Υπάρχει ένα ερώτημα. Συντελέστηκαν τη χρονιά που πέρασε όσα μπορούσαν και έπρεπε ώστε να περιορισθεί η τουρκική επιθετικότητα και να απομακρυνθούν τα σύννεφα του πολέμου στην περιοχή; Αποδυναμώθηκε η τουρκική απειλή κατά των λαών και της ειρήνης ή αντίθετα η, αποθρασυνόμενη από την στάση της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας, επεκτατική πολιτική της Άγκυρας αισθάνεται «δικαιωμένη» και σχεδιάζει νέες και πιο επικίνδυνες επιταχύνσεις;
Μια αναδρομή στα σημαντικότερα γεγονότα της περασμένης χρονιάς και η προσπάθεια αποκωδικοποίησης της στάσης των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων πείθουν ότι η πορεία των πραγμάτων οδηγούν σε μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση της περιοχής της Ν.Α. Μεσογείου και οι κίνδυνοι για την ειρήνη στην περιοχή μεγαλώνουν.
Ο τουρκικός επεκτατισμός διευρύνεται
Τη χρονιά που πέρασε η ερντογανική Τουρκία δεν επιχείρησε να σταθεροποιήσει τις αδιαμφισβήτητες επιτυχίες της στα μέτωπα που είχε ήδη ανοίξει. Αντίθετα επιτάχυνε στο έπακρο διπλωματικές και στρατιωτικές πρωτοβουλίες, επιχειρώντας και καταφέρνοντας να διευρύνει την παρουσία και την επιρροή της σε μια ευρύτατη περιοχή.
Στη Λιβύη δεν αρκέστηκε στην αναδίπλωση των δυνάμεων του Χαφτάρ και την υπογραφή του τουρκολυβικού συμφώνου με τον διασωθέντα την ύστατη στιγμή Σάρατζ. Αδιαφορώντας για τις αποφάσεις του Σ.Α. του ΟΗΕ και της Ε.Ε. συνέχισε με προκλητικό τρόπο να εξοπλίζει τις φιλοτουρκικές δυνάμεις της χώρας, μη διστάζοντας να απειλήσει γαλλικές και γερμανικές φρεγάτες που επιχείρησαν έλεγχο του παράνομου εμπορίου όπλων. Εσχάτως μάλιστα, αναγνωρίζοντας την πιθανότητα αποδυνάμωσης του Χαφτάρ, άρχισε να οικοδομεί σχέσεις με ακραία ισλαμικές προσωπικότητες της χώρας διασφαλίζοντας την παρουσία και τα συμφέροντα τους στη Βόρεια Αφρική.
Αντίστοιχη συμπεριφορά κράτησε η Άγκυρα στη Συρία. Όχι μόνο διατήρησε τις δυνάμεις της στη Β.Δ. Συρία και συνέχισε να στηρίζει τζιχαντιστές σε περιοχές που δεν ελέγχονται από τη Συρία αλλά το τελευταίο διάστημα βομβαρδίζει συστηματικά θέσεις του Συριακού Στρατού και των Κούρδων αγωνιστών στην Β.Α Συρία, κοντά στην πόλη Ράκα, διακηρύσσοντας την πρόθεσή της για μόνιμη παρουσία και έλεγχο της περιοχής.
Η πιο σημαντική εκδήλωση όμως του τουρκικού επεκτατισμού ήταν η παρακίνηση και η στρατιωτική βοήθεια που έδωσε στο Αζερμπαϊτζάν και η κατάληψη των μισών περίπου εδαφών του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Η Τουρκία με αυτόν τον τρόπο διευρύνει την παρουσία της στον Καύκασο και οραματίζεται-σχεδιάζει τη συγκρότηση μιας πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας των χωρών του Τουράν, δηλαδή των εθνολογικά συγγενικών χωρών της περιοχής με την Τουρκία.
Συμπαραστάτης η Δύση
Θα ήταν αδύνατο να γίνουν κατανοητές οι επιτυχίες της τουρκικής πολιτικής χωρίς να υπολογίσουμε τη συμβολή της δυτικής συμμαχίας στους σχεδιασμούς Ερντογάν. Η δυτική συμμαχία βλέπει με απάθεια την Τουρκία να υποδαυλίζει τις πολεμικές συγκρούσεις σε μια τεράστια περιοχή και ουσιαστικά μετατρέπεται σε συμπαραστάτη και υποκινητή του τουρκικού επεκτατισμού.
Οι ΗΠΑ του Τραμπ αποχώρησε μερικώς από τη Μ. Ανατολή και μπροστά στη καταφανή αδυναμία της να επιβάλλει την πολιτική της προτίμησε να παρεμβαίνει «μέσω αντιπροσώπων». Η γεωπολιτική αξία και η γεωοικονομική δύναμη της Τουρκίας οδήγησε σε μια ανεκτική πολιτική απέναντι στην Άγκυρα που σταδιακά μετατράπηκε σε εναγώνια προσπάθεια συγκράτησης της Τουρκίας στη δυτική συμμαχία, ιδιαίτερα μετά την επιλογή Ερντογάν να συνεργαστεί με τη Ρωσία. Έκτοτε η Άγκυρα έχει καταστεί προνομιακός συνομιλητής Ανατολής και Δύσης και εκβιαστικά καταφέρνει να αποσπά «δώρα» και από τις δύο πλευρές.
Η Ελλάδα έχει επιδείξει αξιοθαύμαστη ταύτιση του πολιτικού της προσωπικού ως προς την υποχωρητικότητα απέναντι στην Τουρκία και την εθελοδουλία απέναντι στη Δύση. Η στάση αυτή δεν έκαμψε την επιθετικότητα της Τουρκίας που με τη στήριξη της δυτικής συμμαχίας επιταχύνει την επεκτατική της πολιτική
Η Ε.Ε. βρίσκεται διχασμένη και αντιφατική όσο ποτέ στο σύνολο της εξωτερικής πολιτικής και ιδιαίτερα στις σχέσεις της με την Τουρκία. Η «αποχώρηση» του Τραμπ και η ασάφεια των επιλογών του νέου πρόεδρου Μπάιντεν πυροδοτεί διαφορετικές επιλογές από τις Γερμανία και Γαλλία ‒ την άλλοτε ατμομηχανή της Ε.Ε. Το Βερολίνο επιδιώκει θριαμβευτική επιστροφή σε Μ. Ανατολή και Β. Αφρική με όχημα τα νεο-οθωμανικά σχέδια Ερντογάν. Το Παρίσι επιδιώκει ρεβάνς μετά από αλλεπάλληλες υποχωρήσεις στην περιοχή και αντιλαμβάνεται την Τουρκία ως στρατηγικό αντίπαλο. Αυτός ο ευρωπαϊκός διχασμός οδηγεί στην ατιμωρησία της Τουρκίας και στην πραγματικότητα σε επιταχυντή των σχεδίων Ερντογάν. Μένει να δούμε τη νέα πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή αν και δεν διαφαίνεται κάποια σοβαρή αλλαγή.
Επιβολή τετελεσμένων και αναγκαστικός «διάλογος» με Ελλάδα και Κύπρο
Μέσα σ’ αυτό το διεθνές πλαίσιο η Τουρκία κλιμάκωσε την επιθετική της πολιτική σε Ελλάδα και Κύπρο τη χρονιά που πέρασε. Ματαίωσε το ενεργειακό πρόγραμμα της Κύπρου με την απειλή χρήσης βίας αφού εξασφάλισε διεθνή ανοχή και ατιμωρησία παρά τη διαρκή παρουσία ερευνητικών σκαφών και γεωτρύπανων στη ΑΟΖ του νησιού. Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας και της υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας κλιμακώθηκε με το σχέδιο νέου εποικισμού της Αμμοχώστου. Παράλληλα η Άγκυρα ασκεί πιέσεις για σύγκλιση πενταμερούς διάσκεψης τη στιγμή που εξαγγέλλει εκβιαστικά ως λύση την οριστική διχοτόμηση της Κύπρου.
Επιχειρεί να επιβάλλει στη πράξη τη διχοτόμηση του Αιγαίου στο 25ο μεσημβρινό, αμφισβητεί τον εναέριο χώρο στα 10 ν.μ., έχει επιβάλλει στην πράξη ως όριο της ελληνικής κυριαρχίας τα 6 ναυτικά μίλια ενώ μονομερώς κατάργησε κάθε δικαίωμα της Ελλάδας σε θαλάσσιες ζώνες ανατολικότερα του 32ου μεσημβρινού. Η Άγκυρα συνεχίζει να αξιοποιεί ως γεωπολιτικό όπλο τις μεταναστευτικές ροές και ταυτόχρονα απαιτεί ακόμα την αποστρατιωτικοποίηση μεγάλων και μικρών νησιών του Αιγαίου αγνοώντας το δικαίωμα σε νόμιμη άμυνα παρά τη διατήρηση σε ισχύ της απειλής του casus belli και την επιθετική ανάπτυξη της λεγόμενης στρατιάς του Αιγαίου.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις ασκεί πιέσεις για άμεση έναρξη «διαπραγματεύσεων» για το σύνολο των διεκδικήσεων της περιφρονώντας επιδεικτικά όρους και όρια που θέτει το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Στην πραγματικότητα από τη θεωρητική αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης η Άγκυρα κλιμακώνει τις προκλήσεις και την επιθετική της πολιτική και επιβάλλει τετελεσμένα για το σύνολο των διεκδικήσεών της.
Η υποχωρητικότητα φέρνει επώδυνους συμβιβασμούς
Η Ελλάδα ως «ευνομούμενη ευρωπαϊκή χώρα» έχει να επιδείξει αξιοθαύμαστη ταύτιση και συνέχεια του πολιτικού της προσωπικού ως προς την υποχωρητικότητα και την εθελοδουλία ανεξάρτητα από το χρώμα των κυβερνόντων. Από την θεωρία των «μοναχοφάηδων» των Κοτζιά-Κατρούγκαλου ως το «παρασύρθηκαν από τον αέρα» και το «η ελληνική κυριαρχία ασκείται εντός των 6 ν.μ.» των Δένδια-Παναγιωτακόπουλου ολόκληρο το επίσημο πολιτικό προσωπικό έχει αφομοιώσει την προτροπή Σημίτη και εναγωνίως «μοχθεί» για την ανώδυνη προσγείωση της κοινωνίας στους «επώδυνους συμβιβασμούς» σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων ακόμα και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Βέβαια η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει να επιδείξει μια εργώδη προσπάθεια στην οικοδόμηση συμμαχιών με Αίγυπτο, Ισραήλ, Αραβικά Εμιράτα και έχει φέρει στη Βουλή προς ψήφιση ένα σημαντικό εξοπλιστικό πρόγραμμα με τα γαλλικά αεροπλάνα. Την ίδια στιγμή όμως έχει να επιδείξει δύο οδυνηρές ήττες σε Συνόδους Κορυφής της Ε.Ε. όπου όχι μόνο δεν κατόρθωσε να αποσπάσει κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας αλλά κατάφερε να αυτόεξευτελισθεί προβάλλοντας ως επιτυχία την ανοχή και τη στήριξη των Βρυξελλών στην τουρκική επιθετικότητα.
Η ελληνική πολιτική ελίτ δεν είναι αποφασισμένη ούτε θέλει να επεξεργαστεί ένα σχέδιο αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού σε Ελλάδα και Κύπρο. Ζει και σχεδιάζει με τις ψευδαισθήσεις ότι ο κατευνασμός της Άγκυρας και η, χωρίς όρους, συμμόρφωση προς τις υποδείξεις νατοϊκών και Γερμανών εταίρων θα τη διασώσουν από μια εθνική τραγωδία. Δικαίωμά της είναι να πιστεύει ό,τι θέλει. Όταν όμως διακυβεύεται η υπόσταση της χώρας, η υπόθεση γίνεται πολύ σοβαρή για να ησυχάζουν οι συνειδήσεις μας…