Από τον Πίνακα 3 προκύπτει ότι οι 4 μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες μαζί με τις θυγατρικές τους είχαν στη δεκαετία 2000 -2009 κέρδη προ φόρων 24,8 δισ. ευρώ. Η κερδοφορία συνεχίζεται ακόμη και τις τελευταίες χρονιές, όταν οξύνεται η κρίση και όταν προικοδοτούνται με τεράστια ποσά από το κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το 2010, στο εννεάμηνο, που έχουμε τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τα κέρδη των τραπεζών μαζί με τις προβλέψεις υπερέβησαν τα 3,9 δισ. ευρώ!
(δεξί κλικ και “Προβολή εικόνας”/”View Image” για να δείτε τον πίνακα στο πραγματικό μέγεθος)
Ας δούμε τώρα τι είναι αυτές οι «προβλέψεις». Στην πραγματικότητα είναι τραπεζικά κέρδη και τίποτα λιγότερο. Ενόψει ενδεχόμενων μη πληρωμών των δανειοληπτών προς τις τράπεζες, οι τράπεζες μετατρέπουν ένα μέρος των κερδών τους σε «προβλέψεις». Σημειώνουμε ότι οι προβλέψεις είναι αφορολόγητες. Επίσης, ως γνωστόν, οι τράπεζες όταν κάποιος δεν εξυπηρετεί τα δάνειά του έχουν στα χέρια τους εγγυήσεις, κυνηγούν τον κόσμο, του παίρνουν τα σπίτια -ακόμη και για εξευτελιστικά ποσά. Για να μη μιλήσουμε για τα εξωφρενικά επιτόκια δανεισμού, για τα πανωτόκια κ.λπ. Και με ποια λογική όταν υπάρχουν αυτές οι προβλέψεις, συνολικού ύψους 11,6 δισ. ευρώ στη δεκαετία για τις 4 μεγαλύτερες τράπεζες, έρχεται το κράτος και δίνει επιπλέον τόσα δισ.;
Αν προσθέσουμε τα κέρδη και τις «προβλέψεις», τότε προκύπτει ότι η πραγματική κερδοφορία των 4 μεγαλύτερων τραπεζικών ομίλων την τελευταία δεκαετία εκτινάσσεται στο ασύλληπτο ποσό των 36,3 δισ. ευρώ. Ενώ για το σύνολο των ελληνικών τραπεζών υπερβαίνει τα 41 δισ. ευρώ.
Όπως προκύπτει από τον Πίνακα 3, ο σταθμισμένος μέσος φορολογικός συντελεστής για τις 4 τράπεζες είναι 16%, ενώ στο σύνολο των ελληνικών τραπεζών φτάνει στο 17%. Πραγματική κοροϊδία. Αρκεί να σκεφτούμε ότι αν στα πραγματικά κέρδη των τραπεζών επιβαλλόταν φορολογικός συντελεστής 45%, τότε θα εισέπραττε το κράτος το ίδιο ποσό με αυτό που γλυτώνει κόβοντας τις συντάξεις.
Εθνικοποίηση: αναγκαιότητα, εφικτότητα, προϋποθέσεις
Η έννοια της εθνικοποίησης συζητήθηκε πολύ στη χώρα μας στην δεκαετία του ’70 και του ’80. Σε τελική ανάλυση δυσφημίστηκε από τον τρόπο που υλοποιήθηκαν τότε οι κρατικοποιήσεις μεγάλων ιδιωτικών συγκροτημάτων. Πρόκειται για την αστική σοσιαλδημοκρατική εκδοχή. Το κράτος ανέλαβε να «διασώσει» υπό χρεοκοπία εταιρίες, τις οποίες εγκατέλειπαν τα αφεντικά τους, έχοντας κυριολεκτικά γδύσει τις εταιρίες αυτές και έχοντας αποκομίσει τεράστια κέρδη από «θαλασσοδάνεια», τα οποία στην πλειοψηφία τους μεταφέρθηκαν σε ξένες τράπεζες, στην Ελβετία κ.λπ. Το χειρότερο είναι ότι οι υπό κρατική διεύθυνση νέοι όμιλοι στην πλειοψηφία τους έγιναν πρότυπα κακοδιαχείρισης, πελατειακών σχέσεων, ραγιαδοποίησης των εργαζομένων και διαφθοράς (κυρίως υπέρ των προμηθευτών τους, μεγάλων ιδιωτικών ομίλων –πράγμα που αποκρύβεται).
Ταυτόχρονα, μέσα από τους έτσι κρατικοποιημένους ομίλους αναδείχθηκε ένα νέο πολιτικό και επιχειρηματικό προσωπικό, προερχόμενο από τη συνδικαλιστική και κομματική γραφειοκρατία. Η πλήρης δυσφήμιση, δηλαδή, κάθε τι δημόσιου. Άμεση συνέπεια ήταν η επέλαση από τη δεκαετία του ’90 και μετά των ιδιωτικοποιήσεων. Μάλιστα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι κοινωνικές αντιστάσεις υπήρξαν αλλά η αστική στρατηγική προχώρησε μάλλον με ηγεμονικό τρόπο μέσα στην κοινωνία –κι εδώ είναι οι ευθύνες της Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της. Πολύ πονηρά τα ΜΜΕ και η συστημική προπαγάνδα παρουσίαζε τα χάλια του κρατικού τομέα ως εγγενή, ως αναπόφευκτα χαρακτηριστικά σε οτιδήποτε μπορούσε να υπάρξει ως δημόσιο και εθνικοποιημένο –πράγμα το οποίο προφανώς δεν ισχύει.
Το σύγχρονο περιεχόμενο
Υπάρχει, λοιπόν, ένα πρώτο συμπέρασμα: Η έννοια της εθνικοποίησης χρειάζεται να αποκατασταθεί στη λαϊκή συνείδηση. Θα λέγαμε δε, ότι χρειάζεται αποκατάσταση ακόμη και στα πλαίσια της Αριστεράς, καθώς επί δεκαετίες η έννοια αυτή «μύριζε» σε κάποιους μικροαστισμό και αντιδιαστελλόταν –πράγμα επίσης λαθεμένο- από την αντικαπιταλιστική και αντιμπεριαλιστική κατεύθυνση.
Όταν σήμερα μιλάμε για εθνικοποίηση, τη συνδέουμε αξεδιάλυτα με την έννοια του κοινωνικού προγραμματισμού, του σχεδίου, του ελέγχου και της διασφάλισης του δημοσίου, κοινωνικού και λαϊκού συμφέροντος. Υπάρχουν ήδη σύγχρονα εργαλεία, που και μπορούν παραπέρα να αναπτυχθούν και να αναδιαμορφωθούν ώστε να είναι πιο εναρμονισμένα με τις κοινωνικές προτεραιότητες, με βάση τα ηλεκτρονικά δίκτυα και τη δυνατότητα ροής πληροφορίας χωρίς περιορισμούς. Αυτά επιτρέπουν, παρέχουν την υλική βάση, για να πάρει σάρκα και οστά ο κοινωνικός προγραμματισμός και ο κοινωνικός έλεγχος. Και μάλιστα, σε πρωτοφανή για τη μέχρι σήμερα ιστορία βαθμό και με πρωτοφανή για τη μέχρι σήμερα ιστορία δυνατότητα αποφασιστικής συμμετοχής της κοινωνικής βάσης –δηλαδή της ίδιας της συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας που σήμερα κρατιέται έξω από αυτές τις διαδικασίες. Στην κατεύθυνση μιας μεγάλης, βαθειάς και ριζικής πολιτικής ανατροπής, στην κατεύθυνση για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, υπάρχουν οι όροι για ένα «νέο δημόσιο», που να υπηρετεί την κοινωνία και το λαό, να ελέγχεται από την κοινωνία και το λαό, να είναι αποτελεσματικό στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών –σε αντίθεση με το σήμερα, που είναι θύλακας διαφθοράς, ιδιωτικής εκμετάλλευσης και ατομικής ανέλιξης.
Αφού θέσουμε έτσι το ζήτημα μπορούμε να προχωρήσουμε στις άμεσες πολιτικές διεκδικήσεις.
Εδώ και τώρα
Η εθνικοποίηση του πιστωτικού τομέα αποτελεί το μοχλό για την «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με τους εργαζόμενους στο τιμόνι» –με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν. Είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να υπάρξει διέξοδος από το αδιέξοδο της χρεοκοπίας. Ο έλεγχος του πιστωτικού τομέα σημαίνει ουσιαστικά τον έλεγχο ολόκληρου του παραγωγικού και οικονομικού ιστού. Άρα, η εθνικοποίηση του πιστωτικού τομέα έχει ευρύτερη διάσταση, οικονομική και πολιτική.
Το ζήτημα όμως που έχει ξεχωριστή σημασία σήμερα είναι η εφικτότητα της εθνικοποίησης του πιστωτικού τομέα. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος που θέτουμε τη διεκδίκηση της εθνικοποίησης, ως ζήτημα μαζικής λαϊκής δράσης, με τον επείγοντα χαρακτήρα του «εδώ και τώρα». Όπως δείχνουμε στον Πίνακα 2 τα πράγματα είναι εύγλωττα, καθώς για τις 4 μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες η κρατική ενίσχυση σε μετρητά υπερβαίνει το 50% της χρηματιστηριακής τους αξίας, ενώ για τις 3 που είναι καθαρά ιδιωτικές (Alpha, Eurobank και Πειραιώς) φτάνει στο 100%. Δηλαδή, μπορούσε άνετα το κράτος να τις αγοράσει από το Χρηματιστήριο!
Η συνολική κρατική ενίσχυση (μαζί δηλαδή, με τα υπό κρατική εγγύηση δάνεια που συνάπτουν οι τράπεζες) υπερβαίνει το 300% της χρηματιστηριακής αξίας των 4 μεγαλύτερων! Ας ληφθεί δε υπόψη, ότι ο λεγόμενος ευρύτερος δημόσιος τομέας ελέγχει περίπου το 20% της Εθνικής. Είναι ακόμη γνωστό ότι οι μεγαλομέτοχοι των τραπεζών αυτών ελέγχουν αθροιστικά πολύ μικρότερο ποσοστό από το 40% του μετοχικού κεφαλαίου (π.χ. η οικογένεια Λάτση έχει μόλις το 40% της Eurobank, στην Alpha το ποσοστό αυτό πέφτει κάτω και από 20%). Συνεπώς τα λεφτά για την εθνικοποίηση του πιστωτικού τομέα έχουν ήδη πληρωθεί. Αλλά οι τράπεζες παραμένουν ιδιωτικές. Και φυσικά αποδεικνύεται εντελώς ανίσχυρο το επιχείρημα «σήμερα που το κράτος δεν έχει λεφτά, πώς ζητάτε εθνικοποίηση; Πού θα βρεθούν τα λεφτά;».
Ο μεγάλος κίνδυνος που υπάρχει είναι σε επόμενη φάση οι τράπεζες όντως να παραδοθούν από τους ιδιώτες στο κράτος, αλλά χρεοκοπημένες. Πρόκειται για τη γνωστή «κοινωνικοποίηση των ζημιών». Είναι ένα επείγον πολιτικό ζήτημα –για το οποίο δυστυχώς η Αριστερά δεν κάνει σχεδόν τίποτα. Σήμερα, ναι σήμερα, με τη συμπαιγνία κράτους και τραπεζών και με την αμέριστη σύμπραξη του πολιτικού τόξου του νεοφιλελευθερισμού, μπαίνουν τα θεμέλια ακριβώς γι’ αυτήν την εξέλιξη. Καθώς οι κρατικές ενισχύσεις, όπως αναλύουμε σε άλλο σημείο, πηγαίνουν σε διεθνείς πιστωτές των τραπεζών και στους μεγαλομετόχους που «κλείνουν» επισφαλείς επενδύσεις. Σε λίγο θα κληθεί ο λαός να πληρώσει και αυτό το μάρμαρο. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που θέτουμε τη διεκδίκηση της εθνικοποίησης, με τον επείγοντα χαρακτήρα του «εδώ και τώρα». Δεν θέλουμε και πρέπει να εμποδίσουμε μια τέτοια καρικατούρα εθνικοποίησης.
Οι τράπεζες με μια ματιά
• Μπορούν να λάβουν συνολικά 78 δισ. κρατική ενίσχυση.
• Έχουν λάβει μέχρι στιγμής σε μετρητά 8,4 δισ. ευρώ από το κράτος.
• Έχουν λάβει μέχρι στιγμής σε δάνεια με κρατική εγγύηση 29,9 δισ. ευρώ.
• Άνετα θα μπορούσαν να έχουν αγοραστεί από το κράτος: Η κρατική ενίσχυση με μετρητά των τριών πλήρως ιδιωτικών τραπεζών (Alpha, Eurobank και Πειραιώς) υπερβαίνει το 100% της χρηματιστηριακής τους αξίας.
• Είχαν τεράστια πραγματικά κέρδη την τελευταία δεκαετία: 41 δισ. και φορολογήθηκαν με συντελεστή 17%.
• Συνεχίζουν να έχουν μεγάλα κέρδη: 6,1 δισ. το 2009, 3,9 δισ. στο εννεάμηνο του 2010.
• Αν στα πραγματικά τραπεζικά κέρδη επιβαλλόταν φορολογικός συντελεστής 45%, τότε το κράτος θα εισέπραττε το ίδιο ποσό με αυτό που γλυτώνει κόβοντας τις συντάξεις.
• Η νόμιμη λειτουργία τους: Συγκεντρώνουν τη λαϊκή αποταμίευση και τη λαϊκή αφαίμαξη (πληρωμή δανείων με ληστρικά επιτόκια) για να χρηματοδοτήσουν το συντριπτικό ποσοστό των μεγάλων ιδιωτικών (τάχα) επενδύσεων.