Για την ταινία του Πάμπλο Τραπέρο Λευκός Ελέφαντας
της Ιφιγένειας Καλαντζή
Η νέα ταινία του Πάμπλο Τραπέρο Λευκός Ελέφαντας (2012), οφείλει τον τίτλο της στην ονομασία μιας τεράστιας, εγκαταλελειμμένης οικοδομής, φιλόδοξο σχέδιο ανέγερσης ενός δημόσιου λαϊκού νοσοκομείου, στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες, που έμεινε ημιτελές, με τα κονδύλια να χάνονται επί δεκαετίες πάντα κάπου στο δρόμο. Το αδειανό αυτό κουφάρι στεγάζει εδώ και χρόνια εκατοντάδες οικογένειες άπορων, στους οποίους στρέφει για άλλη μια φορά τον φακό του ο 43χρονος Αργεντινός σκηνοθέτης, που με την εξαιρετική του Λεονέρα (2008) καθιερώθηκε ως ένας από τους χαρακτηριστικότερους κινηματογραφιστές μιας πολιτικοποιημένης γενιάς, που ξεπρόβαλε σχεδόν μια δεκαετία μετά την καταστροφική επέλαση του ΔΝΤ.
Ο Νίκολας, ένας νεαρός Βέλγος ιερέας, γίνεται μάρτυρας της άγριας δολοφονίας αυτοχθόνων από παραστρατιωτικούς, στα βάθη της ζούγκλας και σοκαρισμένος βυθίζεται στη σιωπή. Ο Χουλιάν, ένας μεσήλικας ιερέας, επικεφαλής μιας μαχητικής θρησκευτικής οργάνωσης, πασχίζει να βρει χρηματοδότηση για την ανέγερση λαϊκών κατοικιών, στις παρυφές της πόλης. Βλέποντας ότι η κλονισμένη υγεία του τον προδίδει, φέρνει στον καταυλισμό τον Νίκολας, πιστεύοντας ότι θα συνεχίσει το κοινωνικό του έργο. Τίποτα, όμως, δεν πάει όπως το είχε σχεδιάσει. Η ανεξέλεγκτη δράση οπλισμένων συμμοριών που εμπορεύονται ναρκωτικά και η κατάληψη του εργοταξίου από τους απλήρωτους για μήνες φτωχούς οικοδόμους δυναμιτίζουν την εκρηκτική κατάσταση. Οι δύο άντρες έρχονται σε αντιπαράθεση. Ο Χουλιάν υποστηρίζει μια ουδέτερη στάση της εκκλησίας, ενώ ο ιδεαλιστής Νίκολας τάσσεται έμπρακτα στο πλάι των καταφρονημένων, συμπάσχοντας, όπως άλλοτε και ο Βαν Γκόγκ ανάμεσα στους ανθρακωρύχους. Τα πράγματα ξεφεύγουν, όταν μπουκάρουν στα φτωχικά παραπήγματα ένοπλες δυνάμεις, για να καταστείλουν την κοινωνική εξέγερση που έχει φουντώσει.
Με το διάσημο Αργεντινό ηθοποιό Ρικάρντο Νταρίν, ως Χουλιάν, τον Ζερεμί Ρενιέ, ηθοποιό-φετίχ των αδελφών Νταρντέν, στο ρόλο του Νίκολας και την όμορφη σύζυγο και μούσα του Μαρτίνα Γκουσμάν, ο Τραπέρο συμπληρώνει ένα πρωταγωνιστικό τρίο, αποσπώντας δυνατές ερμηνείες, σε μια δραματική ιστορία, που εστιάζει στην καταγραφή του εξαθλιωμένου περιθωρίου των παραγκουπόλεων, ενώ παράλληλα αρθρώνει μια διαλεκτική για τον πολιτικό ή μη ρόλο της εκκλησίας, απευθυνόμενος σ’ ένα θρησκευόμενο λαϊκό κοινό. Με την αυταπάρνηση των λειτουργών της, η θρησκεία ξεπερνάει τη φιλανθρωπική διάσταση, μετουσιώνοντας το χριστιανικό «αγαπάτε αλλήλους» σε προϋπόθεση αλληλεγγύης προς τον αδύναμο συνάνθρωπο, αντίστοιχης ηθικής τάξης με τα κομμουνιστικά διακυβεύματα.
Ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά σημεία της ταινίας είναι η ανάδειξη της αξίας της συλλογικότητας, ως υπολογίσιμης δύναμης κοινωνικού ξεσηκωμού από τα κάτω, που θέτει λαό και ιερείς στην ίδια μοίρα, ενώ καταγγέλλεται η άγρια βία των μαφιόζικων συμμοριών, αλλά και των δυνάμεων καταστολής, που δέχονται πρόθυμα να συντρίψουν τους «ενοχλητικούς παρίες».
Αυτές οι σύνθετες κοινωνικές διεργασίες περνάνε μέσα από τη σύγκρουση του ατομικού ψυχισμού, με την ψυχοφθόρα συλλογική διαδικασία συμπαράστασης των αδύναμων, που αποτυπώνεται με μια δραματουργική σεναριακή δόμηση στις σχέσεις που αναπτύσσουν οι φιλμικοί χαρακτήρες.
Η σκηνοθετική ρεαλιστική αντίληψη του Τραπέρο, με μια δυναμική κινηματογράφηση με αεικίνητη κάμερα να ακολουθεί διαρκώς τους πρωταγωνιστές στα στενά δαιδαλώδη σοκάκια, δανείζεται την υπερένταση των αδερφών Νταρντέν.
Η διαρκής αίσθηση σκουπιδότοπου, με πλάνα ασφυκτικά γεμάτα από σκουριασμένες παλιατζούρες, αντανακλά και την καταρρακωμένη ψυχική διάθεση των ανθρώπων που ζουν εκεί. Η κάμερα καταγράφει από κοντά τα χαραγμένα, ιδρωμένα λαϊκά πρόσωπα των ινδιάνικης καταγωγής αυτοχθόνων, αναδύοντας μια αίσθηση αποπνικτικής υγρασίας, μέσα στις λάσπες, που τονίζει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Τα κοφτά σταθερά πλάνα στην περιοχή, υπό βροχή, συνοδεύονται απ’ την συμφωνική μελαγχολική σύνθεση A satire against reason, του Μάικλ Νάιμαν, ενώ η χρήση παλιότερων ορχηστρικών κομματιών του συνθέτη, όπως το ανακουφιστικά αισιόδοξο Fish beach σε μια σκηνή ανάτασης με καταγραφή συλλογικής δραστηριότητας, δημιουργούν μια συγκινητική ατμόσφαιρα. Η ταινία είναι γεμάτη από λάτιν ροκ και πανκ ισπανόφωνα τραγούδια, όπως το Las Cosas que no se tocan απ’ τους Intoxicados, που ανοίγει και κλείνει την ταινία, με ένα εξεγερσιακό αίσθημα.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός / κριτικός κινηματογράφου