Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Οι πετυχημένες συμμετοχές ελληνικών ταινιών, τελευταία, με βραβεύσεις σε διεθνή φεστιβάλ, εντάχθηκαν από μερίδα του διεθνούς Tύπου στο ρεύμα με τον ξενόφερτο τίτλο Greek weird cinema, αφήνοντας έξω πολλές και αξιόλογες παράλληλες παραγωγές. Μετά απ’ την αυθεντική σκηνοθετική ορμή ενός Οικονομίδη και τη ρεαλιστική αμεσότητα της κοινωνικής θεματολογίας ενός Γιάνναρη, έχουν αρχίσει πρόσφατα να αναδεικνύονται νέοι σκηνοθέτες, με πολιτική σκέψη και κοινωνική ευαισθησία για τη σημερινή κατάσταση, μακριά από αυτό το «περίεργο» ρεύμα.

Αυτό το διάστημα προβάλλονται στις αίθουσες δυο από αυτές τις ταινίες, διαφορετικών σκηνοθετικών προσεγγίσεων, δείγματα επίκαιρου κοινωνικού προβληματισμού.

Η ταινία του Γιώργου Σερβετά Να κάθεσαι και να κοιτάς, με τίτλο που στηλιτεύει τη γενικευμένη απάθεια της κοινωνίας, απέναντι «στην καταιγίδα που έρχεται», όπως επαναλαμβάνεται και στο φιλμ, συμμετείχε στο Tμήμα Πανόραμα της φετινής Μπερλινάλε.

Η Αντιγόνη (Μαρίνα Συμεού), κοντά στα 30, εγκαταλείπει την πρωτεύουσα και εγκαθίσταται σε μια επαρχιακή πόλη, για να δουλέψει ως καθηγήτρια. Συνειδητοποιώντας τις συμβάσεις μιας αντιδραστικής κλειστής κοινωνίας, που αναπαράγει σεξιστικές και ρατσιστικές συμπεριφορές, η ασυμβίβαστη Αντιγόνη αγανακτεί με την αδιαφορία των γύρω της και αποφασίζει να αντιδράσει.

Ο Σερβετάς πλάθει τη δική του εκδοχή μιας σύγχρονης Αντιγόνης, με αντιεξουσιαστικές διαθέσεις, σε ένα περιβάλλον εμπνευσμένο από τα αμερικάνικα γουέστερν, όπως δηλώνει ο ίδιος, προβάλλοντας μια ηθική διάσταση απέναντι στο άδικο.

Οι διάσπαρτες στην ύπαιθρο ελληνικές σημαίες, ως ένδειξη ξενοφοβικής διάθεσης, και η εταιρία προστασίας ιδιωτικής περιουσίας, που σχετίζεται με εγκληματικές ενέργειες και εκβιασμούς, με την κάλυψη των αρχών, αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία πολιτικού σχολιασμού.

Οπτικό μοτίβο στην αφηγηματική ροή δίνουν τα σταθερά πλάνα με τις όψεις μιας ερειπωμένης επαρχίας: κλειστά μαγαζιά, πωλητήρια, άχρηστα σκουριασμένα μηχανήματα και αυτοκίνητα «…όλα σύμβολα μιας ευημερίας σε διάλυση, στα όρια ενός καπιταλισμού που διαχειρίζεται πλέον την καταστροφή και τη μιζέρια», όπως επισημαίνει και ο σκηνοθέτης. Εκτάσεις σπαρμένες με φωτοβολταϊκά και κορυφογραμμές με γιγάντιες ανεμογεννήτριες τονίζουν κατά τον σκηνοθέτη την «ιερόσυλη διάσταση του πλουτισμού από τον ήλιο και τον άνεμο», νέες μορφές ενεργειακής εκμετάλλευσης που αντικαθιστούν καλλιέργειες και βιομηχανικές ζώνες.

Την επιθυμία του να αποτελέσει «η δραματουργία του τοπίου συνιστώσα της αφήγησης», ο Σερβετάς τη βασίζει στην επιρροή του από την «Κόκκινη Έρημο» του Αντονιόνι.

Στη διαρκώς αυξανόμενη ένταση της δράσης συμβάλλει η ηλεκτρονική μουσική της ΙΩ, ενώ το Όλοι γίναμε εξουσία, της Ελένης Βιτάλη, συνοδεύει εύστοχα τη σκηνή τσακωμού στο μπαρ. Μια φράση-κλειδί στο τέλος, παραπέμπει και στο τραγούδι των Lost Bodies Αρκετά, σφραγίζοντας και το ιδεολογικό στίγμα της ταινίας.

Το Wild Duck, του Γιάννη Σακαρίδη, θίγει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης, όπου εταιρίες με υπαλλήλους-πιόνια δρουν ανεξέλεγκτα και άνθρωποι πέφτουν συχνά θύμα τοκογλυφίας.

Ένας μηχανικός τηλεπικοινωνιών (Αλέξανδρος Λογοθέτης) μετά τη χρεοκοπία της επιχείρησής του, αναλαμβάνει μαζί με ένα συνάδελφό του (Γιώργος Πυρπασόπουλος) τη διερεύνηση μιας υπόθεσης τηλεφωνικών υποκλοπών, που τον οδηγεί στο δράμα μιας μοναχικής καρκινοπαθούς (Θέμις Μπαζάκα). Τα ηθικά διλήμματα που εγείρονται αφυπνίζουν τα αντανακλαστικά του.

Η πλοκή ξετυλίγεται σταδιακά, με χρονικά πισωγυρίσματα και μέσα από τις συχνές εκτός κάδρου τηλεφωνικές συνομιλίες της γυναίκας με την κόρη της.

Η αλληλουχία κοντινών πλάνων στα πρόσωπα ανιχνεύει την ανθρώπινη διάσταση των φιλμικών χαρακτήρων, αγγίζοντας λεπτές διακυμάνσεις στις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών. Ο πρωταγωνιστής, κάτω από την πίεση ηθικών και οικονομικών αδιεξόδων, βρίσκει καταφύγιο στη γαλήνη των μοναχικών περιπάτων στους υγροβιότοπους της γενέτειράς του, ενώ τα όνειρά του στοιχειώνονται από εικόνες χιονισμένων βουνοκορφών, σε μακρινά πανοραμικά πλάνα. Το τοπίο προσδιορίζει αντίστοιχα και την ψυχική διάθεση της άρρωστης γυναίκας. Η θέα του θαλασσινού ορίζοντα, από το εκλεπτυσμένο διαμέρισμά της, υπογραμμίζει το μοναχικό της δρόμο προς τον θάνατο, θυμίζοντας Βισκόντι.

Οι όψεις της πολύβουης μητρόπολης, με τοίχους γεμάτους συνθήματα και κτίρια εταιριών που σφραγίζουν μια τεχνοκρατική αρχιτεκτονική αισθητική, αντιπαραβάλλονται με μακρινά πλάνα και υπέροχες φωτογραφικές λήψεις της φύσης. Αυτή η διακριτική στυλιστική άποψη παραπέμπει στην αισθητική του γαλλικού «σινεμά του βλέμματος», στα τέλη του ’80, με πρωτεργάτη τον Λυκ Μπεσόν.

Η πρωτότυπη μουσική του Χρήστου Παπαγεωργίου, με μικρές δόσεις από μελαγχολικές συνθέσεις για σόλο πιάνο, συνοδεύει τα λεπτά συναισθήματα, ενώ σε κρίσιμες στιγμές υπεισέρχονται πιανιστικές μελωδίες, στο τζαζιστικό στυλ ενός Κιθ Τζάρετ. Η θλιμμένη μελωδία Gnossienne no 1, του Ερίκ Σατί, που παίζει στο πιάνο η έγκυος κόρη, για να απαλύνει την οδύνη της μητέρας, μεταφέρει μια διάχυτη πένθιμη μελαγχολία, αντίστοιχη μ’ αυτήν του υγρού στοιχείου, σε πολλά πλάνα.

Αυτή η χαμηλόφωνη δραματική ταινία περνάει από την ατομική αποξένωση στη δράση, με ένα αισιόδοξο μήνυμα στο φινάλε, που προβάλλει τη συλλογική προσπάθεια ως όπλο ενάντια στην επέλαση της καταστροφής.

 

* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός / κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!