της Αγγελικής Ντουσάκη
Μα που είσαι; Σε ψάχνω. Σε ζητώ στους δρόμους, στο μάθημα, στο λεωφορείο για τη σχολή. Εσένα που ξέρω πως θα με καταλάβεις. Εσένα που ξέρω πως μπορείς να με βοηθήσεις να δω τη ζωή αλλιώς.
Έλα. Έλα, μην αργείς. Έλα να με βοηθήσεις να σηκωθώ και σου υπόσχομαι πως δεν θα ξαναπέσω. Πως από δω και στο εξής θα περπατάω πλάι σου.
Το ξέρεις κι εσύ πως δεν έφταιγα. Πως δεν ήθελα, μα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Σαν ένα βάρος να με έσπρωχνε προς τα κάτω. Κάθε μέρα κι από λίγο. Κι εγώ να πέφτω πιο χαμηλά. Και να μη μπορώ να δω το φως. Να μη μπορώ να αναπνεύσω. Να πνίγομαι. Να βλέπω τη ζωή μου να τελειώνει χωρίς να έχω φταίξει εγώ.
Να σκέφτομαι αν είναι έτσι η αρχή της ζωής, πώς πρέπει να ναι το τέλος; Πόσο πιο βασανιστικό μπορεί να γίνει; Πώς θα το αντέξω αν είμαι μόνος;
Γι’ αυτό σου λέω, σου φωνάζω, στο ζητάω σαν χάρη: Έλα! Έλα για να μη νιώθω μόνος, έλα γιατί δεν μπορώ να αντέξω άλλο. Σε περίμενα πολύ καιρό και τώρα νιώθω τις δυνάμεις μου να τελειώνουν. Αν με αφήσεις λίγο ακόμα θα χαθώ για πάντα.
Ο μόνος τρόπος να αντέξω εγώ, που έχω βουλιάξει στην απελπισία τόσο βαθιά, κι εσύ που προσπαθείς να μη δεις την απελπισία μου, ενώ ξέρεις πως υπάρχει είναι να συναντηθούμε.
Τόσο καιρό δεν καταφέραμε τίποτα που είμαστε χώρια: Από τη μια εγώ, η απελπισία, κι από την άλλη εσύ, η εθελοτυφλία.
Ήρθε η ώρα να σηκωθώ και ήρθε η ώρα να με δεις.
Δεν έχουμε άλλο χρόνο…
Βοήθησε με να σηκωθώ για να μην πέσεις κι εσύ.
Βοήθησέ με για να περπατήσουμε πλάι-πλάι, πιασμένοι χέρι-χέρι, πιο δυνατοί…
Σου απλώνω το χέρι μου. Με βλέπεις;
(Αφιερωμένο σε όλους τους ανθρώπους της γενιάς μου που ζουν απελπισμένοι, μόνοι, χωρίς να ’χουν κανένα να μιλήσουν, σπρωγμένοι στο περιθώριο μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Σε όλους εκείνους που εγκαταλείπουν τη ζωή, τη χώρα, τη μάχη. Σας χρειαζόμαστε, αντέξτε!)