…Όμως τα σύννεφα έχουν μαυρίσει τον ορίζοντα,
την πόλη, την καρδιά μου και κάθε ελπίδα έχει χαθεί
Τα σύννεφα είναι κατάρα και απειλή. Τα σύννεφα με σκεπάζουν
Κι είναι σιωπή
Μάνος Χατζηδάκις, Το Χαμόγελο της Τζοκόντας
Τον Fredrik Backman τον διαβάζω μετά μανίας, από το «Η γιαγιά μου σας χαιρετά και ζητάει συγγνώμη» και μετά. Έχει έναν μοναδικό, δικό του τρόπο να προσεγγίζει τα πράγματα και τις καταστάσεις.
Στο νέο του μυθιστόρημα ‒που κυκλοφορεί όπως όλα από τις εκδόσεις Κέδρος‒ το «Μπίερνσταντ» μας πάει ένα βήμα παρά πέρα και στην ουσία προχωρά στην ανατομία της κοινωνίας μιας πόλης.
Μιας πόλης που υπάρχει μόνο στη φαντασία του συγγραφέα, και όπως εξηγεί ο μεταφραστής του βιβλίου Γιώργος Μαθόπουλος το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις Björn (αρκούδα) και stad (πόλη), ήτοι Μπίερνσταντ = Η πόλη της αρκούδας.
Όπως οι δρόμοι της Νέας Υόρκης στη Τζοκόντα του Χατζηδάκι που θα μπορούσαν να είναι οι δρόμοι οποιασδήποτε μεγαλούπολης, εκεί που κυκλοφορούν μοναχικοί άνθρωποι, θλιμμένα αγόρια, δολοφόνοι, αλλά και ο ίδιος ο θάνατος, έτσι και η μικρή πόλη που επινοεί ο Backman θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε επαρχιακή πόλη του κόσμου.
Εκεί συναντάμε τους ήρωές μας. Όλα περιστρέφονται γύρω από το χόκεϊ που στη Σουηδία είναι από τα πλέον δημοφιλή αθλήματα:
«…Ένα παιχνίδι είναι μόνο. Και καθορίζει μόνο μικρά, ασήμαντα, σχεδόν απαρατήρητα πράγματα. Όπως ποιος επιβεβαιώνεται, το ποιος ακούγεται. Μπορεί κάποιος να μιλήσει κοροϊδευτικά και να πει πως όλα αυτά είναι υπερβολές. Ωστόσο το σπορ κάνει ορισμένους σταρ και κάποιους άλλους θεατές. Δίνει εξουσία σε κάποιους και τραβάει διαχωριστικές γραμμές…»
Αν στη θέση του χόκεϊ βάλουμε το ποδόσφαιρο και κρίνουμε από το τι συμβαίνει σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας ίσως κατανοήσουμε καλύτερα.
Η κόρη του εφόρου της ομάδας της πόλης πέφτει θύμα βιασμού από τον μεγάλο σταρ της εφηβικής ομάδας.
Όπως γράφει ο Backman «για τον δράστη ο βιασμός κρατάει μερικά λεπτά. Για το θύμα κρατάει για πάντα».
Το κορίτσι ζει τη δική του κόλαση, προσπαθεί να τα ξεχάσει όλα. Δεν μιλά αρχικά σε κανέναν. Όμως κάποια στιγμή αποφασίζει να τα βάλει με όλους. Να πει την αλήθεια. Κι ας μαντεύει τις συνέπειες.
Αποκαλύπτει τα πάντα λίγο πριν τον μεγάλο τελικό στον οποίο κάτοικοι, οπαδοί, διοίκηση της ομάδας, σπόνσορες και τοπικές αρχές πόνταραν πολλά. Αντιμετωπίζει την οργή και την περιφρόνηση. Από τους συμπαίκτες του βιαστή. Από τους συμμαθητές της. Από την πόλη ολόκληρη.
Είναι όλοι αφοσιωμένοι στην ομάδα:
«…Αφοσίωση. Στα ομαδικά αθλήματα είναι ελάχιστες οι λέξεις που είναι πιο δύσκολο να εξηγήσεις. Η αφοσίωση θεωρείται πάντα θετικό χαρακτηριστικό, γιατί πολλοί λένε ότι στην αφοσίωση οφείλονται τα καλύτερα πράγματα που κάνει ένας άνθρωπος για τους συνανθρώπους του. Το πρόβλημα είναι ότι πολλές από τις χειρότερες πράξεις μας τις κάνουμε και πάλι στο όνομα της αφοσίωσης…»
Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Τα ηθικά διλήμματα πολλά. Οι φιλίες δοκιμάζονται. Και κυρίως η πόλη που πάντα απέφευγε να βλέπει κατάματα την αλήθεια και να προτιμά τη σιωπή.
Για να γίνεις αποδεκτός πρέπει να ανήκεις στην ομάδα. Να μη διαφέρεις…
Όμως αυτό δεν είναι το μόνο ζήτημα που θίγει με εξαιρετικό τρόπο ο συγγραφέας. Από τη διεισδυτική ματιά του δεν ξεφεύγουν οι σχέσεις γονιών παιδιών, το βάθος της φιλίας, η δύσκολη εποχή της εφηβείας…
Και παράλληλα διαλύει πολλά στερεότυπα. Από τις πολύ ενδιαφέρουσες σελίδες είναι αυτές που αφορούν τους οργανωμένους οπαδούς των ομάδων. Χωρίς κηρύγματα περιττά, φαίνεται να κατανοεί σε βάθος όχι μόνο τι οδηγεί σε διάφορες συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται ως «αντικοινωνικές», αλλά να βλέπει ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι με τα «μαύρα ρούχα» οι οποίοι στο βιβλίο αντιπαρατίθενται με τους «ευυπόληπτους πολίτες», με τη ζυγαριά της αλήθειας, της ηθικής στάσης και της εντιμότητας να γέρνει υπέρ αυτών που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας.
Όπως συχνά έχουμε επισημάνει, η λογοτεχνία, όταν κινείται σε αυτό το επίπεδο ταλέντου και γνώσης, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε το τι συμβαίνει γύρω μας και στην κοινωνία πολύ καλύτερα από διάφορες πολιτικές, κοινωνιολογικές και επιστημονικές αναλύσεις.
Ο συγγραφέας δεν επισημαίνει μόνο τα όσα συμβαίνουν, αλλά δείχνει και τον δρόμο του ατομικού αγώνα, που σαφέστατα δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά μάλλον με σπασμένα γυαλιά, ωστόσο είναι ο μόνος δρόμος για να «λεγόμαστε άνθρωποι» που έλεγε κι ο ποιητής…