Το υπουργείο Πολιτισμού και η πολιτική… Ασφάλειας
Αισθήματα έχω αδερφικά,
για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά,
που με χιόνια και βροχές,
να με φυλάνε έχουν διαταγές.
Αδέρφια μου ασφαλίτες, εσείς μόνο,
τον δικό μου ξέρετε τον πόνο!
Στίχοι: Βόλφ Μπίρμαν (απόδοση στα ελληνικά: Δημοσθένης Κούρτοβικ), μουσική, ερμηνεία: Θάνος Μικρούτσικος, δίσκος: «Πολιτικά τραγούδια» (1975)
Μια ωραία ιδέα είναι μετά την Πανεπιστημιακή Αστυνομία να ιδρυθεί και η Πολιτιστική Αστυνομία, η οποία να υπάγεται απευθείας στη κυρία Μενδώνη.
Κάτι τέτοια σκεφτόμουνα όταν διάβαζα το αδιανόητο, χουντικής έμπνευσης εγχειρίδιο περί «Πολιτικής Ασφάλειας» που εξέδωσε ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού.
Απολαύστε υπεύθυνα:
«Το Υπουργείο Πολιτισμού παρέχει κατευθύνσεις στους υπαλλήλους αναφορικά με την αποδεκτή συμπεριφορά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η διαδικτυακή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρακολουθείται συστηματικά, ώστε να εντοπίζεται και να αντιμετωπίζεται εγκαίρως δημοσιευμένο υλικό που θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο Υπουργείο Πολιτισμού…
…Οι υπάλληλοι οφείλουν να συμμορφώνονται με τις πολιτικές του Υπουργείου Πολιτισμού κατά τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ιδιωτική τους ζωή, καθώς δύναται να θεωρηθεί ότι –έστω και ατύπως– εκπροσωπούν δημοσίως το Υπουργείο Πολιτισμού. Οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι ιδιωτικές δραστηριότητές τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν αντιτίθενται στις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στο πλαίσιο της συνεργασίας τους με το Υπουργείο και διαχωρίζουν σαφώς την ιδιωτική παρουσία τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από την επίσημη εκπροσώπηση του Οργανισμού.»
Αν στη θέση των «μέσων κοινωνικής δικτύωσης» βάλουμε τη λέξη «έντυπα», θα έχουμε ένα ωραίο κείμενο από την εποχή της χούντας.
Μου θύμισε έντονα ένα βιβλιαράκι του Βασίλη Βασιλικού, τις «Υποθήκες Παπαδόπουλου Παττακού» που είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πλειάς και περιελάμβανε αποφθέγματα της περιόδου 21/4/1967-21/4/11968.

Αν διαβάσετε τι έλεγαν τότε, θα βρείτε ανατριχιαστικές ομοιότητες με τον λόγο των κυβερνητικών στελεχών, της ομάδας αλήθειας και φυσικά των διαφόρων «δημοσιογράφων» και «αναλυτών», τύπου Πορτοσάλτε, Δρυμιώτη κ.λπ.
«Πρέπει τα άτομα να παύσουν να αποτελούν άτομα αναρχικά, υλιστικά και να καταστούν άτομα κοινωνικά» (Παπαδόπουλος, 6/1/1968, Λόγος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης).
«Η θέσις των Ελλήνων είναι εις δύο στρατόπεδα, εις το στρατόπεδον της Ελλάδος και εις το στρατόπεδον των εχθρών της Ελλάδος. Οι εχθροί της Ελλάδος καλά θα κάνουν να με απαλλάξουν από την διαδικασίαν να τους θέσω εκτός στρατοπέδου» (ΠΑΠ, 25/7/1967, Επί τη ορκωμοσία του νέου Υπουργού Παιδείας).
«Το σύστημά μας δεν είναι δικτατορικόν. Βεβαίως δεν είναι δημοκρατικόν υπό την τυπικήν έννοιαν της λέξεως. Ημπορούμεν να το αποκαλέσομεν μιαν πειθαρχημένην ελευθερίαν. Πιστεύω ότι ουδέποτε ο ελληνικός λαός είχε πραγματικήν ελευθερίαν οίαν έχει σήμερον. Είναι ενθουσιασμένος ο ελληνικός λαός σήμερον» (Παττακός, 15/11/1967, Προς τους Γερμανούς παλαιούς πολεμιστές του Γ΄ Ράιχ, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου).
***
Το ζήτημα είναι πως η κυρία Μενδώνη με τους αυλικούς της έχει στήσει ένα ωραιότατο μαγαζάκι στο υπουργείο Πολιτισμού και μοιράζει κάθε χρόνο διάφορα ποσά σε φορείς του πολιτισμού με κριτήρια που κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς. Συχνά αυτοί που αποφασίζουν ποιοι και ποια ποσά θα πάρουν ανήκουν οι ίδιοι σε φορείς που χρηματοδοτούνται. Είναι αυτό που λέμε «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει». Και δυστυχώς υπάρχουν πολλά παραδείγματα τέτοιων… διανοουμένων.
Αλλά και όσοι δεν έχουν μπάρμπα στην Κορώνη, σε κάθε ολίσθημα του υπουργείου, ακόμη και σε αυτήν την κραυγαλέα και χουντικής φιλοσοφίας εγκύκλιο, προτιμούν την αιδήμονα σιωπή, ελπίζοντας και αυτοί κάπως να τη βολέψουν και να τσιμπήσουν μερικά χιλιάρικα όταν αποφασιστούν οι ετήσιες επιχορηγήσεις / χρηματοδοτήσεις.
Γι’ αυτό μην απορείτε καθόλου που σπανίως άνθρωποι του πολιτισμού παίρνουν θέση σε τέτοια ζητήματα. Φυλάγονται οι άνθρωποι.
Και πάλι θα επικαλεστώ τον Βολφ Μπίρμαν:
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, / τους Γερμανούς, τους προφεσόρους, / που καλύτερα θα ξέρανε πολλά, / αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά, / υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί, / τους έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, / υμνούνε της πατρίδας τον χαμό, / κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια, / με τους σοφούς του κράτους τα ’χουνε πλακάκια, / σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, / τους έχω σιχαθεί.
Δυστυχώς κάπως έτσι έχουν τα πράγματα.







































































