«…Χρειάζεται κανείς τύχη, τύχη και ατυχία μαζί, για να μπορεί να ζει το θέμα του, κι όχι να το αναπτύσσει καθ’ υπαγόρευση. Να γράφει από δική του ορμέμφυτη ανάγκη και όχι από φιλολογικό κούρδισμα -επειδή, τζάνεμ, το πολύ διάβασμα φέρνει και το πολύ γράψιμο-, πράγματα όλα αυτά που ευτυχώς δε διδάσκονται και ούτε ήταν ποτέ δυνατόν να διδαχτούν και να μεταδοθούν.
Η καθεστηκυία εκπαίδευση που σε αρπάζει από το βυζί της μάνας σου και εξ απαλών, απαλοτάτων ονύχων σε υποτάσσει στη μούλα της δεοντολογίας της, κατορθώνει τελικά το αντίθετο του επιδιωκομένου. Αντί να αυγατίσει αυτό που είσαι, να επεκτείνει το σπιτικό σου, σε ξεσπιτώνει και σε βγάζει στους δρόμους ζήτουλα στις ξένες πόρτες.
Όσο κι αν προσπαθεί ο σπουδασμένος, δεν μπορεί να σβήσει την εντύπωση ότι τα έχει λίγο χαμένα, ότι δουλεύει σε ξένο νοικοκυριό, ότι είναι τέλος πάντων λιγάκι «πουλημένος». Υπάρχει ένα πανεπιστημιακό Εγώ, αληθινό λίκνο ψυχασθενειών, που εξαγοράζεται με πολύχρονα βάσανα (γιατί τα βιβλία αντιστέκονται – δεν χαρίζονται σε κανένα) και γκρεμίζεται πάλι με κοπιαστικές προσπάθειες.
Όσο για την καταστροφή, τη μεταστροφή για να ακριβολογούμε, δεν αφορά τόσο τις γνώσεις μας, που βρέξει χιονίσει διατηρούν το κύρος τους, αλλά τον καταπονημένο δέκτη ο οποίος, παιδί της γονυκλισίας μέσα στην κεχηνώσα παθητικότητά του, κάνει χρόνια για να βρει (αν ποτέ αξιωθεί) την όρθια στάση, τη δική του ξεχασμένη και αδικημένη φωνή, και συνακόλουθα την τόλμη να περιγελάσει το κονκλάβιο, να φτύσει επιτέλους και μια φορά στο πλούσιο πιάτο που του προσφέρουν, να αποφανθεί δηλαδή όχι για τον ένδοξο και τρισένδοξο αέρα που καβούρδισε επί δεκαετίες μέσα στις βιβλιοθήκες, όχι για τις δάνειες έγνοιες που του μεταμόσχευσαν με το στανιό για να τον μασκαρέψουν σε θλιβερό Doctus cum libro, αλλά απλούστατα -και το απλό είναι περίπλοκο- για το φτωχό του σαρκίο, το μόνο αληθινό δικό του πράγμα.
Ανέκαθεν ο διχασμός και το διαγούμισμα του σπουδασμένου αποτελούσε θέμα κατάλληλο για κωμική εκμετάλλευση. Δε γελιέται ο άνθρωπος του δρόμου που τον κοιτάζει με λοίδορη συγκατάβαση και τον θεωρεί ικανό για τη μάθηση (μια τεχνική γλώσσα τέλος πάντων) αλλά γκαβό στη ζωή. Λες και η ζωή -η μόνη που διδάσκει- είναι το τελευταίο που λογαριάζεται.
Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε ότι διαβάζει κανείς ένα περισπούδαστο σύγγραμμα για τη μεταφορά (που δεν είναι βέβαια ρητορικό σχήμα, αλλά ατόφια ζωή, εφόσον δεν είναι στο χέρι του καθενός να πει, πρώτος αυτός και από δικά του, για έναν θαρραλέο άντρα ότι «αυτός έχει άντερα» και για μια θελκτική γυναίκα ότι είναι «ζαργάνα») και κατόπιν, όταν γνωρίζει το συγγραφέα του, βλέπει έναν βλαροτζίτζικα πού όχι μόνο έγραψε τα διαβασμένα, αλλά αδυνατεί -ώ του θαύματος!- να ψελλίσει ένα κάποιο μεταφορικό σχήμα εξ ιδίων δυνάμεων;
Το χωριό δεν θέλει κολαούζο: Είναι ψεύτης, μαϊμού, ζει με ξένα λεφτά, δεν βγάζει το ψωμί του, τα όσα αραδιάζει δεν είναι προσωπικό του πρόβλημα αλλά δοτή μονέδα. Και ο Καντ είχε την ευγένεια να πει ότι στο άκουσμα του αηδονιού σωπαίνουμε με αγαλλίαση, μόλις όμως αντιληφθούμε ότι δεν είναι αληθινό, παύει να μας αρέσει. Και όντας παύει, γιατί έχουμε μιαν ορμέμφυτη ροπή προς το πηγαίο και το αυτοφυές. Αν, μάλιστα, θέλουμε να κάνουμε και ένα βήμα στο γκρεμό, θα λέγαμε ότι προτιμάμε ακόμα και το βουβό αηδόνι που είναι όμως αηδόνι, καταηδόνι, από την οσοδήποτε πετυχημένη απομίμησή του. Τη μαϊμού κανείς δεν τη θέλει. Κι όμως οι μαϊμούδες πληθαίνουν σαν τα κουνέλια…»
Κωστής Παπαγιώργης
Απόσπασμα από το βιβλίο του, Η κόκκινη αλεπού (Μισανθρωπίας Προλεγόμενα), Εκδόσεις Ροές 1989