Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ (1893-1984)
Οι Φίλοι
Πήγαιναν τα σύγνεφα έρημα στο δείλι,
τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα,
ταξιδεύαν μου –αμίλητοι– οι φίλοι
στον αγέρα.
Είπα: οι φίλοι μου! Η ζωή μου τρέμει–
οι τελευταίοι παν μονάχοι τους οι τόποι,
άπιαστες οι γνωριμίες μου ανέμοι
κι οι ανθρώποι.
Όνειρο ήταν, πλάνη το πώς
ζούμε, φτάνει η ζωή μας φίλους νάχει,
χώρια ή αντάμα πάμε, όπως
και μονάχοι.
Όπως τα σύγνεφα έρημα στο δείλι,
τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα,
όπως αμίλητοι πάνε μου οι φίλοι
στον αγέρα…
Η Άγνωστη
Κι ήταν ωραία ως πέρασε άκρη του δρόμου εκεί,
μ’ άγνωστο πάτημα ποδιού και τρυφερό μυστήριο,
στο πεζοδρόμι κρούοντας ωραία, ερημική,
των τακουνιών της το γοργό κι ερωτικό εμβατήριο.
Στάθ’κα στητός, τη μουσική γροικώντας του αλαφρού
κυματισμού των ρούχων της – κι εντός μου ότι είχε σπάσει
κι ήταν τραχύ, στης φούστας της το ευγενικό φρου-φρου,
χρυσός να γίνετ’ ένοιωθα καρπός πώχει ωριμάσει!
Έφυγε αυτή. Ποιος ξέρει πού –σε ποια σιγή ερημιάς–
νοσταλγική το βήμα της τ’ άγνωστο πάει να δώσει,
κι ήταν αυτή –το νοιώθω ναι– που αν ήθελε, με μιάς,
το βάρβαρό μου εαυτό γλυκά θάχε ημερώσει.
Τώρα; Τώρα στους πρώτους μου έμεινα εδώ οδυρμούς,
Πάνας του δρόμου ερωτικός –η φύση ως μ’ έχει κάμει–
κι είμαι λες σαν –ποιος ξέρει ποιους– να ξέχασα δρυμούς
κειό το λιανό με τρεις οπές – που σφύραγα καλάμι…
Βιολέτα
Δίχως αστέρια και Σελήνη
χωρίς «Μαμζέλ, μετά τρεμούσης
χειρός» και δίχως καν «εκείνη
εις την αγχόνην» δίχως «ούσης».
Παρ’ έτσι ανθρώπινα και σκέτα
–σκυμμένη ως σ’ είδα να ξεπλένεις–
σ’ αγάπησα εγώ Βιολέτα
στο φως μιας μέρας περασμένης.
Δεν ήσουν συ «Ματθίλδη» ή Μούσα
μήτ’ «ομιχλώδης» ο έρωτάς σου,
μήτε κι εγώ πως τραγουδούσα
κάτ’ απ’ τα παράθυρά σου.
Μα ήσουν γλυκιά χωρίς «γαζίες»
και δίχως σουβενίρ δικιά μου
κι όλες οι ημερομηνίες
μιλούσαν ίδια στην καρδιά μου.
Κι ως μίλειες ήταν σαν να σβούσαν
τ’ αχνά σου λόγια και σαν όπως
να διάβαιναν και να περνούσαν
καθ’ εποχή και κάθε τόπος…