Πού οφείλεται η αναδίπλωση. Του Γιώργου Τσίπρα
Σύμφωνα ακόμη και με τους Financial Times, κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Ουκρανία χρηματοδοτούνται και ελέγχονται από τους ολιγάρχες. Η πρωτοφανώς ανεκτική στάση Γιανούκοβιτς στις επιθέσεις φασιστικών ομάδων σε αστυνομία και δημόσια κτίρια και η ακόμη πιο αναπάντεχη υπαναχώρηση με την ανάκληση των νόμων για τις διαδηλώσεις, την παραίτηση της κυβέρνησης και την προσφορά υπουργείων στην αντιπολίτευση, σχετίζεται με τη διπλή υπαγωγή αμφότερων, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, σε ενδοαστικές αντιπαραθέσεις, όπου ο ίδιος μεγαλοεπιχειρηματίας μπορεί να παίζει και με τις δυο πλευρές, εσωτερικά και εξωτερικά (Ρωσία και Δύση).
Είναι χαρακτηριστικό πως οι δυο ομάδες που συγκρούονται εδώ και μήνες, σύμφωνα με τη γερμανική Frankfurter Allgemeine Zeitung, η «Ομάδα της λεκάνης του Ντονέτς» (Αχμέτοφ) και η Ομάδα του Φιρτάς (που έχει περάσει με τον Κλιτσκό) που επίσης κάνει μπίζνες με Ρωσία, αλληλοκατηγορούνται ως μαριονέτες της Μόσχας και αυτοπροβάλλεται ο καθένας ως πιο Ευρωπαίος. Ο ίδιος ο Κλιτσκό, μιλώντας στον Guardian, είπε ότι «κατ’ ιδίαν όλοι οι ολιγάρχες υποστηρίζουν την έννομη τάξη, αλλά οι ηγέτες αλλάζουν, οι κανόνες αλλάζουν και η έλλειψη σταθερών κανόνων σημαίνει ότι οι επιχειρηματικές ομάδες δεν έχουν εξασφαλίσει ότι θα διατηρήσουν και στο μέλλον όσα κατέχουν σήμερα». Ο ολιγάρχης Πίντσουκ, γαμπρός του πρώτου προέδρου της Ουκρανίας Κούτσμα μετά την ανεξαρτητοποίηση και τη μετάβαση στη… δημοκρατία, δήλωσε: «Σκέφτηκα πολύ το ρόλο ενός επιχειρηματία και τις ευθύνες μας. Μπορούμε να διευκολύνουμε μια ειρηνική επίλυση γιατί έχουμε πρόσβαση στον πρόεδρο, στους ηγέτες της αντιπολίτευσης και στους επικεφαλής της κοινωνίας των πολιτών»…
Τα εσωτερικά κρατήματα του Γιανούκοβιτς δεν αρκούν να εξηγήσουν μια στάση αλλοπρόσαλλα παθητική. Η Ρωσία μπορούσε, αν το ήθελε, να επιβάλει στο Κίεβο μια στάση διαφορετική από την τωρινή που αγγίζει τα όρια της αποδοχής πραξικοπήματος ανοιχτά υποκινούμενου από τη Δύση. Η απροθυμία της Μόσχας αποτελεί επιλογή και όχι αδυναμία της. Για την ακρίβεια, αποτελεί επιλογή που οφείλεται σε μια στρατηγική της αδυναμία. Η Ρωσία στρατηγικά επιδιώκει εδώ και 30 χρόνια να «ενταχθεί» στο δυτικό κόσμο, κάτι που ο τελευταίος δεν της το επιτρέπει πριν η Ρωσία παραιτηθεί από το μεγαλοδυναμισμό της ή μέρος του μεγαλοδυναμισμού της, που έχει κληρονομήσει από το «αμαρτωλό» παρελθόν. Κερδίζοντας πρόσφατα πόντους στο πρόβλημα της Συρίας και νομίζοντας ότι κέρδισε το μπρα-ντε-φερ στην Ουκρανία, έσπευσε να γλυκάνει το χάπι με «στρακαστρούκες», όπως η απελευθέρωση των ακτιβιστών της Greenpeace, του Χανταρκόφσκι και των μελών του συγκροτήματος Pussy Riot. Το πέρασμα από τις στρακαστρούκες στους κανονιοβολισμούς αναδίπλωσης με τη συγκριτικά παθητική στάση που κρατά τώρα η Μόσχα στην Ουκρανία, αφού πρώτα Δύση, Βερολίνο και Ουάσιγκτον αποφάσισαν ότι αυτό δεν θα περάσει έτσι, δείχνει τα όρια της Ρωσίας. Είχε κρατήσει μια πολύ πιο αποφασιστική στάση όταν εισέβαλε στρατιωτικά στη Γεωργία το 2008.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το παιχνίδι δεν θα μπορούσε να χοντρύνει ανεξέλεγκτα. Ήδη η κόντρα για την Ουκρανία που εν μέρει αντανακλούσε την κόντρα για τη Συρία, επιστρέφει τώρα αρνητικά στη Διάσκεψη της Γενεύης ΙΙ με την επανα-σκλήρυνση των ΗΠΑ για το Συριακό.
Σε αντίθεση με την Κίνα, που σταθερά αντιστοιχίζει την υπολειπόμενη γεωπολιτική-στρατιωτική της ισχύ με το οικονομικό της μέγεθος, η Ρωσία πασχίζει να διατηρήσει και να επαυξήσει το γεωπολιτικό της μέγεθος στο φόντο της υπολειπόμενης οικονομικής της ισχύος, όντας περισσότερο εξαρτημένη από τη Δύση.
Ενεργός ρόλος της Ακροδεξιάς
Η πλειοψηφία όσων διαδηλώνουν ελπίζουν σε μια δίκαιη και δημοκρατική κοινωνία ακόμα κι αν αφελώς συνδέουν το αίτημα αυτό με μια εξιδανικευμένη «Ευρώπη». Όμως το Euromaidan, το κίνημα διαμαρτυρίας στην Ουκρανία υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αποτελεί το σημείο σύγκρουσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και την ουκρανική κοινωνία στο σύνολό της. Το Euromaidan έχει σημαντική υποστήριξη κυρίως στις δυτικές και κεντρικές περιοχές ενώ οι Ουκρανοί στα ανατολικά και νότια της χώρας το αποδοκιμάζουν συντριπτικά. Μετά τις βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία που ξεκίνησαν την Κυριακή, στις οποίες πρωταγωνίστησε το ακροδεξιό δίκτυο Δεξιός Τομέας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι άνθρωποι που ζουν στις ανατολικές και νότιες περιοχές θα ταχθούν ακόμα περισσότερο κατά των διαδηλώσεων.
Οι μαχητές του Δεξιού Τομέα δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά αν και πολλά ΜΜΕ προτιμούσαν να αγνοούν την ύπαρξή τους. Είχαν παίξει ενεργό ρόλο στις διαδηλώσεις από την πρώτη στιγμή, έχοντας στραμμένο το ενδιαφέρον τους όχι τόσο στην ένωση με την Ευρώπη όσο σε μια «εθνική επανάσταση». Κατάφεραν με επιδεξιότητα να εισχωρήσουν στις φρουρές εθελοντών στα στρατόπεδα των διαδηλωτών.
Την 1η Δεκέμβρη αποτελούσαν την κύρια δύναμη πίσω από τη βίαιη επίθεση κοντά στο Προεδρικό Μέγαρο, παρά την επικρατούσα άποψη ότι ευθύνονταν προβοκάτορες της κυβέρνησης. Όταν την περασμένη Κυριακή ο Βιτάλι Κλιτσκό -ίσως ο επόμενος πρόεδρος της Ουκρανίας σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις- προσπάθησε να σταματήσει τις συγκρούσεις με την αστυνομία, αποδοκιμάστηκε από το πλήθος. Πολλοί διαδηλωτές, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να φανταστούν τους εαυτούς τους να πετάνε πέτρες και μολότωφ στους αστυνομικούς, πήραν μέρος στα βίαια επεισόδια μαζί με την Άκρα Δεξιά, εξοργισμένοι που κάθε Κυριακή άκουγαν τα ίδια από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης.
Όσοι ενθουσιάζονται με τη φενάκη μιας πανεθνικής εξέγερσης ξεχνούν ότι αυτό είναι ακόμα ένα βήμα στην πορεία νομιμοποίησης της Ακροδεξιάς. Ο Δεξιός Τομέας έχει ήδη πλασάρει επιδέξια τα συνθήματά του (Ζήτω η Ουκρανία! Ζήτω οι ήρωες! Ζήτω το έθνος! Θάνατος στους εχθρούς! Η Ουκρανία υπεράνω όλων – από το χιτλερικό Deutschland über alles). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλοι αυτοί έχουν ανοιχτά νεοναζιστικές ιδέες και με ευκολία θα περνούσαν πολύ πιο καταπιεστικούς νόμους.
Αρκετές χιλιάδες άνθρωποι συμμετέχουν στις βίαιες συγκρούσεις, αλλά στις δύο κεντρικές πλατείες και τους γύρω δρόμους η ζωή συνεχίζεται στο Κίεβο, όπως συνήθως. Αυτή την εβδομάδα, ωστόσο, τα ΜΑΤ έδειξαν ότι μπορούν να επανακτήσουν τον έλεγχο των δρόμων σε λίγα λεπτά.
* Από άρθρο του Volodymyr Ishchenko
στον Guardian
Μετάφραση: Νίκος Μαγνήσαλης