Δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετική πολιτική χωρίς έναν καλύτερο δημόσιο τομέα
Συνέντευξη στον Χρήστο Πραμαντιώτη
Στα μέσα της ερχόμενης εβδομάδας αναμένεται να βγει η απόφαση του δικαστηρίου όπου προσέφυγε η κυβέρνηση για να προσβάλει την απεργία-αποχή που έχει κηρύξει η ΑΔΕΔΥ από κάθε διαδικασία που σχετίζεται με την αξιολόγηση. Είναι η δεύτερη προσπάθεια του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης να σύρει στα δικαστήρια έναν αγώνα που όπως φαίνεται έχει επιτύχει τη σχεδόν καθολική συμμετοχή των εργαζομένων στο Δημόσιο. Αν συνυπολογιστούν και οι διαρκείς παρατάσεις που δίνει το ΥΔΜΗΔ στα χρονοδιαγράμματα της αξιολόγησης, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση έχει βρεθεί σε αδιέξοδο, καθώς δεν υπολόγισε τη συντονισμένη αντίδραση του συνδικαλιστικού κινήματος. Η αξιολόγηση που εκ των προτέρων ορίζει ότι το 15% των υπαλλήλων θα πρέπει να κριθεί ανεπαρκές, έχει συναντήσει την καθολική αντίδραση, καθώς μόνο ένα 10-15% των εργαζομένων συμμετείχαν στην παρωδία αξιολόγησης, ενώ και τα φύλλα αυτοαξιολόγησης ο εργαζόμενοι τα παραδίδουν οργανωμένα στα πρωτοβάθμια σωματεία τους ανυπόγραφα και ασυμπλήρωτα, επιδεικνύοντας μια πράξη πολιτικής ανυπακοής. Για όλα αυτά, ο Δρόμος μίλησε με το Μέλος της Ε.Ε. της ΑΔΕΔΥ, Γιώργο Πετρόπουλο, ο οποίος πιστεύει ότι το Δημόσιο θα πρέπει «να παίξει πρωταρχικό ρόλο αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα μέλλον στο οποίο δεν θα υπάρχει μνημόνιο και δεν θα εφαρμόζεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική».
Με την απεργία-αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης όπως περιγράφονται από τον Ν4250, έχετε ξεκινήσει εδώ και μήνες έναν μεγάλο αγώνα. Η εικόνα που διασπείρει η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ είναι ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αρνούνται να αξιολογηθούν για το έργο που προσφέρουν.
Καταρχήν οφείλουμε να εξηγήσουμε μερικούς από τους λόγους που αντιδρούμε στην υποτιθέμενη αξιολόγηση. Πρόκειται για ένα σύστημα που δεν αντέχει σε καμία επιστημονική, μεθοδολογική κριτική. Το να θεσπίζεις εκ των προτέρων το ποσοστό εκείνων που θα πρέπει να αξιολογηθούν με χαμηλό βαθμό, είναι κάτι που δεν μπορεί να ενταχθεί καν στο πλαίσιο της κοινής λογικής. Δεύτερον, πρόκειται για μια μεθοδολογία που δεν χρησιμοποιείται πουθενά στον κόσμο σε δημόσιο τομέα. Χρησιμοποιείται σε λίγες επιχειρήσεις στον ιδιωτικό τομέα, όπου και εκεί ακόμη σταδιακά εγκαταλείπεται. Άρα εδώ, έρχεται να εφαρμοστεί ένα σύστημα «αξιολόγησης» το οποίο τελικά έχει στόχο να παράξει νέες μειώσεις μισθών, νέες απολύσεις και τελικά, ακριβώς επειδή δεν έχει κανένα αντικειμενικό κριτήριο, να οδηγήσει στον ασφυκτικό έλεγχο του δημόσιου τομέα από τα πολιτικά και συνδικαλιστικά πελατειακά δίκτυα.
Από τις αντιδράσεις της κυβέρνησης, τις προσφυγές της στα δικαστήρια και τις συνεχείς μεταθέσεις των χρονικών ορίων για τη διαδικασία, καταλαβαίνω ότι η απεργία-αποχή έχει πετύχει μια σχεδόν καθολική συμμετοχή. Πώς οργανώθηκε αυτός ο αγώνας;
Η ενισχυμένη παρουσία των δυνάμεων της συνδικαλιστικής Αριστεράς στη νέα Ε.Ε. της ΑΔΕΔΥ, έθεσε ως βασική προτεραιότητα την ανάταξη του τριτοβάθμιου συνδικαλιστικού οργάνου. Η εικόνα της Συνομοσπονδίας είχε υποστεί πλήγματα στην αξιοπιστία της όλη την προηγούμενη περίοδο. Αυτά αφορούσαν ειδικότερα την αδυναμία να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση απέναντι στο Μνημόνιο και όσα αυτό επέφερε στη μισθολογική και εργασιακή κατάσταση των εργαζομένων στο Δημόσιο. Έπρεπε να βρούμε τρόπους να αντισταθούμε στην επελαύνουσα πολιτική του Μνημονίου. Επιχειρήσαμε να εντάξουμε στη συνδικαλιστική μας πρακτική δύο βασικά χαρακτηριστικά. Να προσπαθήσουμε αρχικά να συνδέσουμε πρακτικές και των κοινωνικών κινημάτων με τη μεγάλη παράδοση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Από εκεί προέκυψε η ιδέα της σύνθεσης, μέσω ενός υβριδικού σχήματος, της πολιτικής ανυπακοής με την απεργία. Παράλληλα προσπαθήσαμε να αναζωογονήσουμε τα πρωτοβάθμια σωματεία που τα θεωρούμε κύτταρο της συνδικαλιστικής δράσης. Βασικό στοιχείο δηλαδή για να υπάρχει μια επιτυχημένη αντίδραση. Δώσαμε ρόλο και λόγο στα πρωτοβάθμια σωματεία.
Αυτή η προσπάθεια συναντήθηκε με ένα συναίσθημα που είναι διάχυτο σε όλους τους εργαζομένους, και που θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε με τη φράση «φτάνει πια». Συσσωρεύτηκαν πολλά. Μειώσεις μισθών που αγγίζουν μεσοσταθμικά το 35%. Εξευτελισμός των εργαζομένων στο Δημόσιο από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της κυβέρνησης, ο οποίος επενδύοντας σε στερεοτυπικές αντιλήψεις και ταπεινά ένστικτα αποσκοπούσε να κλείσει υποδομές, να απολύσει εργαζόμενους και προφανώς να εκχωρήσει σημαντικά τμήματα του δημόσιου τομέα στην ιδιωτική κερδοσκοπία. Ας μην ξεχνάμε πως έχουμε οκτώμισι χιλιάδες απολυμένους για πρώτη φορά μετά από σχεδόν έναν αιώνα κι άλλους εξίμιση χιλιάδες υποψήφιους προς απόλυση, μέχρι το τέλος του 2014. Και εάν θέλετε και την προσωπική μου εκτίμηση, αν δεν καταφέρουμε να ανατρέψουμε αυτές τις πολιτικές, οι απολύσεις θα συνεχιστούν και το 2015.
Συνοπτικά, λοιπόν, θα το πω έτσι: Η ΑΔΕΔΥ πρότεινε μια μέθοδο πάλης η οποία έδινε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να εκφράσουν αυτό το «φτάνει πια». Αυτή η ιδέα δουλεύτηκε από την αρχή στα σωματεία, που κάνανε εκατοντάδες πολυπληθείς συνελεύσεις. Δόθηκε λοιπόν μια κατεύθυνση και παράλληλα δείξαμε στους εργαζόμενους ότι η ΑΔΕΔΥ είναι αταλάντευτη και ανυποχώρητη σε αυτόν τον αγώνα. Προφανώς, ο αγώνας αυτός βρίσκεται σε εξέλιξη και έχει πολλές ακόμη προκλήσεις μπροστά του. Τουλάχιστον από την πλευρά μας, θέλουμε να δηλώσουμε ότι για εμάς δεν υπάρχει υποχώρηση στο ζήτημα της «αξιολόγησης». Για τους λόγους που σας εξήγησα στην αρχή, το θεωρούμε καταστροφικό όχι μόνο για τους εργαζόμενους, αλλά συνολικά για τον δημόσιο τομέα.
Ταυτόχρονα με την αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης, έχετε αποφασίσει και καταστατικό συνέδριο της ΑΔΕΔΥ τον Δεκέμβριο. Για ποιο λόγο;
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις οφείλουν να βρίσκονται σε επαφή με τις αλλαγές στην κοινωνία, τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, τις αλλαγές στην πολιτική και την οικονομία. Να μπορούν να εναρμονίζονται. Για παράδειγμα, αυτήν τη στιγμή στο Δημόσιο υπάρχει πλήθος εργαζόμενων σε καθεστώς εργασιακής επισφάλειας, που δεν καλύπτονται από την υπάρχουσα δομή των σωματείων. Δεν έχουν δυνατότητα συμμετοχής, ούτε τη δυνατότητα εκλογής τους σε αυτά. Προφανώς εκεί υπάρχουν δεδομένα που πρέπει να ξαναδούμε. Επίσης, νομίζω ότι θα πρέπει να είναι αντικείμενο του συνεδρίου οργανωτικές αλλαγές οι οποίες να δημιουργούν τη δυνατότητα στα σωματεία να έρθουν σε επαφή και με τις νέες μορφές εργασίας αλλά και με ιδέες, αντιλήψεις, πρακτικές και νοοτροπίες που υπάρχουν στα κοινωνικά κινήματα. Να γίνουν πιο ανοικτά, έτσι ώστε να αγκαλιάσουν τους εργαζόμενους και τις πρωτοβουλίες τους. Και παράλληλα, να διερευνήσουμε και να προτείνουμε τρόπους που να αίρουν τις συνθήκες πολυδιάσπασης του συνδικαλιστικού κινήματος. Στην κατεύθυνση ενοποίησης των εκπροσωπήσεών του από τη βάση έως τις τριτοβάθμιες οργανώσεις.
Αυτά είναι ικανά να οδηγήσουν σε έναν διαφορετικό συνδικαλισμό;
Ένα μεγάλο πρόβλημα για τον συνδικαλισμό σήμερα, είναι η κρίση αξιοπιστίας, η έλλειψη μάλλον της αξιοπιστίας του. Το ότι δεν εμπιστεύονται οι εργαζόμενοι τη δυνατότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Εκείνο καταρχήν που πρέπει να πιστέψουν οι εργαζόμενοι είναι ότι η συλλογική δράση, η συνδικαλιστική, πολιτική δράση δηλαδή, μπορεί να τους προστατεύσει από τη βαρβαρότητα της εργοδοσίας, του πολιτικού συστήματος, να αναπτύξει και να προασπίσει τα δικαιώματά τους, τα οποία βρίσκονται σε ύφεση. Προφανώς η αναδιοργάνωση των συνδικαλιστικών οργάνων, εξυπηρετεί αυτό το σκοπό. Και ένα δεύτερο. Είπα πριν για την κρίση της αξιοπιστίας για την οποία φταίνε και τα συνδικαλιστικά όργανα, το πώς λειτουργούσαν το προηγούμενο διάστημα, αλλά και οι ίδιοι οι συνδικαλιστές. Παράδειγμα, από το καταστατικό μας συνέδριο θα μπορούσε να προκύψει ένας κώδικας δεοντολογίας τον οποίο θα οφείλουν να ακολουθούν τα συνδικαλιστικά στελέχη. Ο οποίος κώδικας να βοηθήσει στο να ανακτήσουμε την αξιοπιστία που χάσαμε το προηγούμενο διάστημα.
Εμείς εκείνο που αναζητάμε, είναι να ανακτήσουμε πλευρές της συλλογικότητας οι οποίες χάθηκαν. Είναι δύσκολες οι συνθήκες. Προσπαθούμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των εργαζομένων καταρχήν στην αξία της συλλογικής δράσης και των συνδικάτων και να μπορέσουμε να απαντήσουμε αποτελεσματικά στις αλλαγές που έχουν επέλθει στις εργασιακές σχέσεις και στην κοινωνία. Αν καταφέρουμε να κάνουμε καλύτερα τα συνδικάτα, περισσότερο συλλογικά, περισσότερο αξιόπιστα, περισσότερο αποτελεσματικά, αυτό είναι προς όφελος όλων μας.
Επομένως, βρίσκεστε εν μέσω ενός κρίσιμου αγώνα, και θέλετε επίσης να κάνετε ένα φιλόδοξο βήμα με το καταστατικό συνέδριο. Και όλα αυτά ενώ δεν έχετε καταφέρει να συγκροτήσετε ακόμη προεδρείο στην ΑΔΕΔΥ…
Καταρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι παρόλο που δεν έχουμε προεδρείο, καταφέραμε να έχουμε μια επιτυχημένη παρουσία όλη αυτή την περίοδο και ταυτόχρονα να επιχειρήσουμε να προβάλουμε ένα νέο συνδικαλιστικό παράδειγμα. Από την πλευρά μας πάντως, οι δυνάμεις του ΜΕΤΑ, έχουμε κάνει τα πάντα για να υπάρξει προεδρείο. Εκτιμούμε πως η περίοδος του Μνημονίου συνιστά τομή για την οικονομία, την κοινωνία, την πολιτική, τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Ακριβώς η ανάγκη να απαντήσουμε στη νέα κατάσταση με νέα καθήκοντα κυριάρχησε στη λογική μας και κατά τη διαδικασία συγκρότησης του προεδρείου στην ΑΔΕΔΥ. Θεωρούμε ότι η ΑΔΕΔΥ είναι μια μεγάλη τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση που εκβάλλει και στο πολιτικό πεδίο και ως τέτοια έπρεπε να την αντιμετωπίσουμε. Παράλληλα, είχαμε και ανατροπή στους συσχετισμούς που παρήχθησαν από το τελευταίο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ. Σημειώθηκε πολύ μεγάλη πτώση των δυνάμεων που είχαν σχέση με τα κόμματα που κυβερνούσαν επί χρόνια τη χώρα, αλλά και η ανάδειξη δυνάμεων της Αριστεράς ή δυνάμεων που αποσπώνταν από αυτόν τον κυβερνητικό συνδικαλισμό. Άρα διαμορφώθηκαν οι δυνατότητες για μια διαφορετική πλειοψηφία, η οποία εμείς πιστεύαμε ότι έπρεπε να εκφραστεί αναδεικνύοντας μια μεγάλη τομή, μια νέα ΑΔΕΔΥ η οποία να κινηθεί σε αγωνιστική κατεύθυνση. Η πρότασή μας ήταν να υπάρξει ένα προεδρείο που να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Να είναι ένα αντιμνημονιακό, ριζοσπαστικό προεδρείο, ένα αγωνιστικό προεδρείο. Δυστυχώς, συναντήσαμε την άρνηση του ΠΑΜΕ, η οποία έχει πλέον χαρακτηριστικά πολιτικού αναχωρητισμού, πλήρους αποστασιοποίησης από τα τεκταινόμενα στην τριτοβάθμια οργάνωση, και ταυτόχρονα μια αντιφατική στάση από τις δυνάμεις των Παρεμβάσεων. Παρόλα αυτά εμείς συνεχίζουμε τις προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να υπάρξει ένα προεδρείο που θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής και τις ανάγκες των εργαζομένων.
Οι συνδικαλιστές του Δημοσίου προβάλλουν άποψη για το τι δημόσιο τομέα χρειάζεται σήμερα η χώρα;
Προφανώς οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο και οι δυνάμεις της Αριστεράς έχουν άποψη για το Δημόσιο. Γιατί, αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα μέλλον στο οποίο δεν θα υπάρχει μνημόνιο, στο οποίο δεν θα εφαρμόζεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική, το Δημόσιο θα πρέπει να παίξει πρωταρχικό ρόλο. Γιατί το Δημόσιο μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και μέσω της αύξησης της απασχόλησης να λειτουργήσει ως αναπτυξιακή θρυαλλίδα. Δεύτερον, επειδή παρέχει κατά κύριο λόγο κοινωνικές υπηρεσίες, θα μπορέσει με τη δράση του να ανασχέσει την κοινωνική καταστροφή που επέφεραν τέσσερα χρόνια Μνημονίου. Και τρίτον, γιατί το Δημόσιο έχει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς οι οποίοι, με την καλύτερη λειτουργία τους, θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν ως βασικό εργαλείο της αναδιανομής του πλούτου. Μιας μεροληπτικής πολιτικής, θα λέγαμε, υπέρ των εργαζομένων. Και ταυτόχρονα να διαφυλάξει την κοινωνία, το περιβάλλον, από τις ατασθαλίες με τις οποίες λειτουργούσε το προηγούμενο σύστημα. Για να τα καταφέρουμε όμως αυτά, χρειαζόμαστε έναν δημόσιο τομέα, στον οποίο θα πρέπει να υπάρξει επαρκής χρηματοδότηση και στελέχωση.
Το καλύτερο, το πιο αποτελεσματικό Δημόσιο δεν έχει να κάνει με το συμφέρον της συντεχνίας. Έχει να κάνει με το γεγονός ότι αν δεν έχουμε ένα Δημόσιο το οποίο να προστατεύει και να παρέχει κοινωνικές υπηρεσίες, να παρέχει κοινωνικά αγαθά, τότε δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία πολιτική η οποία θα βρίσκεται στον αντίποδα της σημερινής νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Δεν μπορεί να υπάρξει μια διαφορετική πολιτική χωρίς ένα καλύτερο Δημόσιο. Αλλά ένα Δημόσιο απαλλαγμένο από τις νοοτροπίες του παρελθόντος, που δεν θα αναπαράγει το πολιτικό σύστημα μέσω των πελατειακών του επιλογών. Ένα Δημόσιο που θα λειτουργεί με πρώτο και βασικό γνώμονα την εξυπηρέτηση του πολίτη, του εργαζόμενου, της κοινωνίας.