Του Μάνου Καλογιάννη

 

Συναντήθηκα τις προάλλες με ένα φίλο μου, με τον οποίο βρισκόμαστε σπάνια πλέον. Αφού είπαμε τα νέα μας, τον ρώτησα πώς βλέπει τα πράγματα. Μου απάντησε ότι δεν παρακολουθεί συστηματικά τις εξελίξεις κι ότι, γενικά, δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική. «Και τότε τι θα ψηφίσεις στις Ευρωεκλογές;» απαίτησα να μάθω μ’ εκείνη την ευθύτητα που παραχωρεί η μακροχρόνια φιλία. «Δεν ξέρω, σκέφτομαι να ψηφίσω το Ποτάμι…». Ομολογώ ότι σοκαρίστηκα. Πέρασε λίγη ώρα, προτού καταφέρω να ψελλίσω: «Μα… γιατί αυτούς; Δεν πρόκειται καλά-καλά για κόμμα». «Άκουσε να δεις», μου λέει, «εγώ, όπως γνωρίζεις, δεν είμαι ούτε αριστερός, ούτε δεξιός. Κεντρώος είμαι». Καινούργια σιωπή. Κεντρώος. Την είχα ξεχάσει αυτή τη λέξη.

Ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις μου δοκίμασα, έτσι για την τιμή των όπλων, να αρθρώσω έναν κάποιο αντίλογο. Φίλοι είμαστε, εξάλλου, δεν ήθελα να τον αφήσω να πέσει τόσο άδοξα στα χέρια τους. Άρχισα, λοιπόν, να ρητορεύω ότι το Κέντρο έχει πλέον εξαερωθεί κι ότι δεν μπορεί να υφίσταται τέτοιος πολιτικός χώρος υπό τις παρούσες συνθήκες, κι επιπλέον ότι αργά ή γρήγορα θα δει πόσο παρωχημένο και συστημικό μόρφωμα θ’ αποδειχτεί το Ποτάμι, πόσο συμβατό με τις λογικές των μνημονίων και του νεοφιλελευθερισμού, εάν, βεβαίως, δεν στεγνώσει τελείως τώρα που έρχεται καλοκαίρι, κι ακόμα (το πιο ισχυρό επιχείρημά μου) ότι «είδαμε τι έκανε κι η ΔΗΜΑΡ ως «αντιμνημονιακή πτέρυγα» της Κυβέρνησης… τους κρατούσε το φανάρι. Φαντάσου τούτοι εδώ τι θα κάνουν». Δεν φάνηκε να πείθεται από τα λόγια μου.

Καθώς κυλούσε η βραδιά η κουβέντα πέρασε σταδιακά σε άλλα θέματα, πιο πεζά και καθημερινά. Λιγότερο φανταχτερά. Όπως την εκατέρωθεν έλλειψη σταθερής εργασίας που μας ταλανίζει. Ή τις απειροελάχιστες προοπτικές να βρούμε κάποια αξιοπρεπή δουλειά τα επόμενα 10-15 χρόνια. «Τον είδες αυτόν που χαιρέτησα προηγουμένως στο σταθμό;» μου λέει ξαφνικά. «Αυτός είναι στην ηλικία μας και δουλεύει part-time σε ένα μεγάλο σούπερ-μάρκετ εδώ πιο κάτω. Όμως αντί για 4 ώρες, τον κρατάνε 6 και 7, χωρίς φυσικά να του πληρώνουν υπερωρίες. Έτσι καταλήγει να δουλεύει σχεδόν οχτάωρο για 250 ευρώ». «Υπέροχα…». «Κι η κοπέλα στο μαγαζί της γωνίας, απ’ όπου παίρνω κάθε απόγευμα καφέ, μου έλεγε ότι δουλεύει εφτά μέρες την εβδομάδα. Κάθε εβδομάδα. Ήμουν μπροστά, μάλιστα, μια φορά που ζήτησε ρεπό από το αφεντικό της κι εκείνος της απάντησε ότι “κανείς δεν έπαθε τίποτα απ’ την δουλειά”. Είναι μετανάστρια, βλέπεις, και δεν έχει τρόπο ν’ αντιδράσει». «Για εξήγησέ μου τώρα εσύ, σε παρακαλώ», ξεσπάθωσα θυμωμένος, «πού ακριβώς βρίσκεται το Κέντρο; Πού εντοπίζεται αυτός ο μαγικός τόπος, υπεράνω των πραγματικών διαχωριστικών γραμμών;».

Φοβάμαι ότι ακόμα κι αν κάποιος δεν «ασχολείται με την πολιτική», η πολιτική βρίσκει τον τρόπο να ασχοληθεί μαζί του. Κι όσο απλουστευτικό ή «αρχαϊκό» κι αν ακουστεί, σε κάποιες περιπτώσεις δεν χωράει μέση λύση: ή θα είσαι με τον νέο που δουλεύει οχτώ ώρες για ψίχουλα και την κοπέλα που της κλέβουν τα ρεπό της ή θα είσαι με τα αφεντικά τους. Είτε θα είσαι με το μεγάλο κεφάλαιο, είτε με τον κόσμο της εργασίας. Ο καθένας μας οφείλει να διαλέξει πλευρά, κι όχι να τσαλαβουτά στα… ποταμάκια.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!