Το συστημικό έγκλημα έγινε την 1η Μαρτίου στα Τέμπη. Στις 8 Μαρτίου ολόκληρη η Ελλάδα διαδήλωνε σε έναν ξεσηκωμό νέων και ενηλίκων, δείχνοντας ότι το ποτήρι έχει ξεχειλίσει, ότι η οργή δεν χωρά στην άθλια «κανονικότητα». Μια νέα γενιά βαθιά συγκινημένη δίνει τον τόνο με τη φωνή και την παρουσία της, δίνει το ιδιαίτερο χρώμα της κοινωνικής έκρηξης. Οι δημοσκόποι και οι πολιτικάντηδες ίσως σκεφτούν ότι όλοι αυτοί δεν ψηφίζουν, κι ότι θα καταφέρουν να ξαναβάλουν το ψιλοεκτροχιασμένο τρένο του πολιτικού συστήματος στις ράγες της «κανονικότητας». Δηλαδή να συνεχίσουν όπως πριν: νομοσχέδια, ιδιωτικοποιήσεις, μεταδημοκρατία, μεταδικαιοσύνη, αλαζονεία, κυνισμό, κέρδη και μίζες, και φυσικά ποσοστά και έδρες. Η αλήθεια όμως είναι ότι τίποτα δεν είναι ακριβώς ίδιο μετά την κοινωνική έκρηξη που βιώσαμε στις 8 Μαρτίου. Ας δούμε ορισμένες κρίσιμες διαστάσεις, κοινωνικές πρώτα, και πολιτικές στη συνέχεια.
Το ερώτημα που απαντήθηκε
Από αυτές τις σελίδες είχαμε παραθέσει σειρά άρθρων υπό το γενικό ερώτημα «Είναι δυνατή μια νέα κοινωνική διαθεσιμότητα;». Όσα έγιναν έδωσαν μια πρώτη και σημαντική απάντηση: η κοινωνική διαθεσιμότητα υπάρχει, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην παρούσα φάση. Υπάρχουν ισχυρά αντισώματα στην ελληνική κοινωνία. Ακόμα και οι πιο νέες γενιές, που δεν έχουν ζήσει καλά-καλά τα μνημόνια, δηλαδή ήσαν μικρά παιδιά όταν εγκαθιδρύθηκε το ειδικό καθεστώς στη χώρα μας, νιώθουν πως το πολιτικό σύστημα, η πολιτεία εν γένει και οι βασικοί θεσμοί της (π.χ. Δικαιοσύνη, σώματα ασφαλείας και καταστολής) λειτουργούν εχθρικά και ενάντια στα όνειρά τους, στο μέλλον τους. Οι νέοι νιώθουν ξένοι στον τόπο τους, και θέτουν πολύ γενικότερα θέματα: ζωή, αξιοπρέπεια, σεβασμό, ελευθερία, δικαιοσύνη, δημοκρατία. Και τα θέτουν σε μια χώρα με τεράστια ελλείμματα σε αυτούς τους τομείς. Σε μια χώρα που έχει μετατραπεί σε «χώρο», σε «κόμβο», σε «πλατφόρμα» εκτίναξης κάθε σαλταδόρου και μιας ελίτ παρασιτικής, σε «ορμητήριο» funds, τραπεζών, στρατευμάτων.
Τα νεολαιίστικα συνθήματα «Πάρε με όταν φθάσεις – ΟΚ μαμά», «Η Άνοιξη σταμάτησε στα Τέμπη», «Δολοφόνοι», «Δεν θέλω να ζω από τύχη» και τόσα άλλα, είναι μια κραυγή πόνου, αλλά και ελπίδας, αφού με την πράξη τους και στη δράση τους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες της χώρας έδωσαν στις 8 Μαρτίου τη δική τους πολιτική παρουσία. Έδωσαν άλλη διάσταση στην ίδια την πολιτική. Μια πολιτική που δεν είναι κόμματα, ποσοστά, βουλευτές, δημοσκοπήσεις, κολπάκια, ατάκες, ψέμα. Η δράση τους υπογραμμίζει την ανάγκη μιας άλλης πολιτικής, μιας πολιτικής Ευθύνης, Προσφοράς, Αλληλεγγύης, Ηθικής. Μιας Πολιτικής που θα απαντά στο «υπαρξιακό πρόβλημα» αυτής της χώρας – πρόβλημα πολυπαραγοντικό και βαθύ. Το «πάμε κι όπου βγει» εκφράζει την πραχτική των ελίτ, πολιτικών και οικονομικών, που νοιάζονται μόνο για το ίδιον όφελος και όχι για τη χώρα και την κοινωνία, που αποδεδειγμένα την ξεχαρβαλώνουν, την υποθηκεύουν, την παραδίδουν, τη διαλύουν. Από αυτές τις «λειτουργίες» αποκομίζουν κέρδη, περιουσίες, ισχύ επί της κοινωνίας – και ενάντια στην υπόσταση της χώρας.
Κοινωνική διαθεσιμότητα λοιπόν υπάρχει. Όχι όπως τη φαντασιώνεται κάποιος, αλλά έτσι όπως αυτή επωάζεται μέσα από αντιθέσεις, μέσα από μοριακές διαδικασίες και μεγάλα συμβάντα, μέσα από τους δικούς της δρόμους, τη δική της συνείδηση, τον δικό της βαθμό και ρυθμό πολιτικοποίησης.
Η κοινωνική έκρηξη αυτών των ημερών απαιτεί μια μεγάλη αλλαγή – όχι απλά εναλλαγή κομμάτων ή ποικιλία σχημάτων που θα διακυβερνήσουν αυτήν την αθλιότητα. Χωρίς την κοινωνική διαθεσιμότητα και την ενεργοποίησή της, η «κανονικότητα» θα ακολουθούσε την πορεία στις «ράγες» που υπήρχαν
Η συνέχεια: νέα ερωτήματα
Και τώρα, που είδαμε αρκετά ενεργοποιημένη την κοινωνική διαθεσιμότητα, οφείλουμε να απαντήσουμε σε μια σειρά νέων κρίσιμων ερωτημάτων: Τι παράγει ήδη αυτή η κοινωνική διαθεσιμότητα – Τι μπορεί να δώσει στο εγγύς μέλλον – Πώς θα την αντιμετωπίσουν οι συστημικές δυνάμεις;
Η 8η Μαρτίου έδειξε, ακόμα και στους πιο δύσπιστους, ότι έχουμε τον συνδυασμό μιας κοινωνικής κρίσης και μιας κοινωνικής έκρηξης μεγάλων διαστάσεων, με μεγάλο βάθος, που θα επηρεάσει με διάρκεια την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας, στην οποία θα βάλει το αποτύπωμά της με έντονο τρόπο. Τα σχολεία και τα γήπεδα είναι ένας δείκτης της οργής. Αλλά γίνονται σε ευρύτατο βαθμό και συνειδησιακές μετατοπίσεις, που δείχνουν ότι το μανιπουλάρισμα από μεριάς του πολιτικού και μιντιακού συστήματος θα δυσκολευτεί να έχει γρήγορα και άμεσα αποτελέσματα. Ήδη έχουν παραχθεί δύο πολύ σημαντικά και ανησυχητικά για το σύστημα αποτελέσματα: Ο μεν Μανώλης Κοττάκης, στην Εστία της 10ης Μαρτίου, κάνει λόγο για «πολιτειακή κρίση συντακτικού τύπου», ο δε Νίκος Κωνσταντόπουλος, σε άρθρο του στα ΝΕΑ, αναφέρεται σε «κρίση εμπιστοσύνης και απόρριψης». Ομιλούν δηλαδή για κοινωνική κρίση ιδιαίτερης και βαθιάς μορφής. Στην ουσία, η κοινωνία ζητά να αλλάξει η χώρα. Δεν είναι δηλαδή μόνο οργισμένη: θέλει και φωνάζει ότι χρειάζεται μια μεγάλη αλλαγή. Όμως αυτή η επιθυμία, αυτή η απαίτηση, προσκρούει στην πεισματική άρνηση ενός πολιτικο-οικονομικού συστήματος, ενός καθεστώτος των ελίτ (εγχώριων και ξένων) που αρέσκονται σε μια Ελλάδα-μπάχαλο και αποικιακής πλατφόρμας, «ειδικού σκοπού» και ασυδοσίας για αυτές.
Για όποιον δεν καταλαβαίνει, αυτή είναι η βασική αντίθεση στη χώρα μας, η αντίθεση που ταλανίζει και ξανάρχεται με διαφορετικούς τρόπους κάθε τόσο ορμητικά στην επιφάνεια. Το να γίνεται λόγος, σήμερα, το 2023, για «πολιτειακή κρίση συντακτικού τύπου» δεν είναι λίγο, και δείχνει πόσο ριζικές αλλαγές χρειάζονται. Κι αν αυτό αναφέρεται από τον κ. Κοττάκη για να κτυπήσουν καμπανάκια στο συστημικό στρατόπεδο, εντούτοις καταγράφει μια βαθύτατη ανάγκη απαλλαγής της χώρας από το ειδικό καθεστώς (αποικιακού τύπου) που έχει επιβληθεί εδώ και 13 χρόνια. Το πολιτικό σύστημα και εν γένει η υπαρκτή Πολιτεία και οι οικονομικοί παράγοντες (Έλληνες και ξένοι «ολιγάρχες») έχουν προσαρμοστεί σε αυτές τις προδιαγραφές, και θεωρούν την κοινωνία εχθρό και τον λαό επικίνδυνο για τους σχεδιασμούς τους.
Η κοινωνική έκρηξη αυτών των ημερών αναδεικνύει αυτές τις αρνητικές ποιότητες, τις καταγγέλλει, απαιτεί μια αλλαγή –όχι απλά εναλλαγή κομμάτων ή ποικιλία σχημάτων που θα διακυβερνήσουν αυτήν την αθλιότητα– και βαθαίνει δίνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην πολιτική και κοινωνική κρίση στη χώρα. Χωρίς την κοινωνική διαθεσιμότητα και την ενεργοποίησή της, η «κανονικότητα» θα ακολουθούσε την πορεία στις «ράγες» που υπήρχαν.
Η κοινωνική έκρηξη, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι αυτό που θα λέγαμε πολιτικό κίνημα διεξόδου, ή δεν έχουμε ακόμα τη συγκρότηση κάτι ανάλογου του «εμείς ο λαός». Αυτή η παρατήρηση γίνεται για να μην απογειώνεται η βούληση από την πραγματικότητα, να μην θεωρηθεί ότι αυτά που χρειάζονται υπάρχουν ήδη έτοιμα, περιμένοντας απλά να τα εκφράσει κάποιος. Η κοινωνική διάσταση έχει μια προτεραιότητα (και καλώς την έχει, γιατί είναι μια φάση επώασης και πολιτικοποίησης) και οι «βιαστικές» πολιτικές εκφράσεις ή ακόμα χειρότερα οι «πολιτικές κεφαλαιοποιήσεις» δεν καταλαβαίνουν ούτε σέβονται την κοινωνική διαθεσιμότητα, τους ρυθμούς της, τη συνείδησή της.
Τη στιγμή αυτή το κύριο είναι η διαθεσιμότητα να διαρκέσει, να βαθύνει, να πολιτικοποιηθεί – και αυτά δεν είναι πράγματα εύκολα, μιας ζαριάς ή, ακόμα περισσότερο, «εκλογικών πρωτοβουλιών». Η κοινωνική διαθεσιμότητα έχει μια ειδική σχέση στο παρόν στάδιο με την πολιτική. Και για όσους παριστάνουν, πάλι, πως δεν καταλαβαίνουν, έχει και μια αποστροφή προς το πολιτικό σύστημα. Θέτει σε δευτερεύον επίπεδο το εκλογικό παιχνίδι που ήδη είχε στηθεί και συνεχίζει να υπάρχει (ή και δεν του δίνει σημασία). Η κοινωνική διαθεσιμότητα έθεσε και θέτει πιο βαθιά, πιο υπαρξιακά για τη χώρα και την κοινωνία ζητήματα. Παράγει όμως και ένα νέο πολιτικό σκηνικό, ή έχει αποτελέσματα επί του πολιτικού πεδίου. Ας τα δούμε σύντομα.
Το νέο πολιτικό σκηνικό και η μεγάλη επιχείρηση συναινετικής διαχείρισης
Αλλάζει άρδην το πολιτικό σκηνικό, όχι λόγω ενός «τυχαίου γεγονότος» στα Τέμπη, αλλά κυρίως επειδή το συστημικό έγκλημα λειτούργησε σαν θρυαλλίδα κοινωνικής έκρηξης εν μέσω προεκλογικής περιόδου. Η Ν.Δ. και ο Μητσοτάκης εισπράττουν μια μεγάλη απαξίωση, βλέπουν τα ποσοστά τους να πέφτουν με γρήγορο ρυθμό, η αυτοδυναμία δεν πείθει πια κανέναν, και προσπαθουν να βρουν έναν τρόπο να σταματήσει η μεγάλη κατρακύλα σε κάποιο σημείο. Οι πρώτες μετρήσεις φέρνουν τη Ν.Δ. κάτω από το 30%, η διαφορά με ΣΥΡΙΖΑ μικραίνει αντικειμενικά (χωρίς να καταγράφεται ρεύμα υπέρ του), μεγαλώνει η «γκρίζα ζώνη» της κοινωνίας που δεν θα ψηφίσει ή που αποστρέφεται την εκλογική διαδικασία, ίσως υπάρξει τιμωρητική ψήφος για τα 3 συστημικά κόμματα (Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ). Φυσικά όλοι –μα όλοι– έχουν παραγγείλει δημοσκοπήσεις, και όλοι –μα όλοι– ετοιμάζονται για τις εκλογές, αλλά όχι για όσα θέτει σαν μεγάλα ζητήματα και αιτήματα η κοινωνική διαθεσιμότητα.
Δύο είναι τα κεντρικά επίδικα για το πολιτικό σύστημα και το «βαθύ σύστημα» (ελίτ και πρεσβείες): Πρώτον, να αντιμετωπιστεί η κοινωνική έκρηξη, να την καλμάρουν με όποιον τρόπο (συγγνώμες, μετάθεση ευθυνών, αλλά και ήπια, κόσμια και υπεύθυνη αντιπολίτευση, ρόλος των ΜΜΕ, αποπροσανατολισμός κ.λπ.). Δεύτερον να υπάρχει κάποια μορφή συγκυβέρνησης σχεδόν από την πρώτη Κυριακή των εκλογών. Συγκυβέρνησης ανάμεσα στα μεγάλα κόμματα, οποιασδήποτε ποικιλίας και σύνθεσης, ώστε το συναινετικό πλαίσιο που είχε δρομολογηθεί πριν το δυστύχημα στα Τέμπη να προχωρήσει: πλαίσιο που παράγγειλαν οι συναντήσεις με Μπλίνκεν, οι παρεμβάσεις Στουρνάρα και ο επιχειρηματικός κόσμος. Ο ευρύτερος αναδασμός περί των ελληνοτουρκικών, η συνέχιση αντιμετώπισης της Ελλάδας ως «κόμβου» και οι προειδοποιήσεις για την οικονομία οδηγούν σε μια κατάσταση όπου κανένα από τα σημερινά κόμματα δεν θα μπορεί μόνο του να κυβερνήσει.
Αντικειμενικά και τα δύο μεγάλα κόμματα είναι αδυνατισμένα, σήμερα περισσότερο από χτες. Από καιρό είχε τεθεί στην ατζέντα η «ανάγκη» να προχωρήσουμε με κυβερνήσεις συνεργασίας, και όλοι προετοιμάζονταν για αυτό. Μετά την 1η Μαρτίου, και ιδίως μετά την 8η Μαρτίου, αυτή η τάση δυναμώνει αντικειμενικά ακόμα περισσότερο. Ο μεν Μητσοτάκης και η Ν.Δ. προσπαθούν να μην πάθουν μεγάλη ζημιά, αλλά νιώθουν ότι το παιχνίδι της «μοναχοφαγίας» τελειώνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο Τσίπρας μπορεί να φαντασιώνονται ότι το ποτάμι οργής μπορεί να λειτουργήσει ως ασανσέρ, όπως το 2010-2012 και το 2015, αλλά ξέρουν ότι δεν έχουν ρεύμα κι ότι είναι αναγκασμένοι να κινηθούν σε ράγες υπευθυνότητας και πλήρους αποδοχής του συναινετικού πλαισίου που ήδη έχει χαραχθεί. Η πίεση για ευρύτατη συνεργασία τμημάτων του πολιτικού κόσμου θα δυναμώσει, και ίσως αυτό να λειτουργήσει και εκτονωτικά απέναντι στην οργή και αμφισβήτηση.
Θα ενισχυθεί λοιπόν η τάση και πίεση για κυβέρνηση συνεργασίας των δύο μεγάλων κομμάτων (με ή χωρίς τσόντα ΠΑΣΟΚ). Βέβαια αυτήν τη «λύση» δεν τη θέλει ούτε ο Μητσοτακισμός, ούτε ο Τσίπρας. Γι’ αυτό, παρά τις δυσκολίες εφαρμογής τέτοιας «λύσης», το βαθύ σύστημα θα επιχειρήσει να εργαλειοποιήσει την περιρρέουσα κρίση μετά το δυστύχημα. Θα μετρήσει τις εκλογικές επιδόσεις των κομμάτων και θα δημιουργήσει το κλίμα και τις προϋποθέσεις για το προχώρημα του γενικού πλαισίου διευθετήσεων και «λύσης».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αυτή τη στιγμή, ναι, αυτή τη στιγμή, αντί να παραιτηθεί σύσσωμη, εξαγγέλλει και άλλα νομοσχέδια που πρέπει να ψηφιστούν πριν τις εκλογές! Οι υπόλοιποι δεν δίνουν περίοδο χάριτος στον Μητσοτάκη, δίνουν όμως εξετάσεις υπευθυνότητας και διαθεσιμότητας να (ξανα)κυβερνήσουν…
Παρενθετικές επισημάνσεις
Καταρχήν για το ΚΚΕ: σε διάσταση με τη στάση που είχε το 2008 στη νεολαιίστικη έκρηξη, σήμερα τηρεί μια άλλη στάση – μεταξύ άλλων επειδή είναι διαφορετικές οι συνθήκες και οι κλίμακες του συμβάντος. Θέλει να διαδραματίσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο παίρνοντας διάφορες πρωτοβουλίες, κι αυτές όμως αφενός εντάσσονται μέσα στους εκλογικούς σχεδιασμούς, αφετέρου επιθυμεί να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να παραμείνει η λαϊκή οργή εντός πλαισίων και να είναι κατά το δυνατόν ελεγχόμενη. Το αντικυβερνητικό είναι αρκετά υποβαθμισμένο, κριτικάρει συνθήματα όπως «είναι η κακιά η (χ)ώρα» και επιμένει στα περί «κερδών», «κεφαλαίου» και στο γνωστό «γρανάζι». Το κύριο σύνθημά του είναι βέβαια το «ισχυρό ΚΚΕ στις εκλογές». Τέλος, του δίνεται περισσότερος χώρος από τα ΜΜΕ, με την ελπίδα να επιμεριστούν, μέσα από τον λόγο του, οι ευθύνες και πέρα από την κυβέρνηση, και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά τα άλλα, το βαθύ σύστημα της Δυτικής παγκοσμιοποίησης σε πολιτικό επίπεδο έχει να παρουσιάσει μια ποικιλία κυβερνητικών σχημάτων. Αυτό δεν πρέπει να μας προξενεί εντύπωση, ούτε να νομίζουμε ότι οι «διαφορές» των κομμάτων είναι ουσιαστικές και βαθιές τόσο που να εμποδίζουν συγκατοικήσεις. Για να βρεθεί κάποιος στη διακυβέρνηση σε χώρα της Δυτικής παγκοσμιοποίησης πρέπει να ακολουθεί πιστά τις προδιαγραφές και τις πολιτικές της στα βασικά και κεντρικά ζητήματα: ευρωατλαντισμός, νεοφιλελεύθερες πολιτικές, απελευθέρωση της αγοράς, ιδιωτικοποιήσεις, καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και πολιτικές ελέγχου των πληθυσμών, πόλεμο στον «εθνολαϊκισμό», αποδοχή του άκρατου «δικαιωματισμού».
Έτσι έχουμε στη Γερμανία πρώτα «μεγάλο συνασπισμό» από τα δύο βασικά κόμματα, χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες, με καγκελάριο τη Μέρκελ, κι έπειτα τρικομματική συγκυβέρνηση με καγκελάριο τον Σολτς. Σε Ισπανία και Πορτογαλία έχουμε κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Στην Ιταλία κυβέρνηση Μελόνι με δύο άλλα δεξιά κόμματα. Σε όλες τις περιπτώσεις τηρείται το παγκοσμιοποιητικό Δυτικό πλαίσιο χωρίς καμία αμφισβήτηση. Στη χώρα μας από το 2010 μέχρι σήμερα δοκιμάσαμε μια μεγάλη ποικιλία κυβερνητικών σχημάτων, κανένα εκ των οποίων δεν ξέφυγε από τις ράγες του ειδικού μνημονιακού αποικιακού καθεστώτος. Το ερώτημα είναι «τι μας έρχεται» στην Ελλάδα σε πολιτικό επίπεδο τώρα, εν έτει 2023.
Το κεντρικό ζήτημα παραμένει: Να σπάσουμε το μπλοκάρισμα – Διέξοδος της χώρας – Ουδετερότητα
Η κοινωνική διαθεσιμότητα κινείται ενάντια στην κατεύθυνση του «όλα είναι “κλειδωμένα” και το μόνο που σας προσφέρουμε είναι να προσαρμοστείτε στο γενικό μπλοκάρισμα που έχουμε δημιουργήσει». Η κοινωνική διαθεσιμότητα αναγκάζει σε μια αναπροσαρμογή σχεδιασμών, στην ίδια όμως κατεύθυνση: κανείς δεν θέτει το «να φύγουν άμεσα», κανείς δεν θέτει το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων συνολικά και της επανακρατικοποίησης βασικών τομέων, ούτε το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης, ούτε βέβαια της ΝΑΤΟφροσύνης γενικότερα, και φυσικά κανείς δεν θέτει το ζήτημα της μεταδημοκρατίας και της μεταδικαιοσύνης. Απλά προβάλλουν σαν πλεονέκτημα το ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα το υπάρχον πλαίσιο. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αυτή τη στιγμή, ναι, αυτή τη στιγμή, αντί να παραιτηθεί σύσσωμη, εξαγγέλλει και άλλα νομοσχέδια που πρέπει να ψηφιστούν πριν τις εκλογές! Ήδη η υπουργός Παιδείας Κεραμέως, σε ένα νομοσχέδιο για τη σχολική βία, ψήφισε ότι οι μαθητικές καταλήψεις είναι μορφή βίας. Τόσο απλά!
Οι υπόλοιποι δεν δίνουν περίοδο χάριτος στον Μητσοτάκη, δίνουν όμως εξετάσεις υπευθυνότητας και διαθεσιμότητας να κυβερνήσουν ή να ξανακυβερνήσουν. Δεν είναι λίγοι όσοι ονειρεύονται και ελπίζουν σε υπουργικούς θώκους και αξιώματα (με το αζημίωτο): ο κυνισμός θριαμβεύει και πάλι στις τάξεις τους. Σιωπή για τη «συνεκμετάλλευση» και τις παραχωρήσεις στα ελληνοτουρκικά, σιωπή για τη συνδρομή της χώρας στον πόλεμο ενάντια στη Ρωσία και για τις «συμμαχικές υποχρεώσεις». Τίποτα για να σπάσει το μπλοκάρισμα, να μπουν θεμέλια ενός μεγάλου πολιτικού ρεύματος διεξόδου στη χώρα, να αξιοποιηθεί θετικά και δημιουργικά η κοινωνική διαθεσιμότητα και η έκρηξή της. Επομένως όλα αυτά πέφτουν στις πλάτες του ίδιου του λαού και της κοινωνίας: να βρει και να εφεύρει τρόπους και μορφές αυτοέκφρασης των δικών του «θέλω». Δύσκολο, αλλά αναγκαίο. Όχι ουτοπικό, αλλά ρεαλιστικό. Φτάνει να συνειδητοποιηθεί η μεγάλη του σημασία!