του Δημήτρη Μπελαντή*
Οι μείζονες αλλαγές στον Σωφρονιστικό Κώδικα και στην Ποινική Δικονομία, τις οποίες επιχειρεί αυτές τις μέρες η κυβέρνηση, δημιουργούν μια «φυλακή μέσα στη φυλακή», ένα ιδιαίτερο είδος φυλάκισης χωρίς δικαιώματα, και ώθησης των κρατουμένων στην απόγνωση και την απελπισία. Πρόκειται για ιδιαίτερες περιπτώσεις καταδικασμένων αλλά και υπόδικων(!) για αδικήματα κατά του πολιτεύματος (π.χ. εσχάτη προδοσία), για κακουργήματα του 187Α (τρομοκρατική οργάνωση ή πράξεις), για αδικήματα ληστείας ή ανθρωποκτονίας που συνδέονται με την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης, για κακουργήματα με ποινή κάθειρξης άνω των δέκα ετών κ.λπ.
Με λίγα λόγια, η βαρύτητα του αδικήματος και η εικαζόμενη βαριά επικινδυνότητα του δράστη (αλλά και του υπόδικου που δεν έχει καν ακόμη καταδικασθεί) οδηγεί όχι μόνο στη βαρύτατη στέρηση της ελευθερίας του, αλλά και σε μια διαδικασία κράτησης με όρους ψυχικής εξόντωσης στις περίφημες φυλακές Γ: Όχι άδειες, λειψή επικοινωνία με οικείους και περιβάλλον, όχι καθεστώς κίνησης έξω από τα κελιά, μη ισχύς του ευεργετικού υπολογισμού για την υφ’ όρον απόλυση βάσει της εργασίας, υποχρεωτική παραμονή στις φυλακές Γ για πολυετή διάρκεια κ.ά. Ουσιαστικά, οι κρατούμενοι στις φυλακές Τύπου Γ θα τελούν σε καθεστώς «διαρκούς απομόνωσης».
Βία και αίμα
Δεν πρόκειται για μια ελληνική πρωτοτυπία. Φυλακές Υψίστης Ασφαλείας έχουν υπάρξει και λειτουργήσει σε μια σειρά χώρες (Σταμχάιμ, Μόαμπιτ, Κολονία-Όσεντορφ κ.ά. στη Δυτική Γερμανία του ‘70, Ρεμίμπια, Βογκέρα, Αζινάρα κ.ά. στην Ιταλία του ’70 και του ‘80, Αλκατράζ, Σινγκ Σινγκ κ.ά. στις Ηνωμένες Πολιτείες, κελιά Τύπου F στην Τουρκία πριν από λίγα σχετικά χρόνια, φυλακές για τους μαχητές του IRA στη Βρετανία κ.λπ.). Ειδικά στην Ιταλία, μια σημαντική διάσταση των ειδικών φυλακών μετά το 1975 ήταν η στέρηση δικαιωμάτων, η φύλαξη των φυλακών αυτών από τους καραμπινιέρους (με αυξημένο δικαίωμα να πυροβολούν) και η συχνή επέμβαση των ειδικών δυνάμεων της Αστυνομίας για την καταστολή επανειλημμένων ταραχών.
Στο περίφημο μυθιστόρημα-έπος του Νάνι Μπαλεστρίνι Οι αόρατοι (Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος 2005), περιγράφεται η τεράστια βία και ο φόρος σε αίμα στις ιταλικές φυλακές ασφαλείας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, είχαμε καθαρές μορφές εκδικητικότητας και πολέμου εκ μέρους του κράτους κατά ορισμένων κατηγοριών κρατουμένων. Είτε πολιτικών εγκληματιών και πολιτικών κρατουμένων (οι οποίοι, ακόμη και αν δεν ήταν πολιτικοί κρατούμενοι με τη στενή έννοια, μετατρέπονταν σε τέτοιους λόγω της ειδικής μεταχείρισης του κράτους) είτε ποινικών εγκληματιών βαριάς εγκληματικότητας, οι οποίοι έπρεπε να «εξουδετερωθούν» και να καταστούν έτσι ακίνδυνοι για την κοινωνία. Το βασικό ιδεολόγημα πίσω από τις Φυλακές Υψίστης Ασφαλείας είναι πάντοτε το «δικαίωμα στην ασφάλεια» των πολιτών, λες και η προσβολή των αγαθών των πολιτών (της ζωής, της περιουσίας τους κ.λπ.) να καθίσταται ασφαλέστερη όταν οι κρατούμενοι καθίστανται άνθρωποι δίχως δικαιώματα, homines sacres.
Κρίση ασφάλειας
Επιπλέον, η υπογράμμιση του «δικαιώματος στην ασφάλεια» από τους νεοσυντηρητικούς αναλυτές σχετίζεται με μια ορισμένη διαχείριση των συνεπειών της κοινωνικής κρίσης. Στο βαθμό που οι άνθρωποι αισθάνονται μια επίθεση στις ζωές τους και στους πόρους για τη διαβίωσή τους, η κοινωνική ανασφάλεια, το ρίσκο και ο κίνδυνος από την ανεργία και από την εξαθλίωση μετατρέπονται σε κρίση κρατικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Πρόκειται είτε για μια πραγματική κρίση ασφάλειας, αφού η φτώχεια και η απελπισία γιγαντώνουν την εγκληματικότητα και την παραβατικότητα, αλλά και ένα τμήμα της άρχουσας τάξης λουμπενοποιείται και συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα, είτε για μια «εικονική» και «συμβολική» κρίση ασφάλειας, καθώς το κράτος πείθει τους πολίτες ότι η αύξουσα κοινωνική ανασφάλεια μπορεί να επιλυθεί με το κοινωνικό δικαίωμα στη μεγαλύτερη αστυνόμευση και καταστολή, στην αυξημένη «κρατική ασφάλεια». Πρόκειται δηλαδή -και πέρα από τα υπαρκτά προβλήματα ασφάλειας- για μια μετάθεση των φόβων και των αγωνιών της κοινωνίας προς τον «εγκληματικό εχθρό».
Ο «εχθρός» αυτός δεν ταυτίζεται με την καταδίκη και την κοινωνική απαξία της πράξης του: Το κριτήριο δεν είναι το έγκλημα καθ’ εαυτό ή η ποινή, είναι ο διαρκής κίνδυνος από τον «εγκληματία» ως αρνητική προσωπικότητα και ως εκφραστή ενός κοινωνικού κακού (evil). Πάνω σε αυτήν τη βάση οργανώνεται η καμπάνια για «νόμο και τάξη», η οποία στρέφεται πρωταγωνιστικά κατά των φτωχών, των ανέργων, των μεταναστών, των μικροπαραβατικών, των εξαρτημένων, των πιο «μελανών» δηλαδή όψεων των «επικίνδυνων τάξεων». Αλλά και στη βαριά παραβατικότητα θίγονται, κυρίως, αυτοί που δεν έχουν πόρους ή δίκτυα κοινωνικής στήριξης.
Όπως είναι κατανοητό, η στρατηγική αυτή καταργεί το διαφωτιστικό πρόγραμμα σωφρονισμού και επανένταξης του κρατουμένου στην κοινωνία και αποδέχεται την ψυχική και φυσική του τελικά εξόντωση (αφού ο τελικός αποδέκτης της καταστολής είναι το σώμα των κρατουμένων) έτσι ώστε οι νομοταγείς πολίτες να αισθανθούν «ασφαλείς». Από εδώ και μέχρι την επαναφορά της θανατικής ποινής η απόσταση δεν είναι ούτε τεράστια ούτε και αδιάβατη.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι διδάκτωρ Νομικής