Τα 11 χρόνια από τη δολοφονία του 15χρονου Α. Γρηγορόπουλου από αστυνομικό, στις 6 Δεκεμβρίου 2008 –και από τα γεγονότα που επακολούθησαν– συμπίπτουν με μια ιδιαίτερα τεταμένη ατμόσφαιρα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θέλει να επιβάλλει πιο σκληρή γραμμή αντιμετώπισης του χώρου των αντιεξουσιαστών και καταληψιών, ο Μ. Χρυσοχοΐδης προχωρά σε εκτεταμένα σχέδια καταστολής, η αστυνομία δείχνει διαρκώς και παντού ιδιαίτερη σκληρότητα. Δηλώσεις, αναρτήσεις και διαρροές ρίχνουν λάδι στην φωτιά, αναφέροντας ότι κάποιοι θέλουν να κυλήσει νέο αίμα. Είτε διαδηλωτή είτε αστυνομικού.
Αυτή η ατζέντα «πολέμου», αντιεξουσιαστικού χώρου και αστυνομίας, μεγεθύνεται επιδέξια από τα ΜΜΕ, που επιδιώκουν να δημιουργήσουν κλίμα εκφοβισμού και δικαιολόγησης των έντονων κατασταλτικών μέτρων. Οι επιχειρήσεις που η αστυνομία έχει ξεκινήσει απέναντι σε καταλήψεις και το τελεσίγραφο του Χρυσοχοΐδη, έχουν τροφοδοτήσει έναν νέο γύρο αντιπαραθέσεων, όπως και έναν «πόλεμο» για την υπεράσπιση των «ελεύθερων Εξαρχείων».
Ποιο είναι όμως το επικίνδυνο στη σημερινή φάση; Καταρχάς, φαίνεται πως κάποιοι επιζητούν την κλιμάκωση γιατί αυτό μπορεί να εξυπηρετεί ως αποπροσανατολισμός από άλλα ζητήματα (πολύ πιο σοβαρά) που συμβαίνουν αυτές τις μέρες. Δεύτερον, ο «πόλεμος» αυτός αγγίζει τις παρυφές και τις πρωτοβουλίες του νεολαιίστικου κινήματος (κυρίως φοιτητών) που είχαν κινητοποιηθεί για το άσυλο και τους όρους σπουδών. Σε κάθε εκδήλωσή τους έχουν να αντιμετωπίσουν τη βία των ΜΑΤ, συλλήψεις, τραυματισμούς και δικαστικές διώξεις.
Η πρόβα του Πολυτεχνείου (για την οποία πανηγυρίζει η κυβέρνηση), μπορεί να τροφοδοτήσει νέες μεθόδους και επιχειρήσεις από όλες τις μεριές και να δούμε τώρα ένα «δεύτερο ημίχρονο».
Δύο πτυχές, πάντως, είναι αξιοσημείωτες.
Η υπόθεση Γρηγορόπουλου συγκινεί ακόμα πολλούς μαθητές σε όλη τη χώρα, άσχετα αν μετέχουν ή όχι στις εκδηλώσεις μνήμης. Γεγονός που δεν προσπερνιέται με εύκολους τρόπους και ζητά ερμηνεία. Οι σημερινοί μαθητές Λυκείου, πριν 11 χρόνια ήταν παιδιά του Δημοτικού ή μικρότερα. Βέβαια, οι εκδηλώσεις δεν έχουν τη μαζικότητα και τον χαρακτήρα των πρώτων χρόνων. Γρήγορα μετατράπηκαν από τους βασικούς «πρωταγωνιστές» σε ένα σκηνικό αντιπαράθεσης με τα ΜΑΤ εντός περιορισμένων πλαισίων.
Η δεύτερη πτυχή είναι γενικότερη. Ένα ανήσυχο τμήμα της νεολαίας, ενώ έχει ως αναφορά την εναντίωση προς την καταστολή, την ίδια στιγμή βρίσκεται μακριά από το να βλέπει πιο γενικά τα ζητήματα και δεν διαπερνιέται από πολλές άλλες προβληματικές. Αυτή δεν είναι «επιτυχία» μόνο των αντιεξουσιαστικών αντιλήψεων και δυνάμεων. Είναι κι η Αριστερά, στο σύνολό της θα λέγαμε, που απέχει από κάθε σοβαρότερη και πιο ουσιαστική προσέγγιση για όσα συμβαίνουν σήμερα. Έτσι, απομένει μια πολιτική ενάντια στην καταστολή ή αφηρημένα τον «καπιταλισμό», και ως εκεί.
Κι όμως, υπάρχει προβληματισμός κι ευαισθησία στους νέους ανθρώπους για ένα σύνολο ζητημάτων (κοινωνικά θέματα, πολιτισμός, αξίες και στάση ζωής, εθνικά ζητήματα κ.λπ.). Αν δούμε τι συμβαίνει στις μεγάλες κατηγορίες νέων ανθρώπων, θα βρούμε πιο πλούσια φαινόμενα σε επίπεδο συνείδησης από όσα καταγράφονται σε μικρόκοσμους και «μικροπολέμους». Πιο πολύμορφα από τις προβαλλόμενες «στρατοπεδεύσεις». Εκεί θα ξεφυτρώσουν ελπιδοφόρες καταστάσεις.