του Γιάννη Σχίζα
«Καημένε Μακρυγιάννη, τζάκισες το χέρι σου για να χορεύουν σέϊκ τα κολόπαιδα»
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Αρχής γενομένης τον Μάρτη του 1821, ο νεοελληνικός σχηματισμός «μέτρησε με βία τη γη» – που ’λεγε και ο Αλέκος Αλαβάνος, υιοθετώντας την εκδοχή της «βίας» έναντι της «βιάς» ως βιασύνης… Όχι μόνο στα 200 χρόνια αλλά και στο προβλεπτό μέλλον, η επέτειος της 25ης Μαρτίου αποτελεί ένα μαζικό λουτρό ιστορίας και είναι πρόσφορη για κάθε είδους εμβαθύνσεις και αναθεωρήσεις. Και γενικά η ιστορία –των κορυφώσεων αλλά και των υφέσεων του εθνικού μας σχηματισμού– θα μπορούσε να ξαναγράφεται σε εκδοχές πληρέστερες, σε αντίθεση με εκείνο το «rewriting» (ξαναγράψιμο) που στοχεύει στον «κατευνασμό» σημερινών αντιθέσεων και στην «απάλειψη» μελανών σημείων για την εξυπηρέτηση της τρέχουσας πολιτικής…
Η ιστορία γενικώς δεν είναι «αδέσποτη», εκτός εάν αναφέρεται σε πεθαμένους λαούς. Η ιδέα μιας «ορφανής» αρχαιοελληνικής ιστορίας, την οποία υιοθέτησε κατά τον Φαλμεράϊερ ένα σύμφυρμα πληθυσμών που ζούσαν στον ελλαδικό χώρο –Σλάβοι και Αλβανοί κυρίως– μετατρέποντας σε επίσημη ιστορία έναν ψευδο-νεοελληνισμό μετά το 1830, είναι εξαιρετικά παράλογη. Η θεωρία της επινόησης της ελληνικότητας από άσχετους πληθυσμούς που συνέβη να κατοικήσουν στον ελληνικό χώρο (και να ανακαλύψουν ότι ο παλιός ιδιοκτήτης του ακινήτου τύχαινε να είναι μια ιστορική διασημότητα…) είναι ανούσια…
Υπάρχουν γλωσσικά και όχι μόνο στοιχεία, που πείθουν για το ανυπόστατο μιας τέτοιας μαζικής πλαστογραφίας, όμως ακόμη και σήμερα η εκδοχή της νεοελληνικής εθνογένεσης τον 18ο αιώνα, φαίνεται να έχει υποστηρικτές. Λόγου χάρη ο Αριστείδης Μπαλτάς, ως υπουργός Παιδείας, σημείωνε σαν αφετηριακό στοιχείο της ελληνικής υπόστασης το πρώτο σύνταγμα της επαναστατημένης Ελλάδας.
Όμως η ελληνική συλλογικότητα υπάρχει διά μέσου της Ιστορίας διασκορπισμένη από τη Ρουμανία μέχρι την Ιταλία και τη Μικρά Ασία, υποταγμένη, «με ξένες προσμίξεις», αλλά πάντως υπάρχει: Οι Αγγλοσάξονες το λένε «The Greek diaspora». Η συλλογικότητά μας δεν έχει κράτος μέχρι το 1821, είναι όμως υπαρκτή όσο η συλλογικότητα των Ασσυρίων, που διήγε από το αυτοκρατορικό status του 7ου π.Χ. αιώνα μέχρι σήμερα, στα βουνά και στα λαγκάδια του Ιράκ-Ιράν. Η ελληνικότητα υπάρχει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στη Τουρκοκρατία: Γι’ αυτό ο Ιουστινιανός αποκλείει από τα δημόσια αξιώματα «πάντας τους νοσούντας την ελληνικήν μανίαν», γι’ αυτό στους «χαιρετισμούς» του 7ου αιώνα η Παναγία χαιρετίζεται «ως η διασπώσα τας πλοκάς των Αθηναίων», γι’ αυτό υπάρχει η Ειρήνη η Αθηναία αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, γι’ αυτό ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων επιβεβαιώνει ότι «Έλληνες εσμέν ως η φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί». Όταν ο θεατρικός συγγραφέας Δ. Βυζάντιος (1790-1853) αναφέρεται στη «Βαβυλωνία» σε διάφορους χαρακτήρες της απελευθερωμένης χώρας (Τούρκος, Αρβανίτης, Κύπριος, Κρητικός κ.λπ.) έχει σκοπό τη διακωμώδηση της περίσσειας ντοπιολαλιών και την πρωτοφανή ασυνεννοησία! Πέρα όμως απ’ αυτά υπάρχει η κεντρομόλος δύναμη της ελληνικότητας: Η Ελλάδα πριν και επί Δ. Βυζαντίου έζησε ελληνοποιώντας ξένους, όπως και χάνοντας Έλληνες.
Η θεωρία της επινόησης της ελληνικότητας από άσχετους πληθυσμούς που συνέβη να κατοικήσουν στον ελληνικό χώρο (και να ανακαλύψουν ότι ο παλιός ιδιοκτήτης του ακινήτου τύχαινε να είναι μια ιστορική διασημότητα…) είναι ανούσια…
Η αγωνία του μικρού λαού
Αυτή η επέτειος μπορεί να είναι επέτειος ηθικής ανάτασης. Κι όμως, έχουμε την αγωνία ενός μικρού λαού, που είναι αμφίβολο αν «θα τη βγάλει» στις νέες συνθήκες κυριαρχίας άλλων γλωσσών και πολιτιστικών σχηματισμών. Η παραδοσιακή ξενομανία έχει αντικατασταθεί από το σύμπλεγμα του μικρού λαού! Στο διεθνές στερέωμα παρουσιαζόμαστε με ανθρώπους που λένε ότι έχουν ευρωπαϊκή υπηκοότητα και είναι μόνο στην καταγωγή Έλληνες!
Έλεγε ο Μίλαν Κούντερα στους «Λόγους Τσέχων συγγραφέων», το 1967: «Όποιος από υποκρισία, βανδαλισμό, έλλειψη κουλτούρας, ανελεύθερο πνεύμα, αφαιρεί το έδαφος από την πολιτιστική ανάπτυξη, το αφαιρεί άμεσα και από την ύπαρξη αυτού του έθνους».
Κι εμείς, στα πλαίσια μιας πολιτιστικής ανάπτυξης που μας ορίζει σαν έθνος, έχουμε να κάνουμε πολλά για το προσεχές μέλλον: Έχουμε να αντιπαλέψουμε τον εθνικισμό με τον πατριωτισμό, που μοιάζουν, από την άποψη των πολιτικών χημικών δεσμών που τους συγκροτούν, όπως μοιάζει ο καταναλωτισμός και η κατανάλωση, ο βιασμός και η ερωτική πράξη, ο λαϊκισμός και ο λαϊκός, ο θεατρινισμός και ο θεατρικός λόγος, ο τοπικισμός και ο τοπικός – μόνο που δεν είναι ίδιοι!
Έχουμε να αντιπαλέψουμε τον εθνικισμό που δεν συμψηφίζεται με τις «διεθνιστικές» υπερβολές ούτε σχετίζεται με το εθνικό vivere pericolozamente (ζην επικινδύνως) μέσα σε ένα πλαίσιο απειλών και εξοπλισμών από την Τουρκία. Έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον «διεθνισμό» που προωθείται με εξιστορήσεις και αναφορές κάποιων συμβιωτικών σχέσεων με τους Τούρκους. Έχουμε να πολεμήσουμε με τον εθνικό ναρκισσισμό, που δεν ξεπερνιέται με το χύδην φτύσιμο των εθνικών συμβόλων.
Η 25η Μαρτίου απαιτεί την καταβολή διανοητικής ενέργειας –αλλιώτικα υπαγορεύει την εκφώνηση κοινότοπων λογυδρίων με «δασκαλίστικες» ασημαντότητες– όμως επίσης μπορεί να είναι υπογράμμιση νοημάτων και αξιολόγηση στάσεων ζωής. Αυτά τα νοήματα και αυτές τις στάσεις ζωής –την αντίσταση απέναντι στην καταπίεση, απέναντι στους μικρούς, τους μεσαίους και μεγάλους ιμπεριαλισμούς– εξακολουθούμε και σήμερα να έχουμε ανάγκη.