Του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Σε είδα, σύντροφε, πάλι να περιπλανιέσαι στους πολύβουους δρόμους. Έμοιαζες, σαν να προσπαθούσες μες στο συνωστισμό, να κλέψεις λίγο απ’ την αδιαφορία των περαστικών. Σε πλησίασα. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν. Στο πρόσωπό σου καθρεφτιζόταν, έκδηλη, η απορία. Με τρεμάμενη φωνή ερώτησες: Αλήθεια, πώς αφήσαμε ανενόχλητους αυτούς τους θλιβερούς κτιστάδες του ολέθρου, να ερημώσουν τις ζωές μας απ’ την πελώρια απουσία των ονείρων; Συνέχισες το μονόλογο σου: Ξεδιάντροπα μας πέταξαν στις παρυφές του δρόμου, αφού, προηγουμένως, μ’ επιμέλεια μοναδική, εκποίησαν τα υπάρχοντά μας αντί πινακίου φακής και τα πρόσφεραν, δώρο, στων τοκογλύφων τη διεθνή. Ονόμασαν μεταρρυθμίσεις την ανενδοίαστη παραμόρφωση της ουσίας της ζωής, αυτοί που με χλεύη περίσσια τόνιζαν πως επιτέλους, καινούργιες μέρες μας περιμένουν! Με δικαιολογημένη περηφάνια ανήγγειλαν στους τοποτηρητές της Ρώμης, πως τώρα το τοπίο καθάρισε! Όλα γκρεμίσθηκαν! Οι μέρες οι μελλούμενες θα κυλάνε, χωρίς δουλειά, χωρίς σχολεία, χωρίς νοσοκομεία, χωρίς φάρμακα. Οι στρατιές των επαιτών και των αστέγων θα δίνουν χρώμα ξεχωριστό στις αναμορφωμένες πόλεις. Τα δακρυγόνα και τα ρόπαλα θα είναι πάντα εν αφθονία. Όσοι δε απέκτησαν πάνω από δυο παιδιά, αυτό ας μην το ξεχνούν, είναι τεκμήριο τρανό παράνομου πλουτισμού. Όποιος της ζωής το ποτάμι τροφοδοτεί, θα πρέπει πάραυτα να τιμωρηθεί. Γιατί, άλλωστε, υπάρχουν οι εφορίες; Για να συνετίζουν τους αυθάδεις ιθαγενείς, αυτούς που θέλουν σώνει και καλά το είδος τους να διαιωνίσουν.
Τα εκτυφλωτικά φώτα της ρεκλάμας φωτίζουν θριαμβικά το κουρέλιασμα του κοινωνικού ιστού, την εκχώρηση των τραπεζών στις ύαινες της κερδοσκοπίας. Αλίμονο, όμως, ούτε ένα κερί δεν άναψε ποτέ για το ξερίζωμα, την ταπείνωση, το λυγμό, το θάνατο, που καθημερινά χτυπάει την πόρτα σε τόσους νέους ανθρώπους. Νιώθω, μου είπες με φωνή σβησμένη, τα χέρια μου άχρηστα, σαν κάβους ξεφτισμένους, αφού πια καμιά δεν έχουν δυνατότητα να σφιχταγκαλιάσουν το φλογισμένο αύριο. Τι καρτερούμε, σύντροφε, γιατί οι δρόμοι δεν πλημμυρίζουν από αγανάκτηση; Τι άλλο θα πρέπει ακόμη να συμβεί;
Τον κοίταξα μες στα κουρασμένα μάτια -γέρικοι αετοί κρυμμένοι στη φωλιά τους- κι απάντησα αργά στα ερωτήματά του: Οι άνθρωποι, φίλε μου, ζητάνε να τους προσφέρεις το πρόσωπό σου, το αληθινό. Τότε η προσφορά έχει κι αξία κι αποτέλεσμα. Καιρός συνείδηση να γίνει πια, πως οι τέσσερις καπνισμένοι τοίχοι των κομματικών γραφείων δεν έχουν την άπλα που χρειάζεται το μεγάλο μας όνειρο. Η ζωή η πραγματική κυλάει στους δρόμους, εκεί που κοιμούνται οι άστεγοι, εκεί που οι επαίτες καταπατούν κάθε λεπτό την αξιοπρέπειά τους, εκεί που η ζωή εγκαταλείπει ή την εγκαταλείπουν κουρασμένοι κι απογοητευμένοι άνθρωποι. Ας μιλήσουμε απλά στον κόσμο, όπως απλά κανείς πεινάει, όπως απλά κανείς αγαπάει, όπως απλά κανείς μεθάει, όπως απλά κανείς πεθαίνει. Πόσα ασήμαντα γεγονότα, πόσα λόγια καθημερινά, πόσα πρόσωπα ασήμαντα, διασταυρώνονται την κάθε στιγμή; Πόσες σημαίες υποστέλλονται πριν ακόμη ανυψωθούν; Μα, σύντροφε, αν δεν εισπνεύσεις του δρόμου τις μυρωδιές, πώς σε όλα αυτά θα γίνεις κοινωνός;
Ωραίοι κι έξυπνοι του κοινοβουλίου οι τακτικισμοί, μα τα γεγονότα, τα λόγια, η οργή, οι χειρονομίες, στους δρόμους γεννιούνται. Κι εσύ, όπως κι εγώ, όπως κι οι χιλιάδες όμοιοί μας, όλοι εμείς οι ασήμαντοι, εμείς με τις δειλίες μας και τις παλικαριές μας, τους εγωισμούς και τις μετριοφροσύνες μας, εμείς αν ένας λόγος ειπωμένος, από χείλια ειλικρινή, μπορεί να μας μετατρέψει σε χείμαρρο ορμητικό, που τα πάντα θα παρασύρει, φτάνει μπροστά κάποια σημαία να υψωθεί και τότε εμείς, να το θυμάσαι αυτό, στα χέρια μας, τα μέχρι χθες άπραγα, κρατάμε του κόσμου τις τύχες.
Άκουσε, σύντροφε, δεν φέρνω κανένα μήνυμα απ’ των θεών τα χέρια γραμμένο. Απλά σου υπενθυμίζω πως το ποτάμι της ζωής κυλάει έξω απ’ τους τέσσερις τοίχους της αίθουσας συνεδριάσεων ή απ’ τα ολόφωτα τηλεοπτικά στούντιο. Ας αφουγκραστούμε του δρόμου το τραγούδι. Μιλάει για την ελπίδα που δεν έχει χρώμα, για την ερωτική λαχτάρα, που σ’ όλα της τα σημεία είναι ίδια, για το αίμα που σπαταλιέται στα διεθνή σφαγεία. Αίμα πάντα κόκκινο, τι κι αν καταβρέχει άσπρα, κίτρινα, μαύρα δέρματα. Φίλε μου, αν ο λόγος ο δικός μας συγχρονιστεί με τον χτύπο της καρδιάς της απέραντης στρατιάς των φτωχών και των ξωμάχων, τότε εύκολα θα μάθουμε μαζί να τραγουδάμε για τα όνειρα που στάθηκαν καταμεσής του δρόμου -φάρος τηλαυγής- και μας κατευθύνουν. Η ερημιά της νύχτας θα φωτιστεί. Το εγώ θα γίνει εμείς. Και τότε, σύντροφε, θα ξεκινήσουμε μες στο σκοτάδι, πυρπολημένοι από όνειρα ακατόρθωτα.
Καιρός, φίλε μου, δυνατά να φωνάξουμε, κανένα όνειρο πια να μην θαφτεί, καμιά ελπίδα να μην στραγγαλιστεί.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!