Διαβάστε το Μέρος Α’
του Θωμά Κ. Σχίζα
Τα ξαναείπα προηγουμένως. Το πείσμα των Ελλήνων είναι φοβερό και φθάνει μέχρι προδοσίας. Έτσι οι δυο πυροβολαρχίες Σκόντα που μόλις τις προμηθεύτηκε ο στρατός έμειναν πάνω στα βαγόνια.
Την Τετάρτη το πρωϊ βγήκα από τον περίβολο με κάποιο συνάδελφο να πάρω νερό και κάτι για να φάω. Έξω στην πόλι γίνωνταν μεγάλο κακό. Σμυρνοί και πρόσφυγες από τας γύρω πόλεις και χωριά γέμιζαν τους δρόμους. Μια μικρή κοπέλα που τυχαίως τη συνήντησα και ήταν γνωστής μου οικογένειας με κλάματα μου είπε: Που μας αφίνεται εμάς Θωμά; Δεν παίρνεις εμένα τουλάχιστον κάτω στην Ελλάδα, για να μην με πάρει κανένας τούρκος; Και έκλεγε συνεχώς… Ήταν αδύνατο… 10 χρονών κοριτσάκι ήταν. Ο πατέρας της κοπελίτσας είχε στη συνοικία μορτάκια κέντρο ουζοπωλείο, είμασταν φίλοι θαμώνες στο κέντρο αυτό και μια μέρα μας φιλοξένησε σπίτι του. Όταν ήρθε η ώρα των μεζέδων και του ούζου που συνείθιζαν οι Σμυρνοί, μου έπιασαν τα χέρια και με τάϊζαν αυτοί. Ο κυρ Κώστας λοιπόν που είχε το κέντρο και την κοπελίτσα που συνήντησα, έπειτα από δυο μήνες τηγάνιζε σηκοτάκια στη θεσσαλονίκη σε καταυλισμό προσφύγων. Όταν τον είδα άρχισε τα κλάματα… Όλοι γλυτώσαμε θωμά μου, είπε, πλην του κοριτσιού. Το κορίτσι μας το καμάρι του σπιτιού… μας το πήρε ένας τούρκος. Αυτό είναι ένα από τα άπειρα δράματα των μικρασιατών προσφύγων, αλλά επανέρχομαι στην πούντα.
Αγόρασα ένα ψωμί ζεστό και κάτι άλλο. Έπειτα πήρα νερό με ένα κανάτι που αγόρασα και στάθηκα κάπου λίγη ώρα αλλά σε σημείο που δεν έβλεπα τη σκάλα της Πούντας. Εκεί αφού είδα την τρομάρα του λαού πήρα τα πράγματά μου να ανεβώ στο πλοίο που θα έφευγε όταν φόρτωνε. Έπειτα από 2-3 λεπτά πλέον δρόμου έβλεπα την σκάλα. Το τι αντίκρυσα όμως ήταν απερίγραπτο! Ήταν καταπληκτικό! Από το δρόμο του Μπουρνόβα έρχονταν χιλιάδες στρατιώται όπως τα κοπάδια που τα κυνηγούν λύκοι. Όλοι μαζί και αμίλητοι. Άλλοι ήταν οπλισμένοι με όπλα και χειροβομβίδες άλλοι με πιστόλια μόνο, άλλοι εντελώς ανυπόδητοι άλλοι με διαλυμένες αρβύλες δεμένες με σχοινιά. Όσο για τα ρούχα πάλιν ήταν απερίγραπτον. Όλοι προσπαθούσαν να μπουν στο φραγμένο χώρο και εν συνεχεία να ανεβούν στα πλοία. Μερικοί φορούσαν παντελόνια ως το γόνατο, άλλοι με το ένα σκέλος μακρύτερο από το άλλο, άλλοι μισόγυμνοι και των περισσοτέρων ο ιματισμός ήταν κουρέλια.
Εκείνο όμως που θυμούμαι ήταν ότι όσοι είχαν τα όπλα τους ήταν οι λιγότερο εξαθλιομένοι. Δεν ξέρω αν οι σκοποί προσεπάθησαν να τους εμποδίσουν την είσοδο αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Πλησίασα γρήγορα με το συνάδελφό μου την πόρτα αλλά από το πλήθος ήταν δύσκολη η είσοδός μας. Τέλος μπήκαμε μέσα, περάσαμε ανάμεσα σε βαγόνια που ήταν φορτωμένα διάφορα στρατιωτικά υλικά αλλά και τα κανόνια Σκόντα, που ανέφερα προηγουμένως. Επάνω στη σιδερένια σκάλα που είχε πολλές γραμμές ήταν ίσως και 100 βαγόνια φορτωμένα με υλικά του στρατού. Οι στρατιώται καθώς έμπαιναν στον περίβολο προσπαθούσαν να βρουν ποιο καράβι θα μπορούσε να τους πάρει και εν τη προσπαθεία των ανεβοκατέβαιναν 5-6 σειρές βαγονιών και πότε πήγαιναν από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη. Μερικοί από τους στρατιώτες έφεραν ξύλινες σκάλες και αφού μπήκαν μαυτές μέσα τις χρησιμοποιούσαν για να ανέβουν και άλλοι.
Αλλά τώρα είναι καιρός να πω και για το Πλαταιαί που ήταν τα 14 αυτοκίνητα που συνόδευα. Το φορτηγό αυτό ήταν 8 χιλ. τόνων και ταχύτητος 4ρων μιλίων την ώρα. Αι αποθήκες του νερού που είχε ήταν 20 τόνων και έπαιρνε νερό τότε πλευρισμένο με μια λαστιχένια παμπάλαια σωλήνα. Στο μεταξύ όμως έφθασαν οι χιλιάδες των στρατιωτών και ανέβαιναν από τις δυο σκάλες του βαποριού αλλά αυτό ήταν επικίνδυνο γιατί καθώς ανέβαιναν πολλοί μαζί θα έσπαζε η σκάλα από το πολύ βάρος.
Εκτός αυτού έξω του βαποριού περίμεναν να ανέβουν χιλιάδες ακόμη. Πως θα ανέβαιναν; Πολλοί στρατιώται αφού ανέβικαν επάνω έριχναν σχοινιά από το βαπόρι και τραβούσαν τους φίλους των ή άλλους που ήθελαν. Εν τω μεταξύ έφθασαν και οι ξύλινες σκάλες και τις ακούμπισαν στα πλάγια του βαποριού και από εκεί ανέβαιναν. Το τι σαματάς γίνωνταν εκεί, σπροξήματα δε λέγεται. Κάποτε φθάσαμε και εμείς μπροστά στο πλοίο αλλά να ανέβουμε από τις σκάλες ήταν αδύνατο. Ευτυχώς άλλοι συνάδελφοι που ήταν στο πλοίο μας περίμεναν και μόλις μας είδαν μας έριξαν ένα Κάβο και εν συνεχεία μας τράβιξαν επάνω.
Εντός δύο ωρών στο πλοίο ανέβικαν 5,500 χιλ. στρατιώται και στέκωνταν όλοι όρθιοι. Μέχρι και στα κατάρτια του πλοίου κρέμονταν οι φαντάροι και εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν. Το περίεργο ήταν ότι όταν ανέβαιναν στο πλοίο δε μιλούσαν διόλου. Ο σαματάς γίνωνταν στις σκάλες και την ώρα της προσπάθειας να πατήσουν επάνω. Εκείνοι πάλιν που κατέφθαναν ήταν αμίλητοι ίσως από τη μεγάλη εξάντλησι. Σε αυτόν τον όχλο πλέον δεν υπήρχον ούτε αξιωματικοί ούτε υπαξιωματικοί γιατί όλοι οι αξιωματικοί φόρεσαν ρούχα απλού στρατιώτου. Όταν ήρθαμε στο Σούνιο έπειτα από δυο μέρες μάθαμε ότι μέσα στο βαπόρι ήταν 200 αξιωματικοί εκ των οποίων ένας συνταγματάρχης.
Η στάσις των δυο μεραρχιών
Δεν πέρασε το μεσημέρι και σε διάστημα μισής ώρας το ένα κατόπιν του άλλου έφυγαν τα φορτηγά πλοία με τους στρατιώτας των δύο μεραρχιών. Όπως είπα αυτοί οι άνδρες ήρθαν από τη θράκη και ήταν ξεκούραστοι και μπορούσαν να κρατήσουν άμυνα κάπου στα γύρω βουνά της Σμύρνης. Ποτέ δεν έμαθα πού επιβιβάστηκαν οι στασιασταί. Το βαπόρι εν τω μεταξύ έπαιρνε νερό χωρίς να γεμίζουν τα τιπόζητα ούτε ως τη μέση. Όταν είδε την κατάστασιν αυτήν ο λοχαγός του επιτελείου (που ανέφερα προηγουμένως) διέταξε να φύγη αμέσως το πλοίο να αποβιβάσει τους στρατιώτες στη Μυτιλήνη και να επιστρέψει να πάρει άλλους. Φυσικά τα υλικά δεν θα τα ξεφόρτωνε εκείνες τις ώρες, αυτά θα έμεναν μέσα στο πλοίο.
Σε λίγο έλυσαν τους κάβους από το μουράγιο οι ναύτες και ανοίχτικε στο πέλαγος, αλλά το νερό που πήρε ήταν λίγο. Εξ άλλου κανείς στρατιώτης που μπήκε μέσα δε φρόντισε ούτε για νερό ούτε για τροφή. Δεν επρόκειτο άλλωστε για μεγάλο ταξίδι, αλλά από τη Σμύρνη έως την Μυτιλήνη.
Ως γνωστόν ο άνθρωπος χωρίς τροφή μπορεί να ζήσει πολλές μέρες αλλά χωρίς νερό δεν ζει ούτε δυό. Καθώς ήταν Αύγουστος έκανε τρομερή ζέστη και στο πλοίο είχε παραβιασθεί το αδιαχώρητον. Ούτε να κινηθεί δεν μπορούσε κανείς στο κατάστρωμα. Στα αμπάρια κάτω είχε σχετική ευριχωρία αλλά μια σιδερένια σκάλα που ήταν κρεμασμένη από την μπουκαπόρτα δεν έδινε ευχέρεια σε όποιονδήποτε να κατεβεί ούτε το ήταν το αμπάρι ευχάριστο γιατί έκανε ζέστη. Εγώ όμως εκεί κάτω είχα τα αυτ/τα και τα πράγματά μου, αλλά το σπουδαιότερο που είχα ήταν το κανάτι με το νερό. Στη γέφυρα του πλοίου ήταν μια τρόμπα που ανέβαζαν το νερό οι ναύτες από την αποθήκη για να πλύνουν το κατάστρωμα. Κοντά πάλιν στην τρόμπα υπήρχε μια καταπακτή τετράγωνη που έριχναν ή έβγαζαν κάρβουνο οι ναύτες και τριγύρω της μικροί σωροί από καρβουνόσκονη. Σαυτό το μέρος άρχισε ο αγών επιβιώσεως των στασιαστών και κράτησε δυο μέρες και δυό νύχτες. Το τι θα πει μαρτύριο δίψης δεν εύχομαι σε κανέναν να το γνωρίσει αλλά ούτε να αντικρύσει εκείνους που θα το υφίσταντο. Αφού κάθησα λίγη ώρα στριμογμένος στο κατάστρωμα κατέβικα από τη σκάλα στο αμπάρι. Για να μη διψάσω όμως και καταναλώσω το νερό έπαυσα να ομιλώ και έμεινα τελείως νηστικός κατά το ταξίδι. Δεν πέρασε καμιά ώρα και άκουσα φωνές και σαματά στο κατάστρωμα. Ανέβικα γρήγορα επάνω να δω τι συμβαίνει.
Οι στρατιώται στέκωνταν όρθιοι γιατί δε χωρούσαν καθηστοί. Εκείνη όμως την ώρα άρχισαν μερικοί να φωνάζουν… Πειραιά… Πειραιά… Έπειτα από λίγο φώναξαν περισσότεροι αλλά κανείς από τους άλλους δεν αντέδρασε. Καθώς είχα παρατηρήσει αυτοί που φώναζαν ήταν όλοι ζωηροί καλά οπλισμένοι και είχαν όλοι τους χειροβομβίδες.
Ο πλοίαρχος με έναν τηλεβόα τους είπε να αφήσουμε τους συναδέλφους σας να τους πιάσουν οι τούρκοι αιχμάλωτους… η απάντησις των στρατιωτών ήταν Πειραιά… Πειραιά…
Ο καπετάνιος δεν τους ξαναρώτησε.
Μετά από 4 ώρες βγήκαμε από τον κόλπο της Σμύρνης και ο πλοίαρχος έκανε δεξιά προς την Μυτιλήνη, οι στρατιώται το αντελήφθησαν αυτό και επαναλάμβανον Πειραιά… Πειραιά… και με έντονες φωνές.
Ταυτοχρόνως παρουσιάστηκε στον καπετάνιο ένας στρατιώτης ονόματι Άγγελος Μεταξάς που ήταν ναυτικός, και πήρε το πηδάλιο του πλοίου. Αργότερα έμαθα ότι ο στρατιώτης αυτός με το πιστόλι υποχρέωσε τον καπετάνιο να οδηγίση το πλοίο στον Πειραιά. Ένας αξιωματικός χωρίς διακριτικά που ήταν αφανής μέχρι τότε έλαβε το θάρρος και μίλησε στον στρατιωτικόν όχλο. Τους είπε αρκετά για να τους φέρει στο φιλότιμο αλλά εστάθη αδύνατο. Δε μίλησε όμως κανείς εναντίον του. Ευτυχώς γιατί ο όχλος μπορούσε να κανει κακούργημα εκείνη τη στιγμή. Μπορούσε να τον ρίξει στη θάλασσα. Και τώρα πηγαίνουμε προς Πειραιά. Το τι θα γίνωνταν οι συνάδελφοί μας στη Σμύρνη δε μπορούσε να το σκεφθεί ο ένοπλος όχλος. Αφού βεβαιώθηκαν οι στασιασταί ότι πλέαμε προς τον Πειραιά δεν είχαν τίποτε άλλο να κάμουν παρά να φροντίσουν για νερό. Ο Πειραιάς όμως που θα έσβηνε τη δίψα τους ήταν πολύ μακριά. Ένα θαλάσιο αεράκι που φύσιξε εν τω μεταξύ στέγνωσε περισσότερο τις γλώσσες των στασιαστών. Όλοι όμως έκαναν υπομονή ως που να φθάσει η χελώνα (Σ.Σ. το πλοίο Πλαταιαί) για να πιουν το θεϊκό δώρο. Τα σαραβαλιασμένα Αυ/τα που ήταν στο αμπάρι είχαν ψυγεία με νερό από τον χειμώνα ακόμη για τις μηχανές και ήταν γεμάτα σκουργιές.
Το είχα υπόψη μου εγώ αυτό το νερό αλλά θα το χρησιμοποιούσα εν εσχάτη ανάγκη. Ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι οι διψασμένοι θάπιναν το νερό των ψυγείων ούτε ότι θα μου έπαιρναν και το νερό του κανατιού που το είχα κρυμένο. Το κλέψιμο του νερού έγινε τη δεύτερη μέρα του ταξιδιού και κατά τη ώρα που έκλεισα λίγο τα μάτια μου. Δεν έβγαλα όμως μιληά από το στόμα μου για να μην διψάσω περισσότερο. Ξάπλωσα στο ράτζο μου και περίμενα για να φθάσουμε στον Πειραιά.
Δίψα και πείνα στο Πλαταιαί
Φυσικά το νερό των ψυγείων ήταν μερικές οκάδες και δεν έσωζε την κατάστασι αλλ’ ούτε το αντελήφθησαν πολλοί οπότε δεν θα έπινε κανείς.
Αυτοί που στέκωνταν στο κατάστρωμα ήταν διαρκώς εστραμένοι προς τη μοναδική τρόμπα του καραβιού. Σχημάτιζαν ομίλους από 40-50 στρατιώτες και έσπρωχναν όλοι μαζί τούς απέναντι για να τους εκτοπίσουν από την αντλία και να πιούν έστω μια γουλιά νερού. Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο γιατί και οι απέναντι έκαναν το ίδιο. Από την τρόμπα ακούγονταν συνεχώς γκαπ γκαπ γκαπ αλλά νερό δεν έβγαινε πάντοτε γιατί το χερούλι της αντλίας διαρκώς άλλαζε χέρια. Εκείνο πάλιν που έβγαινε το άρπαζαν οι πλησιέστεροι διψασμένοι οπότε γίνωνταν άλλος αγώνας. Το νερό τότε χύνωνταν επάνω στην καρβουνόσκονη , ανακατεύονταν με αυτή και έπεφτε από τη γέφυρα σαν μαύρη πίσσα. Αλλά και εκεί άλλοι διψασμένοι έβαζαν επάνω από τις καραβάνες ένα μανδύλι ή μια πετσέτα, σούρωναν τις σταγώνες με την καρβουνόσκονη και τις έπιναν. Δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο να γράψω για την κατάστασι που επικρατούσε από απόψεως νερού και δίψας. Αλλά τώρα είναι καιρός να πω κάτι για την πείνα. Ασφαλώς κανείς δεν θα πέθαινε αν δεν έτρωγε δυο μέρες και ούτε είπε κανείς ότι πεινούσε. Με τα μάτια μου όμως είδα το εξής.
Ένας φαντάρος αξιοθρήνιτος μάζευε ψύχουλα από το κατάστρωμα τόσο μικρά που ούτε ο σπουργίτης θα τα έβλεπε. Ράγισε κυριολεκτικώς η καρδιά μου όταν τον είδα να παίρνει από κάτω τα ψύχουλα και να τα βάζει στο στόμα μου.
Γιατί μωρέ συνάδελφε δεν ζητάς ψωμί, του είπα, μπορεί κάποιος συνάδελφος να έχει και να σου δώσει… Με κοίταξε αποχαυνομένος χωρίς να μιλήση. Κάτσε εδώ, του είπα. Θα σου φέρω εγώ ψωμί… Περίμενε να κατέβω κάτω στο αμπάρι. Κατέβικα γρήγορα κάτω και ανέβασα μια ολόκληρη κουραμάνα. Είχα σκοπό να του τη δώσω ολόκληρη αλλά ζήτησαν και άλλοι και πήρε αυτός μόνο τη μισή. Τα μάτια του αμέσως διασταυρώθηκαν με τα δικά μου και αμέσως δάκρυσαν. Συγκινιτικώτερο πράγμα δεν θυμούμαι. Βούρκωσαν και τα δικά μου μάτια και δε μπορούσα να μιλήσω. Στο δεύτερο πάτωμα του βαποριού ήξερα ότι είχαν τοποθετηθεί 10-15 κουραμάνες για τους συναδέλφους αυτ/στάς αλλ’ αυτοί με την αναμπουμπούλα έμειναν στη Σμύρνη και οι κουραμάνες ήταν στο πλοίο, θυμήθηκα που ήταν και τις έδωσα ή μάλλον μου τις πήραν όταν τις είδαν. Σε εκείνο το σημείο ήταν μερικά κιβώτια με γάλα βλάχας αλλά δεν τα αντελήφθησαν. Στα δυο μεσαία πατώματα ήταν και πολλές αποσκευές αξιωματικών αλλά κανείς δεν τας συνόδευε γιατί οι συνοδοί των έμειναν στη Σμύρνη ή και σκοτώθηκαν στο ταξίδι.
Ευτυχώς η λεηλασία των αποσκευών δεν ήταν εύκολη γιατί ήταν σε δύσκολες θέσεις αλλά και ο φόβος φυλάει τα έρημα, όπως λέγει και η παροιμία. Από τα στόματα των φυγάδων άκουγε κανείς πολλές ιστορίες σχετικώς με τη μοναδική μάχη που έδωσε ο στρατός μας στο Αφιόν-Καρά-Χισάρ. Σήμερα και έπειτα από τόσα χρόνια και από ότι διάβασα είδα ότι όλες αι διηγήσεις των στρατιωτών ήταν αληθέστατες. Ασφαλώς οι πολλές λεπτομέριες ξεφεύγουν από τους ιστορικούς αλλά στην ιστορία στρατού (υποχωρητικοί αγώνες 7ος τόμος) μπορεί να δη κανείς και να συμπληρώσει με την φαντασία την κατάστασιν που επεκράτησε αμέσως μετά την υποχώρησιν.
Εντός δύο ωρών στο πλοίο ανέβικαν 5,500 χιλ. στρατιώται και στέκωνταν όλοι όρθιοι. Μέχρι και στα κατάρτια του πλοίου κρέμονταν οι φαντάροι και εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν. Το περίεργο ήταν ότι όταν ανέβαιναν στο πλοίο δε μιλούσαν διόλου. Ο σαματάς γίνωνταν στις σκάλες και την ώρα της προσπάθειας να πατήσουν επάνω
Μέσα λοιπόν στο πλοίο άλλος έλεγε για τις απίθανες απώλειες από το τουρκικό πυροβολικό άλλος για τη μάχη που έδωσε ο Πλαστήρας και έχασε 1200 άνδρες και άλλος για την αλλαγή πορείας στην οδό υποχωρήσεως του στρατού. Κανείς όμως από τους στρατιώτες δεν έκριβε την αγανάκτησίν εναντίον των κυβερνώντων και του ανίκανου στρατηγείου.
Πολεμήσαμε τόσα χρόνια, έλεγαν, δώσαμε το αίμα μας και αυτοί μας πρόδωσαν. Γιατί να φύγουμε έτσι; Όλοι έκαναν κριτική και πολεμικά σχέδια και όλοι κατέκριναν τους ηγήτορας του στρατού και την κυβέρνησιν Γούναρη.
Περιέγραφαν την διάβασιν του υποχωρούντος στρατού από μιαν στενωπόν κοντά στο Αλή-Βεράν και την εγκατάλειψιν των πάντων στο καταραμένο χωριό μαζί με την ιδέα της μεγάλης Ελλάδος. Εκείνο όμως που θέλω να τονίσω εδώ γιατί μου έκανε εντύπωσι είναι η αγανάκτησις όλων για την αδικαιολόγητη παραμονή του στρατού 600 χιλ. μακριά από τις βάσεις του. Αυτή πράγματι ήταν και η αιτία της καταστροφής. Κρατήστε όλοι τα όπλα σας, φώναζαν… Θα πάμε στην Αθήνα να τους κάψουμε όλους… Αυτοί έφεραν την καταστροφή….
Κανείς πλέον δεν έλεγε ούτε για τον Κώτσιο το βασιλιά ούτε για το Βενιζέλο. Τον Κώτσιο τώρα τον μισούσαν θανάσιμα για το λόγο ότι ενώ υπεσχέθη με την κυβέρνησί του ότι θα τους απέλυε τους έστειλε πιο πέρα να καταλάβουν την Άγκυρα. Υπογραμμίζω πάλιν ότι κανείς στρατιώτης δεν ήθελε να φύγουμε από την Μ.Ασία. Όλοι πίστευαν ότι στα πλούσια εδάφη της οι φτωχοί Έλληνες θα μπορούσαν να ζήσουν άνετα και να χορτάσουν το ψωμί. Όλοι άλλωστε οι πολεμισταί ήταν φτωχόπαιδα και στα βουνά της παλαιάς Ελλάδος που κατοικούσαν τους περίμενε η φτώχεια.
Εν τω μεταξύ πέρασεν και η δεύτερη ημέρα του μαρτυρίου της δίψας. Εκείνη την ημέρα την πέρασα ξαπλωμένος στο βάθος του πλοίου και αμίλητος για να μη διψάσω περισσότερο. Ο καπετάνιος που είχε αντικατασταθεί από στρατιώτη έδωσε το απόγευμα εντολή να αδειάσουν τα τιπόζητα βενζίνης και να τη χύσουν στη θάλασσα για να μην πάρει φωτιά το καράβι και καούμαι όλοι. Άδειασα και εγώ ένα-δυο τιπόζητα που είχαν βενζίνη και ανέβικα επάνω. Η γλώσσα μου ήταν κολλημένη από τη δίψα αλλά παρά τη δίψα δεν ίδρωνα γιατί είχα πάθει αφυδάτωσι. Ένας συνάδελφος του πεζικού με λυπήθηκε και μου έδωσε ένα φλυτζάνι του καφέ νερό. Αυτό ήταν, συνήλθα. Σε λίγο νύχτωσε για δεύτερη φορά στο πλοίο αλλά τώρα πλησιάζαμε στο Σούνιο. Στας δυο ακριβώς πρωϊνή ώρα φθάσαμε στη Σουνιάδα άκρα. Σε λίγες πάλιν ώρες θα φθάναμε στον Πειραιά.
Ένα όμως μικρό τορπιλοβόλο μας σταμάτισε και μας είπε με το Τηλεβόα . Ποιοι είστε, και πού πάτε; Πάμε στον Πειραιά εκουσίως, απήντησε ένας συν/ρχης που ήταν μαζί μας με στολή απλού στρατιώτη χωρίς να το γνωρίζει κανείς. Θα γυρήσται και θα πάτε στον πόρο…
Θα αφήσετε τα όπλα σας εκεί και θα φύγεται με όποιο μέσο μπορείται για τα σπίτια σας. Εάν θέλετε πάρτε απολυτήρια εάν όχι θα σας σταλούν στα σπίτια σας. Αμέσως έστρεψε το πλοίο για τον Πόρο.
Στον Πόρο παιδιά στον Πόρο να πιούμε νεράκι, φώναξαν με σβησμένη φωνή. Δεν προχώρησε όμως το πλοίο ένα μίλι και άρχισαν τις φωνές. Πειραιά, Πειραιά. Ο πλοίαρχος όμως του πολεμικού μας παρακολουθούσε και αμέσως μας κατέφθασε. Διπλάρωσε το Πλαταιαί και φώναξε με τον τηλεβόα. Ή θα υπακούσετε αμέσως και θα πάτε στον πόρο ή θα σας βουλιάξω, αυτή τη διαταγή έχω.
Οι πιο ζωηροί στρατιώται που ήταν πάνω στο καρυδότσουφλο που παρίστανε το πολεμικό είπαν να του ρίξουν χειροβομβίδες για να βουλιάξει. Ευτυχώς όμως άλλοι φώναξαν όχι όχι και δεν έγινε το κακό. Αμέσως τότε μου γενήθηκε το ερώτημα. Δε μπορούσε το πολεμικό αυτό να ήταν στη Σμύρνη; Γιατί αφήσαν μόνο το Κιλκίς; Στο Σούνιο μας απήλησαν ότι εάν δεν αφήναμε τα όπλα μας και δεν πηγαίναμε στον Πόρο θα μας βούλιαζαν. Γιατί δεν έκαναν το ίδιο και στη Σμύρνη, που εστασίασαν οι στρατιώται στα πλοία;
Ασφαλώς κανείς δεν θέλει να ριψοκινδυνέψει τη ζωή του και μάλιστα σε έναν πόλεμο που τον έβλεπαν χαμένον. Το καθήκον όμως και η ανθρωπιά επέβαλε στους στρατιώτας των δυο μεραρχιών που ήταν άθικτες και με πλήρες το πυροβολικό τους να κρατήσουν άμυνα για να βοηθείσουν τους συναδέλφους των που κινδύνευαν .
Εκτός αυτού ένα εκατομμύριον κάτοικοι της Ιωνίας περίμεναν τη βοήθειά τους. Γιατί δεν βρέθηκε εκεί κανένα τορπιλοβόλο να υπενθυμίση στους αξιωματικούς και τους στρατιώτας το καθήκον τους.