Την περασμένη εβδομάδα, για τρεις μέρες (Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή) πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα –με πολύ μεγάλη επιτυχία– το 2ο Συνέδριο για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της χώρας με γενικό τίτλο «Η Ελλάδα που χάνεται… Η Ελλάδα που θέλουμε!».

Εκατοντάδες άνθρωποι παρακολούθησαν άμεσα τις εργασίες του στην Λεόντειο Σχολή Αθηνών, και χιλιάδες διαδικτυακά σε όλη τη χώρα αλλά και στο εξωτερικό. 6 θεματικές ολομέλειες, 2 ζώνες ομιλιών και 9 εργαστήρια αποτέλεσαν τη διάρθρωση του Συνεδρίου. Συνολικά έγιναν 76 ανακοινώσεις και παρουσιάσεις ενώ η συμμετοχή, οι ερωτήσεις και ο διάλογος μέσα στις εργασίες του Συνεδρίου κατέδειξαν ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από όσους πήραν μέρος. Θέλω όμως με το σημείωμα αυτό –που δεν είναι απολογισμός του Συνεδρίου– να σταθώ σε ορισμένα ποιοτικά στοιχεία που αναδεικνύει αυτό το εγχείρημα.

Η ιδιαίτερη «στιγμή» του Συνεδρίου

Το συνέδριο έγινε σε μια «στιγμή» ιδιαίτερη για τη χώρα και την κοινωνία. Έγινε σε μια «στιγμή» ειδική και σε γνώση όλων που πήραν μέρος σε αυτό. Μια στιγμή ιδιαίτερης υποβάθμισης και υπαρξιακής κρίσης χώρας και κοινωνίας: στιγμή που οι λέξεις Τέμπη – ΟΠΕΚΕΠΕ – Κίμπερλι αποδίδουν αρκετά ανάγλυφα το τι συμβαίνει. Είναι όμως και στιγμή αγωνίας, περίσκεψης, αναζήτησης· κυρίως αγωνίας και αναμονής μιας ελπίδας ή μιας ηλιαχτίδας μέσα σε ένα εξαιρετικά νοσηρό περιβάλλον που καταργεί κάθε σκέψη για καλύτερη ζωή και για κοινωνικότητα· για συλλογική αντιμετώπιση των μεγάλων ζητημάτων που μας περικυκλώνουν και υποβαθμίζουν τις ζωές και την υπόσταση της χώρας και τον αναγκαίο σεβασμό της προσωπικότητας και μοναδικότητας του καθένα και καθεμιάς.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον –κι ας προσθέσουμε μια άθλια πολιτική ζωή και κομματική πραγματικότητα– ευτελισμού και απογοήτευσης, γίνεται ένα Συνέδριο που μοιάζει σαν όαση σε άνυδρο και έρημο τοπίο. Κυριολεκτικά.

Το «κλίμα» που κυριάρχησε για 3 μέρες

Νομίζω ότι το Συνέδριο κατόρθωσε να πιάσει έναν σφυγμό και μια ανάγκη για κάτι ποιοτικά διαφορετικό. Το κλίμα, ο τρόπος, το ενδιαφέρον, η ανιδιοτέλεια, ο διάλογος, ο αλληλοσεβασμός, η μεθοδολογία, προσέδωσαν στο Συνέδριο μια ιδιαίτερη χροιά που την αντιλαμβάνονταν από την πρώτη στιγμή όποιος το παρακολούθησε. Ένα συνέδριο, που πέρα από τον ειδικό του χαρακτήρα, δηλαδή το κεντρικό του θέμα (στο οποίο θα αναφερθώ παρακάτω), ήταν και ένας τόπος συνάντησης, γνωριμίας, επαφής, συζήτησης εκατοντάδων ανθρώπων που τους ένωσε ένα κάλεσμα και μια διαδικασία που είχαν ανάγκη. Ένας τόπος συμμετοχής πραγματικής, χωρίς καρικατούρες, επιδειξιομανία ή τυπολατρίες και τελετουργικά. Τα θετικά σχόλια και μηνύματα, τα βλέμματα και τα χαμόγελα, οι χειραψίες και οι συνομιλίες, δεν είχαν τίποτα υποκριτικό. Είχαν ζεστασιά, απλότητα και ανθρωπιά.

Μα θα αναρωτηθεί κάποιος: Αυτά είναι που χαρακτηρίζουν ένα Συνέδριο; Όχι απαραίτητα· αλλά σε αυτό ήταν στοιχεία που εξέφραζαν μια μεγάλη, βαθιά ανάγκη που νοιώθουν πάρα πολλοί άνθρωποι και δεν είναι εύκολο να συναντήσει κανείς σε διάφορες πολιτικές ή επιστημονικές διαδικασίες. Το «μυστικό» βρίσκεται σε ένα πολύ απλό στοιχείο: Το συνέδριο, πέρα από τον τίτλο του «Η Ελλάδα που χάνεται… Η Ελλάδα που θέλουμε!», υπογράμμιζε με σαφήνεια και ένα μεγάλο κενό που υπάρχει: την έλλειψη ενός συλλογικού «εμείς», ενός συλλογικού υποκειμένου. Το Συνέδριο, η «στιγμή», το «κλίμα» ήταν μέρος μιας υποκειμενοποιητικής διαδικασίας-ανάγκης. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι και ένα κλειδί κατανόησης της μεγάλης επιτυχίας του 2ου Συνεδρίου.

Συνέδριο εστίασης και πολυκεντρικότητας

Το συνέδριο ήταν επικεντρωμένο, σε όλες τις εργασίες του, γύρω από το θέμα του τίτλου του «Ελλάδα που χάνεται, Ελλάδα που θέλουμε». Δεν ξέφυγε διόλου από αυτήν την εστίαση. Ταυτόχρονα όμως, και αυτό ήταν ένα μεγάλο προσόν του, ήταν διευρυμένο σε πολλές θεματολογίες οι οποίες βρίσκονται σε άμεση συσχέτιση με το κεντρικό θέμα. Είχε ταυτόχρονα μια πολυκεντρικότητα. Οι 6 θεματικές και τα 9 εργαστήρια περιστρέφονταν μεν από γύρω από τον κεντρικό άξονα του Συνεδρίου, αλλά είχαν και μια δική τους «αυτονομία» σαν θέματα. Οι δύο ζώνες ομιλιών, η πρώτη αφιερωμένη στο θέμα «υποκείμενο» και η δεύτερη στο «πολιτιστικό αποτύπωμα», έδειχναν ότι οι εργασίες του Συνεδρίου διατρέχονταν από αυτά τα υπόρρητα ρεύματα ζητημάτων: χώρα με υποκείμενο, χώρα με πολιτισμό.

Η «ματιά» του Συνεδρίου ήταν επικεντρωμένη σε ολόκληρο τον ελληνισμό και την «τύχη» του, την πορεία της χώρας και τα δεσμά της, τη συνοχή ή μη της κοινωνίας, τις ανάσες που αυτή έχει ανάγκη. Όλες οι εισηγήσεις, ανακοινώσεις, ομιλίες, παρεμβάσεις, τα εργαστήρια, περιστρέφονταν γύρω από αυτά τα ζητήματα. Έτσι επιτυγχάνονταν η εστίαση και η επικέντρωση, αλλά και καλύπτονταν πολλές περιοχές ζητημάτων (πολυκεντρικότητα).

Ανοικτότητα, σύνθεση, ορίζοντας δυνατοτήτων

Το Συνέδριο ήταν ανοικτό, χωρίς αποκλεισμούς απόψεων, ενωτικό και με προσπάθεια υπέρβασης των υποκειμενισμών και ανούσιων αντιπαραθέσεων. Το στοιχείο της ενότητας δεν ήταν τυπικό, και ήταν δηλωμένη η ανάγκη της σύνθεσης και όχι του διαχωρισμού για τον διαχωρισμό. Η συνδυασμένη προσπάθεια –συνολικής ματιάς στα θέματα που εξετάζονται, παράλληλα με την ικανότητα και επιμονή στη σύνθεση και όχι στη διαφορά– αποτελεί ένα στοιχείο ποιοτικό προς κατάκτηση και σε μεγάλες κλίμακες. Το να ενωθούμε γύρω από μεγάλους στόχους, να τονίζεται η ενότητα σαν απαραίτητο στοιχείο, να ανακαλύπτονται τα κεντρικά σημεία σύνθεσης και πολιτικοποίησης, είναι ένα έργο απαραίτητο για οποιοδήποτε αξιόλογο εγχείρημα. Ιδιαίτερα στις σημερινές εποχές ατομισμού, ατομικής «αποψάρας» του καθένα, κυνισμού και ιδιοτέλειας. Η ανάγκη σύνθεσης και η απαίτηση αυτή να υπηρετηθεί είναι το αντίδοτο στους κάθε λογής και ισχυρούς υποκειμενισμούς.

Το 2ο Συνέδριο ξεκίνησε με το να θέσει ως κεντρικό τον ορίζοντα της Ελλάδας που θέλουμε, και κατέληξε με τη διεύρυνση του ορίζοντα δυνατοτήτων που έχει το εγχείρημα αυτό. Αυτή η «διαδρομή» περιγράφει αρκετά καλά τη σχέση που έχει ένας κοινός στόχος αξιώσεων για τη χώρα και την κοινωνία με την ανάγκη να χτιστεί ένα συλλογικό υποκείμενο (στην περίπτωσή μας, να συμβάλλουμε ως ιδιαίτερη προσπάθεια και στα δύο επίπεδα). Πρόκειται για κατάκτηση και δεν είναι διόλου λίγο. Πρόκειται για «κινούσες ιδέες», τέτοιες που κάνουν τη διάθεση να μεγαλώνει και τη δράση να είναι αποτελεσματική.

Στο τέλος του 2ου Συνεδρίου η διάθεση αλλά και η επίγνωση ότι υπάρχουν δυνατότητες ήταν κοινός τόπος όλων όσοι πήραν μέρος στη διαδικασία αυτή.

Το συνέδριο, πέρα από τον τίτλο του «Η Ελλάδα που χάνεται… Η Ελλάδα που θέλουμε!», υπογράμμιζε με σαφήνεια και ένα μεγάλο κενό που υπάρχει: την έλλειψη ενός συλλογικού «εμείς», ενός συλλογικού υποκειμένου

Ένα άλλο είδος Πολιτικής (με Π κεφαλαίο)

Στις 3 μέρες που διήρκεσε το Συνέδριο αναδείχθηκε η ανάγκη μιας άλλης πολιτικής, μιας άλλης ποιότητας πολιτικής. Κι όχι μόνο αναδείχθηκε η ανάγκη, αλλά ζήσαμε μια διαφορετική πολιτική διαδικασία, τέτοια που αν τα βασικά της στοιχεία απλωθούν, ριζώσουν, γίνουν κτήμα και συνήθεια-ανάγκη περισσότερων ανθρώπων σε όλη την Ελλάδα, θα μιλάμε για μια συλλογικότητα με άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά από αυτά που μας σερβίρουν ή μας παρουσιάζουν σαν «πολιτική» όλα τα κόμματα – συστημικά ή προσωποκεντρικά ή αυτοαναφορικά. Το άλλο είδος Πολιτικής έχει προϋποθέσεις: αξίες, αρχές, δημοκρατικότητα, διάλογο, σεβασμό του καθένα που μετέχει, ουσία, ήθος και ηθική διάσταση, επένδυση και δέσμευση γύρω από επεξεργασμένους στόχους και κοινές ανάγκες.

Ακόμα και σαν διαδικασία το 2ο Συνέδριο δεν ήταν «κομματικό», ή συνέδριο ενός επιστημονικού κλάδου. Ταυτόχρονα ήταν βαθιά πολιτικό και συνάμα επιστημονικό. Πάντρευε την τεκμηρίωση και τη γνώση με την πολιτική στάση και δράση· έδινε χώρο σε διαφορετικούς ανθρώπους που προέρχονταν από διαφορετικές διαδρομές και εμπειρίες, τους συνένωνε σε ένα κοινό εγχείρημα. Δεν καταργούσε την αυτονομία προσώπων και συλλογικοτήτων. Αρνιόταν το ίδιο το Συνέδριο να υπάρχει ή να το αντιμετωπίσει κανείς σαν «μαζικό χώρο» όπου διάφορες ομάδες ανταγωνίζονται να περάσουν την ιδιαίτερη «γραμμή» τους. Δεν εκλέχτηκαν όργανα και καθοδηγήσεις μέσα στις εργασίες του, ούτε κυκλοφορούσαν λίστες σταυροδοσίας διαφόρων ομάδων και φραξιών.

Κατάληξη και δέσμευση: Η Πανελλαδική Δικτύωση

Το Συνέδριο δεν έκλεισε με την αναγγελία για την πραγματοποίηση του 3ου Συνεδρίου. Στην καταληκτική συνέλευση προτάθηκε και έγινε δεκτό ένα διαφορετικό προχώρημα, με τη δημιουργία της Πανελλαδικής Δικτύωσης για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της χώρας. Η Πανελλαδική Δικτύωση θα αποτελείται από άτομα και συλλογικότητες που συμφωνούν με την Ταυτότητα του Συνεδρίου, όπως αυτή περιγράφεται με σαφήνεια στο καταληκτικό κείμενο [βλ. σελίδες 18-19 του παρόντος φύλλου], και θα έχει μια διάρθρωση ανάλογα με τις δυνατότητες και τη συμμετοχή, με επιτροπές και συνελεύσεις τοπικές ή θεματικές, με περιφερειακές ή πανελλαδικές διαβουλεύσεις, με ημερίδες και δράσεις, με συνδιασκέψεις και συνέδρια όποτε αυτά είναι αναγκαία.

Το κεντρικό στοιχείο είναι η συμμετοχή και εμπλοκή του κόσμου που θέλει να πάρει μέρος στο εγχείρημα αυτό. Η Πανελλαδική Δικτύωση φιλοδοξούμε να είναι μια αναβαθμισμένη μορφή συλλογικής παρουσίας και πράξης, ένας ανοικτός χώρος συνάντησης, αναζήτησης και δράσης ανθρώπων, ομάδων, συλλογικοτήτων· με συνεργασία, διάλογο και σύνθεση. Θα στηρίζεται στον σεβασμό, την εμπιστοσύνη, την αυτονομία και ελευθερία γνώμης. Το ενοποιητικό στοιχείο θα είναι η κοινή επίγνωση του Υπαρξιακού Προβλήματος της χώρας και η θέλησή μας να συμβάλουμε στη δημιουργία ενός συλλογικού υποκειμένου ικανού να αλλάξει την «αυτόματη» πορεία των πραγμάτων.

Η Πανελλαδική Δικτύωση θα είναι ένα πολύμορφο, πολύτροπο και διαβαθμισμένο εγχείρημα. Με χωρητικότητα και ανοικτότητα. Που θα έχει εμβέλεια και διακριτή Ορατότητα και στοιχεία Αυτονομίας από το υπάρχον πολιτικό σύστημα και τον κατεστημένο τρόπο άσκησης πολιτικής και μικροπολιτικής. Τρεις βασικές έννοιες θα διατρέχουν την ίδια τη συγκρότησή της: ο Σεβασμός, η Συνοχή, ο Ρυθμός.

– Σεβασμός απέναντι σε όλους και όλες που θα συμμετέχουν στη Δικτύωση, αλλά και σεβασμός απέναντι σε κάθε συμπολίτη μας που αγωνίζεται και αντιστέκεται, με βαθιά κουλτούρα διαλόγου και ενότητας.

– Συνοχή, με την έννοια της κοινωνικότητας και των προσπαθειών να μην περάσει η εξατομίκευση και η διάλυση δημόσιων χώρων και κοινωνικών δεσμών που υπάρχουν· συνοχή επίσης πάνω στις αξίες που θα συγκροτείται η Δικτύωση και το εγχείρημά της, δηλαδή την προσωπική και συλλογική μας δέσμευση και ενεργοποίηση.

– Ο Ρυθμός σχετίζεται με τις πολιτικές εξελίξεις και τις ανάγκες που αυτές γεννούν, τις δυνατότητες που έχουμε ή δεν έχουμε και πώς θα τις αποκτήσουμε· όπως αφορά το βαθμό συγκρότησης, τον τρόπο και συχνότητα λειτουργίας και επικοινωνίας.

Σύνοψη

Μας ενώνει ο ορίζοντας της Ελλάδας που θέλουμε! Προχωράμε αγωνιζόμενοι να διευρύνουμε τον ορίζοντα των δυνατοτήτων μας. Γιατί ένα νέο συλλογικό «Εμείς» είναι υπεραναγκαίο!

Με μια έννοια, «ερχόμαστε από τον ορίζοντα» όπως λέει και το τραγούδι, ένα σύγχρονο τραγούδι:

Θα χτυπάτε και θα καταστρέφετε
Θα αντέχουμε, θα ξαναχτίζουμε
Όσο εσείς πιο ρηχά θα μας σέρνετε
Τόσο εμείς πιο βαθιά θ’ αρμενίζουμε
Ερχόμαστε από τον ορίζοντα!
Η ποίηση δεν θα εξαφανιστεί!


Ο ορίζοντας της «Ελλάδας που θέλουμε»

Ο ορίζοντας είναι το οπτικό όριο όπου ο ουρανός φαίνεται να συναντά τη γη ή τη θάλασσα – το «σημείο» από το οποίο δεν βλέπουμε τί υπάρχει πέρα από αυτό. Μεταφορικά, ο ορίζοντας συνδέει το κοντινό με το μακρινό: βοηθά να εκφράσουμε ό,τι είναι ορατό τώρα σε σχέση με το απρόσιτο ή μελλοντικό. Χρησιμεύει για να μιλήσουμε για προσδοκίες, δυνατότητες ή όρια γνώσης. Συνοψίζει σύνθετες ιδέες με μία εικόνα.

Στον πολιτικό λόγο, ο ορίζοντας δηλώνει το όριο και τη δυνατότητα του πολιτικά σκεπτόμενου κόσμου. Είναι ένας χώρος δυνατοτήτων, που εξαρτάται από το τι οι άνθρωποι μπορούν να φανταστούν, να επιδιώξουν ή να πιστέψουν ως εφικτό. Κάθε σημαντική προσπάθεια χρειάζεται έναν ορίζοντα σημασίας – κάτι που υπερβαίνει το άμεσο, ένα σύμβολο του κοινού μέλλοντος. Ο ορίζοντας δεν είναι κάτι που πρέπει να φτάσουμε, είναι αυτό που μας κινεί.

Ο ορίζοντας της «Ελλάδας που θέλουμε» μπορεί να μας ενώσει σε μια ενιαία θέληση, σε μια κινούσα ιδέα, σε έναν στόχο με σημασία. Η «Ελλάδα που θέλουμε» είναι μια πατρίδα, ένας τόπος που θα είναι ελεύθερος πρώτα από όλα. Άρα ανεξάρτητος και απαλλαγμένος από όλες τις μορφές εξάρτησης.

Με δημοκρατία και πολίτες που θα συμμετέχουν ενεργά και θα είναι κύριοι του παρόντος και του μέλλοντός τους όπως αυτοί θα αποφασίζουν. Με ενδογενή παραγωγή και συγκρότηση που θα στρέφεται στην ικανοποίηση των αναπτυσσόμενων σύγχρονων κοινωνικών αναγκών. Με προστασία της εργασίας, με σεβασμό στον κόπο και τον μόχθο των εργαζόμενων ανθρώπων, με ιδιαίτερη φροντίδα για την υγεία και την ασφάλειά τους. Με μια οικονομία βιωσιμότητας και φροντίδας κι όχι ανταγωνιστική και γεννήτορα απλά αδικίας, εκμετάλλευσης και συγκέντρωσης πλούτου για μια μικρή μειοψηφία. Με Παιδεία και Πολιτισμό.

Μια Ελλάδα κόμβο ειρήνης και πολιτισμού, ειρήνης και συνομιλίας με άλλους πολιτισμούς, μια πατρίδα που θα σέβεται τις άλλες πατρίδες, με μια ξεχωριστή φωνή. Μια Ελλάδα που θα υπερασπίζεται τον εαυτό της απέναντι σε όποιον επιβουλεύεται κομμάτια της. Μια Ελλάδα κυρίαρχη, που θα κατακτά τον σεβασμό από όλους.

Η περιγραφή της Ελλάδας που θέλουμε μπορεί να πάρει πολλές διαστάσεις. Με λίγα λόγια, θέλουμε μια Ελλάδα Αξιοπρέπειας, Ελευθερίας, Δημοκρατίας, Ανεξαρτησίας, Κοινωνικής Δικαιοσύνης, που θα στηρίζεται βασικά στις δικές δυνάμεις. Όχι περίκλειστη στον εαυτό της, αλλά με σχέσεις ισοτιμίας και αλληλοσεβασμού με τον υπόλοιπο κόσμο.

Αυτός είναι ο ορίζοντας της Ελλάδας που θέλουμε. Είναι ο ορίζοντας και όχι το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε. Το σημείο που βρισκόμαστε οδηγεί στο να βαθαίνει το Υπαρξιακό Πρόβλημα της χώρας.

* Αποσπάσματα από την εναρκτήρια ομιλία στο 2ο Συνέδριο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!