Μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2021, στην ερώτηση «ποιος είναι ο πιο σημαντικός εν ζωή Έλληνας;», σχεδόν όλοι θα απαντούσαν με σιγουριά. Από τις 2 Σεπτεμβρίου, δεν υπάρχει πλέον απάντηση, μας τέλειωσε. Τόσο απλά. Ήταν λοιπόν βέβαιο ότι ο Μίκης Θεοδωράκης θα ανάγκαζε τους πάντες να μιλήσουν για αυτόν και την προσφορά του με τα πιο θερμά λόγια. Οι δηλώσεις και οι ομιλίες, όμως, όλων ανεξαιρέτως των πολιτειακών, πολιτικών και κομματικών παραγόντων, έχουν ένα κοινό. Τη διαγραφή της πολύ ιδιαίτερης πολιτικής του δράσης την τελευταία δεκαετία. Ακόμα και από τις παρουσιάσεις του «βιογραφικού» του, αυτή η «λεπτομέρεια» απαλείφεται. Κι όμως, ο τρόπος που στάθηκε ο «85χρονος και βάλε» Μίκης Θεοδωράκης αυτή τη δεκαετία στα πολιτικά πράγματα, είναι εντυπωσιακός και είναι ένας ακόμα λόγος, μαζί με το παγκόσμιας εμβέλειας έργο του, πού τον ανεβάζει τόσο ψηλά στη συνείδηση του λαού.

Απέναντι στο μνημονιακό καθεστώς

Ο 85χρονος Μίκης Θεοδωράκης ΕΞΕΓΕΡΘΗΚΕ ενάντια στο καθεστώς των μνημονίων. Δεν έκανε απλώς μια δήλωση, δεν έβγαλε μια ομιλία, ήταν εξεγερμένος εναντίον της πρωτοφανούς επίθεσης που δέχτηκε η χώρα. Πήρε πρωτοβουλίες να ενώσει τον λαό, κατέβηκε στις μεγάλες διαδηλώσεις, πάλεψε με κάθε τρόπο.

Τι διαφορετικό έθεσε όμως ο Μίκης Θεοδωράκης;

Πρώτον, θεώρησε παράνομο το μνημονιακό καθεστώς και κάλεσε σε συγκεκριμένες πράξεις για την μη αναγνώρισή του, δεν προέταξε μια «αντιπολίτευση» εντός των κοινοβουλευτικών πλαισίων.

Δεύτερον, έδεσε αξεδιάλυτα και χωρίς περιστροφές το εθνικό με το κοινωνικό ζήτημα, έθεσε με καθαρότητα το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας στο σύγχρονο περιβάλλον.

Τρίτο, αναγνώρισε με διαύγεια ως καθοριστικό το πολιτικό στοιχείο, τον ρόλο δηλαδή του πολιτικού συστήματος στην υποδούλωση της χώρας και την ανάγκη υπέρβασής του.

Τέταρτο, έβαλε στο επίκεντρο τη λαϊκή δράση και αυτενέργεια, στήριξε –αλλά και έγινε ένα με– τις εκδηλώσεις και την εξέγερση του ίδιου του λαού.

Πέμπτο, έθεσε ως λύση στο πολιτικό επίπεδο τη δημιουργία ενός πραγματικού μετώπου που θα ένωνε τον λαό και όχι κάποιες κομματικές απαντήσεις και συγκολλήσεις.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν υπήρχε στην πλατφόρμα και τον πολιτικό λόγο των μεγάλων και μικρότερων «αντιμνημονιακών» κομμάτων.

Στις 31 Μαΐου, ενώ το κίνημα των Πλατειών δεν έχει κλείσει ακόμα μια βδομάδα, μιλάει στα Προπύλαια σε ένα πλήθος που θα ενωθεί με τον κόσμο στο Σύνταγμα σε μια εντυπωσιακή κινητοποίηση. Ο Θεοδωράκης λέει: «Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι για όσες δυνάμεις είναι εγκλωβισμένες στο Σύστημα δεν υπάρχει λύση. Γιατί πολλοί μας λένε να γίνουμε κόμμα και να πάρουμε μέρος στις εκλογές. Τι να κάνουμε λοιπόν; Να πάρουμε 15-20%, θα βγάλουμε 10-15 βουλευτές να πάνε στα ορεινά, τα δύο μεγάλα κόμματα θα συνεχίζουν την ίδια πολιτική του ξεπουλήματος της χώρας, θα ανεβαίνουμε στο βήμα όπως κάνει τώρα και η αριστερά. Την ώρα που θα ανεβαίνουνε, θα αδειάζει η αίθουσα και άλλους να βλέπει, άλλους ν’ ακούει και έτσι θα λένε αυτοί α κυβερνάμε, ξεπουλάμε αλλά είμαστε δημοκράτες. Έχουμε και αντιπολίτευση. Όχι φίλοι μου, δε θα μπούμε σε αυτή τη λογική. Θα μας βρουν απέναντι. ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ θα κάνουμε, πρέπει να το καταλάβετε. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Να το καταλάβετε αυτό».

Η οπτική του Μίκη για το τι σημαίνει η στράτευσή του, ανιχνεύεται ακριβώς σε όσα είπε και έκανε, ειδικά τα τελευταία χρόνια, και όχι στην αναίρεσή τους

Πρωτοβουλίες και δρόμος

Τον Δεκέμβριο του 2010, ο Μίκης προχωρά στην ίδρυση της «Σπίθας». Την περιγράφει ως εγχείρημα που δεν θα έχει σε καμιά περίπτωση τη δομή κόμματος, αλλά ούτε καν «οργανωμένου κινήματος» με την κλασική έννοια. Με ένα πολύ πλατύ πλαίσιο στόχων για την διέξοδο της χώρας (απαλλαγή από την εξάρτηση, κατάργηση του καθεστώτος που στηνόταν, πολυδιάσταστη εξωτερική πολιτική κ.λπ.) καλεί σε αυτοοργάνωση και αυτενέργεια, δημιουργία ανεξάρτητων ομάδων και επιτροπών στη βάση που αργότερα θα μπορούσαν να αποκτήσουν έναν συντονισμό.

Δεν καλεί σε συμμετοχή σε εκλογές, αφού διαπιστώνει ότι ο ρόλος της Βουλής «σήμερα συνίσταται στο να καλύπτει με το κύρος της μια ουσιαστικά, ηθικά και ιστορικά παράνομη διαδικασία με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον της χώρας» και «οδηγεί στον τέλειο εθνικό εξευτελισμό και συγχρόνως στην διακωμώδηση του Κοινοβουλευτικού μας Πολιτεύματος». Καλεί τέλος σε Ανυπακοή ως «δικαίωμα και υποχρέωση του κάθε ανεξάρτητου, του κάθε ελεύθερου Έλληνα».

Οργανωτικά, το εγχείρημα αυτό δεν προχώρησε με τον τρόπο που είχε συλληφθεί και αναμετρήθηκε με προσωπικές φιλοδοξίες και χρόνιες πληγές. Δεν αποτέλεσε έκπληξη αυτό, άλλο είναι όμως το σημαντικό: Η πρόταση Θεοδωράκη ήταν πολύ πιο μπροστά και πολύ πιο κοντά σε αυτά που γεννούσε ο λαϊκός ριζοσπαστισμός σε σχέση με τα οργανωμένα τμήματα της Αριστεράς, τα οποία είτε επένδυαν μόνο στο κόμμα τους και περίμεναν τις επόμενες εκλογές είτε σχεδίαζαν μικροσυμμαχίες παραγόντων και συγκολλήσεις πάνω σε πλατφόρμες που δεν είχαν σχέση με τις ανάγκες της εποχής.

Αργότερα, θα παρθεί μια ευρύτερη πρωτοβουλία. Μαζί με τον άλλο μεγάλο, τον Μανώλη Γλέζο και τον αγωνιστή και συνταγματολόγο Γιώργο Κασιμάτη, θα καλέσει στην ίδρυση της Ενιαίας Λαϊκής Δημοκρατικής Αντίστασης (ΕΛΑΔΑ) όπου θα μπορούσαν να συμμετέχουν και κινήσεις και κόμματα, αφού «αυτό που προέχει σήμερα δεν είναι η επιδίωξη των επί μέρους ατομικών, κομματικών ή άλλων εγωιστικών επιδιώξεων αλλά η συστράτευση όλων μας -μέσα σε κλίμα συλλογικότητας και ισότητας- στο δικό μας “Χρέος”, που είναι το Χρέος προς τον Λαό μας και την Πατρίδα μας».

Ούτε αυτή η κίνηση θα ευδοκιμήσει, αφού οι περισσότεροι δυσκολεύονταν να βγάλουν από την οπτική τους το επίσημο πολιτικό και κομματικό παιχνίδι, θέτοντας άλλες προτεραιότητες.

Στις 12 Φεβρουαρίου 2012, η Ελλάδα συγκλονίζεται από μια τεράστια λαοθάλασσα ενάντια στο δεύτερο μνημόνιο. Αξίζει κανείς να ξαναθυμηθεί, να δει τα βίντεο που κυκλοφορούν. Ο Μίκης συναντιέται με τον Γλέζο στο Σύνταγμα και δέχονται βροχή χημικών. Ο Θεοδωράκης μιλά στο πλήθος με αντιασφυξιογόνα μάσκα και τραγουδά μαζί με τον λαό τα δικά του «τραγούδια για τη λευτεριά». Τέτοιες στιγμές δεν είναι συχνές στην ιστορία της χώρας μας. Από αυτές τις στιγμές απουσίαζαν οι περισσότεροι από τους σημερινούς τιμητές του Μίκη, και φυσικά οι υποτιθέμενοι πρωτοπόροι.

Εκείνες τις μέρες, ο Μίκης θα δηλώσει σε συνέντευξή του στον Δρόμο: «Η μόνη λύση για να βγούμε από το αδιέξοδο, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ριζοσπαστική. Γιατί η ανάπηρη Δημοκρατία του 1974 έχει μετατραπεί σ’ ένα κυβερνητικό σύστημα υποδουλωμένο στα ξένα συμφέροντα και τις ξένες δυνάμεις. Και η άποψή μου είναι ότι η μεταρρυθμιστική πολιτική, δηλαδή η συμμετοχή στο σύστημα, ανεξάρτητα από τις προθέσεις, αποπροσανατολίζει το λαό ως προς την ποιότητα και το ρόλο ενός συστήματος εξαρτημένου, παράνομου και -όπως θα αποδειχθεί σε λίγο- προδοτικού. Όπως ακριβώς οι κυβερνήσεις στον καιρό της ξένης κατοχής. Γιατί ο εχθρός με τη γραβάτα, όπως είπα, είναι πιο επικίνδυνος από εκείνον με τα όπλα». (συνέντευξη στον Μ. Σιάχο, Δρόμος, 13/02/2012).

Ο Μίκης όλα αυτά τα χρόνια, έρχεται σε επαφή με εκατοντάδες ανθρώπους. Όχι μόνο, ή κυρίως, με επώνυμους και παράγοντες. Συνομιλεί διαρκώς με καλλιτέχνες, με νέους ανθρώπους, με μικρές οργανώσεις και πολιτικές κινήσεις, χωρίς κανέναν σνομπισμό, ακόμα και με αθλητές και άλλους, προσπαθεί να οικοδομήσει ουσιαστικούς δεσμούς. Ακούει τους πάντες και προσπαθεί να κρατήσει κάθε ενδιαφέρουσα σκέψη και πρόταση, ενδιαφέρεται πραγματικά, μελετάει προσεκτικά και έχει γνώμη για όσα λέγονται και γράφονται, παίρνει μέρος σε δεκάδες συναντήσεις, συσκέψεις και συγκεντρώσεις, γράφει και αρθρογραφεί. Δίνεται με ψυχή και σώμα σε αυτό τον αγώνα. Για έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να συνομιλεί με όλους τους «ισχυρούς», να μπαινοβγαίνει σε άλλους χώρους ή στο κάτω κάτω να ξεκουράζεται πλησιάζοντας στα 90 του χρόνια, αυτά δεν είναι λεπτομέρειες. Και, ναι, δεν υπάρχει άλλη λέξη, είναι ατιμία να τα σβήνουν όλοι οι κομματικοί εκπρόσωποι.

Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Δημοψήφισμα

Ο Θεοδωράκης θα σταθεί κριτικός, αλλά και πολιτικός, μπροστά στην έλευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Δεν της επιτίθεται στα πρώτα της βήματα, αλλά με την εμπειρία του βλέπει ότι δεν οδηγεί τη χώρα σε μια πραγματική διέξοδο έξω από τις ράγες του νέου καθεστώτος.

Στο δημοψήφισμα, η στάση του είναι κρυστάλλινη. Είναι μαζί με τον λαό, δεν απέχει όπως κάποιες «πρωτοπορίες». Αφού κάνει λόγο για «πέντε ολόκληρους μήνες “διαπραγματεύσεων” με τους “θεσμούς”-τρόικα που έγιναν μέσα στο πλαίσιο του Μνημονίου» που «τελικά μας πέταξαν στα βράχια» και για «αποτυχία του συνόλου του πολιτικού μας κόσμου, που έχει οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα μιας εθνικής δοκιμασίας» δηλώνει: «Όχι σε όλες τις συμφωνίες που φορτώνουν τον λαό με ακόμα περισσότερα βάρη οδηγώντας τον σε πλήρη εξαθλίωση και εξόντωση και στερώντας του την εθνική ακεραιότητα, ανεξαρτησία και κυριαρχία. Και δεν πρέπει κανείς να διανοηθεί να φαλκιδεύσει την απάντηση αυτή εμφανίζοντάς την ως ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και ακόμα περισσότερο ως συναίνεση στη δική της πρόταση…».

Φυσικά καταγγέλλει τον συμβιβασμό του ΣΥΡΙΖΑ και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 καλεί σε αποχή αφού «ο κ. Γιούνγκερ μας θύμισε ότι έχει ήδη ψηφιστεί από την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τις Βρυξέλλες το “εθνικό” μας πρόγραμμα δηλαδή το Τρίτο Μνημόνιο και -ως αληθινός γκαουλάιτερ- μας απείλησε ότι αν δεν το εφαρμόσουμε, θα τιμωρηθούμε σκληρά».

Δεν θα μετρήσει τα λόγια του απέναντι στη δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα. Τον Μάιο του 2016 δηλώνει: «Σήμερα έχει καθήσει στην πλάτη μας ένα αριστεροδεξιό πολιτικό μόρφωμα συντριπτικής εκλογικής και λαϊκής μειοψηφίας, το οποίο υπακούοντας στις εντολές των ξένων καταστρέφει το παρόν και το μέλλον της χώρας μας αδίστακτα, άβουλα, υπεροπτικά και χωρίς ντροπή και έχοντας -όπως φαίνεται- συνείδηση, δηλαδή γνωρίζοντας απολύτως το κακό που προκαλεί, το γεγονός αυτό βασίζεται πάνω σε μια πρωτοφανή στρέβλωση της κοινοβουλευτικής τάξης».

Ο 85χρονος Μίκης Θεοδωράκης εξεγέρθηκε ενάντια στο καθεστώς των μνημονίων. Δεν έκανε απλώς μια δήλωση, δεν έβγαλε μια ομιλία, ήταν εξεγερμένος εναντίον της πρωτοφανούς επίθεσης που δέχτηκε η χώρα. Πήρε πρωτοβουλίες να ενώσει τον λαό, κατέβηκε στις μεγάλες διαδηλώσεις, πάλεψε με κάθε τρόπο

Οι Πρέσπες και η λάσπη

Ο Θεοδωράκης θα δώσει την τελευταία ουσιαστικά μεγάλη του πολιτική μάχη ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών. Στο στόχαστρό του, η νατοϊκή συμφωνία ξεπουλήματος της Μακεδονίας αλλά και συνολικά η «ιδεολογία των Πρεσπών», η λογική δηλαδή της υποταγής στην παγκοσμιοποίηση σαν κάτι «προοδευτικό» και της εξαέρωσης της χώρας και της αυτόνομης θέσης της.

Ο Θεοδωράκης δηλώνει το αυτονόητο, ότι «η ψήφος του ελληνικού λαού δεν έδωσε σε κανένα εν λευκώ εξουσιοδότηση για χειρισμό του θέματος αυτού κατά το δοκούν», θεωρεί άθλια και καταστροφική τη Συμφωνία, ενώ ζητά δημοψήφισμα, κάτι που δεν ψέλλισε σχεδόν κανείς, και φυσικά ούτε τα αριστερά κόμματα που υποτίθεται ότι δεν ήθελαν τις Πρέσπες.

Όταν όμως ο Μίκης ήθελε να πολεμήσει κάτι, δεν έμενε σε μια δήλωση. Επιδίωξε λοιπόν την πιο πλατιά κινητοποίηση ενάντια σε αυτή τη συμφωνία. Για μια φορά ακόμα υπερέβη τα εσκαμμένα για το βαθύ σύστημα και δέχτηκε μια απίστευτη επίθεση ψέματος, λάσπης και χτυπημάτων χωρίς ηθικούς φραγμούς.

Η ομιλία του Θεοδωράκη στην τεράστια συγκέντρωση στο Σύνταγμα δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών (για περισσότερα, βλέπε και το άρθρο του Σπ. Παναγιώτου «Τι είπε τελικά ο Μίκης στο Σύνταγμα», Δρόμος, 15/2/2018). Μερικά μόνο αποσπάσματα:

«Εγώ δεν ντρέπομαι, όπως οι εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν, να παραμείνω πιστός στις ιερές σκιές των προγόνων μας που μας δίδαξαν την αγάπη και τη θυσία για το έθνος και την πατρίδα. Μια πατρίδα που σέβεται και αγαπά όλες τις πατρίδες του κόσμου».

«Ναι, είμαι πατριώτης – διεθνιστής και συνάμα περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλες του τις μορφές».

«Γιατί όταν υπερασπίζεται κανείς τα δίκαια της πατρίδας του και του λαού του, αυτό δεν είναι εθνικισμός, είναι πατριωτισμός».

Ψιλά γράμματα. Ένα ολόκληρο σύστημα, κυρίως γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, βάλθηκε να τον εξοντώσει. Πρωταγωνίστρια σε αυτό το συμβόλαιο η (πενθούσα σήμερα) Εφημερίδα των Συντακτών που βγήκε τότε με το άθλιο πρωτοσέλιδο «Ώδινεν όρος και έτεκεν… Μίκη» για το συλλαλητήριο. Κατηγορήθηκε ο Θεοδωράκης για συμπόρευση με τους ακροδεξιούς επειδή υποστήριξε μια θέση που έβρισκε σύμφωνο πάνω από το 70% του ελληνικού λαού. Φράσεις του απομονώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά το δοκούν, ακόμα και φωτογραφίες αξιοποιήθηκαν «δημιουργικά».

Σε συνέντευξή του στον Δρόμο, θα απαντήσει:

«Ο πατριώτης διεθνιστής ανήκει σ’ αυτούς που πίστεψαν και αγωνίστηκαν με τις ιδέες και τα λάβαρα του ΕΑΜ. Σ’ αυτούς ανήκα κι εγώ, ένας από τους ελάχιστους που είναι ακόμα ζωντανοί και ακόμα ένας από τις μερικές δεκάδες που έχουμε μείνει όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια ως σήμερα πιστοί στην ιδεολογία της νιότης μας». «Η Ελλάδα δεν είχε διεκδικητικές βλέψεις σε ξένα εδάφη. Είμαστε ένας Λαός 100% φιλειρηνικός». «Τι βρήκαν τώρα, ύστερα από μισό και πλέον αιώνα; Ότι… συνέπλευσα με την Χρυσή Αυγή! Δηλαδή με μια μαύρη τριχούλα μέσα στο γάλα της Λαοθάλασσας που την κατάπιε κυριολεκτικά. Την είδε κανείς; Κανείς! Μόνο μια φωτογραφία και ένα-δυο πλάνα όλα κι όλα» (συνέντευξη στον Γ. Παπαϊωάννου, Δρόμος, 20/2/2018).

Αυτά ήταν κάποια μόνο από τα σημεία της δράσης και της θέσης του Μίκη Θεοδωράκη. Ορισμένοι που επισείουν την επιστολή για τον τρόπο που ήθελε να φύγει σαν να είναι «δήλωση μετανοίας», διαπράττουν ακόμα ένα σοβαρό ατόπημα. Γράφοντας ο Θεοδωράκης ότι «την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”» δεν είπε, δεν θα μπορούσε να πει, να σβηστεί ως λεπτομέρεια ή ως λανθασμένη η στάση του τα τελευταία χρόνια, όπως θα βόλευε μερικούς. Δήλωσε κομμουνιστής, δεν ζήτησε να στρατολογηθεί σε κάποιο κόμμα, ούτε ξέχασε όσα έγιναν. Η οπτική του Μίκη για το τι σημαίνει η στράτευσή του, ανιχνεύεται ακριβώς σε όσα είπε και έκανε, ειδικά τα τελευταία χρόνια, και όχι στην αναίρεσή τους.

Θα κλείσουμε με κάτι που γράφτηκε στον Δρόμο πριν 4 χρόνια. (Η «όλη Ελλάδα» του Μίκη Θεοδωράκη, του Τ. Βαρούνη, Δρόμος, 13/6/2017). Δεν είναι προφητικό γιατί δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς:

«Θα έρθει η ώρα όπου οι διάσημοι και οι «επώνυμοι» αυτού του τόπου θα βγάλουν από τα συρτάρια τους τις φωτογραφίες που κατάφεραν να βγάλουν πλάι στον Μίκη Θεοδωράκη, κλέβοντας λίγη από τη δόξα του. Οι περισσότερες θα είναι από τα παλιά. Γιατί τα τελευταία χρόνια, σαν αναδρομή αλλά και για τον ίδιο προσωπικά, κόπηκαν οι δεσμοί με τους κυβερνώντες και την εξουσία. Χωρίς περιστροφές, ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται “με το μέρος” όχι απλά του πληττόμενου αλλά και του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού. Ό,τι και να γίνει, λοιπόν, η καπηλεία του θα έχει ένα όριο. Αυτό που έθεσε ανεπιστρεπτί η φωτογραφία του μέσα στα δακρυγόνα της Πλατείας Συντάγματος. Μέσα στο κόσμο που μούντζωνε το Κοινοβούλιο. Σε όσα γράφει όλο το τελευταίο διάστημα και θάβονται με μαεστρία από τον επίσημο πολιτικό κόσμο».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!