Εγχώριες και διεθνείς διαστάσεις. Του Δημήτρη Στεμπίλη.

Εικοσαετία προετοιμασίας
Για να μπορέσει κανείς να καταλάβει το απριλιανό πραξικόπημα και τη χούντα των συνταγματαρχών θα πρέπει να γνωρίζει τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν. Το 1947 είναι μια σημαντική χρονιά για την εξέλιξη της μεταπολεμικής Ελλάδας και ειδικότερα για την πορεία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου αλλά και για τη μετέπειτα θέση της χώρας μας στο διεθνές πλαίσιο. Λόγω της αδυναμίας της Αγγλίας, ύστερα από την οικονομική της εξάντληση, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, να αντεπεξέλθει στις ανάγκες μιας υπερδύναμης, η Ελλάδα περνάει στην «εποπτεία» και «καθοδήγηση», βλέπε εξάρτηση, των ΗΠΑ. Ενώ το δαχτυλίδι έχει δοθεί από τους Βρετανούς στους Αμερικανούς, ο δούρειος ίππος γι’ αυτή την εξάρτηση είναι το σχέδιο Μάρσαλ και το πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας. Η αποτυχία να διαλυθούν οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) μέχρι το καλοκαίρι του 1948 επιτείνει τις ανησυχίες των Aμερικανών για την εξέλιξη του εμφύλιου πολέμου. Το 1947 τον Γεώργιο Β’ διαδέχεται στο θρόνο ο βασιλιάς Παύλος με την πολύ δυναμική σύζυγό του, Φρειδερίκη, οι οποίοι στο πλαίσιο του εμφύλιου πολέμου αλλά και των ανακατατάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο θα υιοθετήσουν την ακραιφνή αντικομουνιστική ρητορική και θα θελήσουν να παίξουν έναν πιο παρεμβατικό ρόλο στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Το 1948 την αρχηγεία του στρατού για τις επιχειρήσεις στο Γράμμο-Βίτσι αναλαμβάνει ο αρχιστράτηγος Παπάγος. Είναι ένα κομβικό σημείο γιατί οι υπερεξουσίες που δίνονται στον Παπάγο και η νίκη του εθνικού στρατού απέναντι στο ΔΣΕ  ένα χρόνο αργότερα θα τον καταστήσουν ως το πρόσωπο κλειδί των αρχών της δεκαετίας που ερχόταν. Ο Παπάγος θα αποτελέσει τον εκπρόσωπο της «νέας γενιάς» στην πολιτική ζωή με τη νίκη του στις εκλογές του 1952. Παράλληλα θα ενδυναμώσει λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας, το στρατιωτικό πόλο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Οι δύο δεκαετίες που θα ακολουθήσουν για την εγχώρια πολιτική ζωή σηματοδοτούνται από την ύπαρξη του τρίπολου, βασιλιάς-στρατός-εκτελεστική εξουσία. Η παρέμβαση των ανακτόρων σε κάθε έκφανση της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας είναι διάχυτη στις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η διαδοχή του αποβιώσαντος το 1955  Παπάγου από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο μακεδόνα πολιτικό θα καταδείξει την αντίληψη του παλατιού για τις κατευθύνσεις και τους προσανατολισμούς της εγχώριας πολιτικής. Και ο Παύλος και ο διάδοχός του μερικά χρόνια αργότερα, γιος του Κωνσταντίνος, θα αποδειχθούν πολύ σκληροί παίκτες για το ελληνικό πολιτικό σύστημα και θα συγκρουστούν με τις ηγετικές μορφές του. Ο νεαρός Κωνσταντίνος δε θα διστάσει, παρά τα αναμενόμενα, να υιοθετήσει σκληρή στάση απέναντι στον αστικό πολιτικό κόσμο που θεωρούσε ότι λόγω της νεότητάς του δε θα είχε την ίδια πυγμή με τον πατέρα του Παύλο. Ο Κωνσταντίνος, όπως και ο πατέρας του, Παύλος, θεωρούν δεδομένο τον έλεγχο που πρέπει να έχουν στο στράτευμα, έτσι ώστε σε ενδεχόμενη περίπτωση απειλής της εξουσίας τους να μπορούν να επιλέξουν τη συνταγματική εκτροπή έχοντας στο πλευρό τους το στράτευμα.
Όσον αφορά την εκτελεστική εξουσία, η επιλογή Καραμανλή από τον Παύλο το 1955 θα αλλάξει τα δεδομένα αφού ο Καραμανλής θα επιδιώξει αυτό που ονομάστηκε «βαθεία τομή» προσπαθώντας να χειραφετήσει την εκτελεστική εξουσία από τις ανακτορικές παρεμβάσεις αλλά και να απεμπλέξει το στρατό από την πολιτική. Η περιβόητη φράση του μετά τη δολοφονία Λαμπράκη «Ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο» δηλώνει την αδυναμία του ισχυρού πολιτικού ηγέτη  να απαγκιστρωθεί από τις παθογένειες και τις εγγενείς αδυναμίες που κουβαλούσε η δεξιά παράταξη σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο που όμως από την άλλη πλευρά την είχαν βοηθήσει να επικρατήσει μέσω ενός κράτους καταστολής. Ο άλλος ισχυρός πολιτικός άντρας της περιόδου, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ακολουθώντας πολλές φορές τις εξελίξεις βρέθηκε να είναι ηγέτης ενός κινήματος που έχει μείνει στην ιστορία ως «Ανένδοτος Αγώνας», ειδικά μετά την ισχυροποίησή του από τη νίκη του στις εκλογές το Φεβρουάριο του 1964 με 53%. Οι εύθραυστες συμμαχίες που δημιούργησαν το κόμμα στο οποίο ηγείτο ο Γ. Παπανδρέου, την Ένωση Κέντρου, θα σπάσουν ακριβώς τη στιγμή που θα υπάρξει η διαμάχη μεταξύ βασιλιά Κωνσταντίνου και Παπανδρέου για τον έλεγχο του στρατού και της ΚΥΠ. Πολλοί ιστορικοί και αναλυτές της περιόδου έχουν μιλήσει για τη διαφορά συμφερόντων ανάμεσα σε μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης. Ο Πουλαντζάς λέει συγκεκριμένα για τα αίτια της δικτατορίας ότι ήταν η σύγκρουση της μεταπρατικής αστικής τάξης και της ενδογενούς αστικής τάξης που υποστήριζε περισσότερο την ένταξη στην ΕΟΚ.  Από την άλλη πλευρά τα Ιουλιανά του ’65 αποτέλεσαν και μία περίοδο όξυνσης του ανταγωνισμού μεταξύ των δυνάμεων που θα οδηγούσαν στην οριστική επικράτηση του κοινοβουλευτισμού και αυτών που θα είχαν πάντα ως εναλλακτική λύση τη συνταγματική εκτροπή αφού και το τότε ισχύον σύνταγμα του 1952 άφηνε παράθυρα προς αυτή την κατεύθυνση.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε και στο ρόλο της ΕΔΑ σε όλη αυτή την περίοδο που ανέδειξε την ενίσχυση και την ισχυροποίηση του αριστερού και του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, παρά τις απαγορεύσεις και την καταστολή από το καθεστώς της δεξιάς. Αξίζει να σημειωθεί ότι σφοδρός αντικομουνιστής ήταν και ο Γεώργιος Παπανδρέου, γεγονός που αποτελούσε πάντα σημείο τριβής μεταξύ του γηραιού πολιτικού και των αριστερών δυνάμεων. Ο γιος του Γεωργίου Παπανδρέου, Ανδρέας Παπανδρέου και Υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως θα κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του Γ. Παπανδρέου ότι θέλει να οδηγήσει τη χώρα σε μία κυβέρνηση με την παρουσία της ΕΔΑ.
Ο τρίτος πόλος που παίζει σημαντικό ρόλο όλη αυτή την περίοδο είναι ο στρατός που όπως προαναφέραμε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 βρίσκει την πολιτική του έκφραση μέσω του στρατάρχη Παπάγου και του «Ελληνικού Συναγερμού». Η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ το 1952  θα αναδείξει τη σημασία των στρατιωτικών καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που αναφερόμαστε. Όμως ο στρατιωτικός μηχανισμός δεν απέκτησε ποτέ στην Ελλάδα τη θεσμική και διαρκή αυτονομία που είχε αποκτήσει ο τουρκικός στρατός. Αυτό οδήγησε θερμόαιμους αξιωματικούς οι οποίοι είχαν δράσει την περίοδο του εμφυλίου και είχαν ως κοινή ιδεολογική βάση τον αντικομουνισμό, να συγκροτήσουν ή να αναβιώσουν παραστρατιωτικές οργανώσεις οι οποίες δεν χειραγωγούνταν από το στέμμα ή από τους αρχηγούς του στρατού. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) που αν και δεν ήταν η μόνη αντιπειθαρχική στρατιωτική οργάνωση αποτέλεσε τον πυρήνα των μετέπειτα πρωταιτίων του απριλιανού πραξικοπήματος. Η σημαντική χρονιά για τους συνταγματάρχες όπως ο Παπαδόπουλος ήταν το 1966  όταν οι περισσότεροι από αυτούς είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο ή την επαρχία μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Γ. Παπανδρέου το 1964, επιστρέφουν και αναλαμβάνουν στην Αθήνα σημαντικά πόστα για τη διοίκηση του στρατού. Οι σχέσεις επίσης του Γεωργίου Παπαδόπουλου και του ανταγωνιστή του Δημήτρη Σταματελόπουλου για την ηγεσία της ομάδας με τον αντισυνταγματάρχη Λάζαρο, διευθυντή του γραφείου του αρχηγού του ΓΕΣ και με τον αντισυνταγματάρχη Βαγενά, θα τους βοηθήσει εκτός από την κατάληψη καίριων θέσεων στο στράτευμα να έχουν και αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στα ανώτερα κλιμάκια. Ο Σπαντιδάκης, αρχηγός του ΓΕΣ μάλλον γνώριζε την ύπαρξη του ΙΔΕΑ αλλά όμως δεν έδινε και τόση σημασία στη δυναμική και τις δυνατότητές του. Οι συνταγματάρχες κατηγορώντας τον Ανδρέα Παπανδρέου και προσπαθώντας να «εκκαθαρίσουν» το στράτευμα από τους δημοκρατικούς αξιωματικούς θα μεγαλοποιήσουν και ουσιαστικά θα κατασκευάσουν την υπόθεση Ασπίδα που αποτέλεσε πολιτικό πλήγμα για τον Α. Παπανδρέου και τον πατέρα του Γεώργιο, αλλά και αφορμή για εκκαθαρίσεις στο στράτευμα. Η αποστασία του Ιουλίου του 1965 θα σηματοδοτήσει την προβληματική διάσταση και σχέση του τριγώνου εκτελεστικής εξουσίας, στρατού και βασιλιά που θα προετοιμάσει το δρόμο για το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.

Ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου
Ο γιος του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και μετέπειτα πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου αποτέλεσε ίσως ένα από τα πρόσωπα κλειδιά στα χρόνια πριν από την επιβολή της χούντας. Ο Α. Παπανδρέου αποτέλεσε γρήγορα έναν από τους δύο εσωτερικούς πόλους στην Ένωση Κέντρου, ο άλλος ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο Α. Παπανδρέου εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή της χώρας εκφράζοντας έναν πιο ριζοσπαστικό λόγο και έχοντας περισσότερο ριζοσπαστικούς στόχους χωρίς βέβαια να αποφεύγει κι αυτός την οικογενειακή παράδοση του λαϊκισμού. Για την εποχή αυτή όμως και στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, οι προτάσεις και η παρουσία Παπανδρέου αποτελούσαν μία εναλλακτική λύση για ένα κομμάτι που είχε εμπιστευτεί την ΕΔΑ στις εκλογές του ’58 και ένα άλλο κομμάτι που ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου. Ο Α. Παπανδρέου έθιξε εκείνη την περίοδο ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που επηρέασαν την ελληνική κοινή γνώμη, αυτό της ξένης επέμβασης και του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας. Μιλούσε ανοιχτά για την επέμβαση του αμερικανικού παράγοντα και της ντόπιας ελίτ που την υποστήριζε και διακήρυττε ότι χρειάζεται πλήρης εθνική κυριαρχία, το γνωστό «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Ουσιαστικά εννοούσε στο βαθμό που αυτό θα ήταν εφικτό μια πολιτική ανεξάρτητης λήψης αποφάσεων με εκμετάλλευση των συμμαχιών για τη διεκδίκηση των εθνικών συμφερόντων. Στον δε ευρωπαϊκό προσανατολισμό πίστευε ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί η συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ. Ο Α. Παπανδρέου έβαλε πάλι στο τραπέζι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας συνεπικουρούμενος από την έξαρση και την κορύφωση στο εθνικό ζήτημα της Κύπρου τον «εξ ανατολών» κίνδυνο της Τουρκίας, η οποία αποτελούσε σύμμαχό μας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Προσπαθεί δηλαδή να «σπάσει» για την Ελλάδα το δόγμα του δυτικού συνασπισμού και του από βορράν κίνδυνο, δηλαδή τη Βουλγαρία και να ανοιχτεί σε μία πιο αδέσμευτη εξωτερική πολιτική. Το State Department την περίοδο 1966-1967 αναφέρει με συνεχείς προαναφορές τη σφοδρή σύγκρουση μεταξύ Α. Παπανδρέου και παλατιού κυρίως στα ζητήματα που αφορούν το στρατό και τον έλεγχο της ΚΥΠ. Πάντως μέχρι την τελευταία στιγμή ο Ανδρέας Παπανδρέου πιστεύει ότι η μαζική κινητοποίηση την οποία θέλει να εκφράσει θα αποτρέψει το πραξικόπημα. Συγκεκριμένα την 20η Απριλίου 1967 ο Παπανδρέου φέρεται να δηλώνει «το βράδυ των εκλογών θα σχηματίσουμε λαϊκή κυβέρνηση στην πλατεία Συντάγματος  χωρίς να ειδοποιήσουμε το βασιλιά». Αλλά και ο κόσμος της Αριστεράς ήταν πεπεισμένος ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ βασιλιά, Κανελλόπουλου και Γεωργίου Παπανδρέου, κάτι που έτσι κι αλλιώς είχε γίνει στις 18 Δεκεμβρίου του 1966, ότι οι εκλογές του Μαΐου θα πραγματοποιηθούν. Η πιο γνωστή ιστορία που αξίζει να υπενθυμίσουμε είναι ότι η εφημερίδα Αυγή στο φύλλο της, της 21ης Απριλίου 1967 που δεν κυκλοφόρησε θα δημοσίευε το τρίτο και τελευταίο μέρος μιας σειράς κειμένων που εξηγούσαν γιατί δεν μπορεί να γίνει δικτατορία στην Ελλάδα. Ο Λεωνίδας Κύρκος δήλωνε ότι ο λαός θα αποτρέψει το πραξικόπημα και οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες.
Στο κόμμα της ΕΡΕ μετά την αποχώρηση του Καραμανλή, το 1963, και την αυτοεξορία του στο Παρίσι υπήρχε βαθύ χάσμα μεταξύ των σκληροπυρηνικών δεξιών στοιχείων και των μετριοπαθών όπως ο αρχηγός της, Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Και ο Αβέρωφ, και ο Πιπινέλης αλλά και ο Κανελλόπουλος, μπροστά στον κίνδυνο μιας εκτράχυνσης της κατάστασης μπορεί και να αποδέχονταν ένα ελεγχόμενο πραξικόπημα από το βασιλιά που τελικά οργανώθηκε αλλά δεν ευοδώθηκε. Η ηγεσία της ΕΡΕ  φαίνεται κατώτερη των περιστάσεων. Πάντως είναι γνωστό από τα αμερικανικά αρχεία ότι ο Γ. Παπανδρέου ανησυχούσε ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος πιεζόταν από τον Πιπινέλη, το Γαρουφαλιά και τη Φρειδερίκη για την επιβολή δικτατορίας και ότι ζητούσε παρέμβαση των Αμερικανών λόγω της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ Παπανδρέου και Βασιλιά. Ο άγνωστος Χ στην εξίσωση ήταν ο Κων/νος Καραμανλής ο οποίος ως αυτοεξόριστος στο Παρίσι δεν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία λόγω της ρευστότητας της πολιτικής κατάστασης. Συγκεκριμένα, σε τρεις συναντήσεις που είχε μαζί του ο διευθυντής του γραφείου του βασιλιά, Δημήτριος Μπίστιος, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του ’66 και τον Μάρτιο του ’67, ο Καραμανλής αρνήθηκε να έρθει στην Ελλάδα και να αναλάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, ζητώντας την αναθεώρηση του Συντάγματος και έκτακτες εξουσίες όπως αυτές που είχε ο Παπάγος, πριν από 15 χρόνια.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξαφνικά βρέθηκαν αμήχανες λόγω των δικών τους ανακατευθύνσεων στην εξωτερική πολιτική. Το State Department και η πρεσβεία στην Ελλάδα έβλεπαν ότι μπορούσαν να επηρεάσουν τις εκλογές του Μαΐου του 1967 και κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά είχαν επεξεργαστεί σενάρια όπου θα επιβαλλόταν στην Ελλάδα δικτατορία των στρατηγών, υπό την καθοδήγηση του βασιλιά. Ο Κωνσταντίνος με το φόβο της ισχυροποίησης του Α. Παπανδρέου μετά τις εκλογές του Μαΐου του 1967 έλεγε στον αμερικανό πρέσβη Τάλμποτ ότι δεν μπορούσε να επιτρέψει την κατάσταση της «ελεύθερης Ελλάδας», ανεχόμενος την άνοδο στην εξουσία του Α. Παπανδρέου. Η παραίτηση της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κανελλόπουλο εξωθεί τα πράγματα ακόμη περισσότερο με τον Γ. Παπανδρέου να στέκεται αδιάλλακτος απέναντι στις πρωτοβουλίες του Κωνσταντίνου. Από την άλλη πλευρά οι συνταγματάρχες οι οποίοι ήδη είχαν οργανώσει ένα «επαναστατικό συμβούλιο» από το Δεκέμβριο του 1966 και με τη βοήθεια της CIA είχαν πάρει τις αποφάσεις τους. Ο ίδιος ο Τάλμποτ θα φανεί αιφνιδιασμένος το πρωινό της 21ης Απριλίου 1967 όταν οι συνταγματάρχες θα αναλάβουν την εξουσία με τα τανκς. Ο βασιλιάς επίσης θα βρεθεί σε δύσκολη θέση και μετέπειτα σε πολιτικό αδιέξοδο που θα τον οδηγήσει μετά το αντιπραξικόπημα του Δεκεμβρίου του 1968 σε έξοδο από τη χώρα.
Όσον αφορά την Αριστερά σε όλο αυτό το πλαίσιο της δεκαετίας του 1960, έχοντας υποστεί πολλές πιέσεις και συμπίεση από την κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρο υ, δεν θα μπορέσει να κάνει τουλάχιστον στη φάση λίγο πριν το πραξικόπημα πολλά πράγματα. Η ΕΔΑ και το παράνομο ΚΚΕ είναι οι «συνήθεις εχθροί» που όλοι χρησιμοποιούν για να επιβάλουν τις απόψεις τους. Τελικά όμως η Αριστερά θα είναι αυτή που για μια ακόμη φορά όπως συνέβη και στην κατοχή του ’41-’44 θα αποτελέσει ίσως τον βασικότερο πόλο του αντιδικτατορικού κινήματος ενάντια στην χούντα των συνταγματαρχών.

* Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι υποψήφιος διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας & Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Paris 1-Σορβόννη

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!