Σατιρικά Γυμνάσματα
3
Φασουλήδες, μακριά, κ’ εσείς, παλιάτσοι!
Στην αστόχαστη πλέμπα μην πλερώνεις,
Σατιριστή, του σκλάβου το χαράτσι.
Σίδερο ο στίχος για να τον πυρώνης.
Σημάδεψε και τρύπησε και δείρε,
τα νύχια σου, αϊτού νύχια. σκούξε, γκιώνης.
Και πόμπεψε και μέσ’ στη λάσπη σύρε
της αμαρτίας την πόρνη. και γοργά
και τ’ όρνιο σαΐτεψε το. αυτό μας πήρε
το νου, τη γνώμη, την παλληκαριά.
Αλιά σας, ψεύτες, άμυαλοι, κιοτήδες!
Σατιριστή κ’ εκδικητή, καρδιά!
Μήτε οι παλιάτσοι, μήτε οι φασουλήδες.
6
Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους.
Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν
όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους.
Δέσαν το νου. την καρδιά τη ντροπιάσαν.
Να το ρουσφέτι να κ’ η ελληνικούρα,
τ’ άρματά τους. Μ εκείνα μας χαλάσαν.
Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα.
Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος.
Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα.
Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος
κάθε λογής τζουτζέδων και πιερρότων,
κ’ εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος
μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων.
8
Οι κηφήνες, οι βάτραχοι, κ’ οι ακρίδες.
Τρανοί, πολιτικοί, γραμματισμένοι,
στις αφρόντιστες μέσα εφημερίδες,
ένα πλήθος ανίδεοι και στριμμένοι,
καθένας τους ανάξια τ’ όνομά σου
σημάδι μιας τυφλής χτυπιάς το σταίνει.
Κ’ εσένα πάντα το περπάτημά σου
προς το καμπαναριό, να τανεβής.
κι ανεβαίνεις. τα πλάτια ολόγυρά σου,
στα πόδια σου ένας κόσμος αρνητής.
Του κόσμου, κι αν το θείο δε βρέχεις μάνα,
σημαίνεις – πιο τρανός ζωντανευτής –
μια καινούρια θρησκεία με νέα καμπάνα.