρονιάς και πιθανότατα αυτή που εντάσσει το δημιουργό της στο κάδρο των μεγάλων Ευρωπαίων σκηνοθετών που θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.