Σπάνια παιζόταν αυτό το τραγούδι στο ραδιόφωνο, ούτε θυμάμαι κάποιο συγκρότημα να το είχε στο ρεπερτόριό του και ποτέ δεν μπήκε στα πικάπ σε πάρτι, όχι μόνο επειδή δεν είναι χορευτικό, αλλά κυρίως γιατί το περιεχόμενό του μας ήταν αδιάφορο όταν ήμασταν έφηβοι. Υπήρχαν τόσο ωραία τραγούδια στα μέτρα μας, για αγάπες και λουλούδια στην αρχή και για εξεγέρσεις και ανυπακοή στη συνέχεια, που δεν άφηναν περιθώρια για τραγούδια με θέματα πιο μεγαλίστικα. Πόσοι να ήταν άραγε οι πάνω από τριάντα που άκουγαν τότε τα «γιεγιέδικα»; Και όταν η στροφή των Beatles βρισκόταν σε εξέλιξη, από το She loves you, το Can’t by me love και το And I love her στα πιο κομπλικέ και πιο ώριμα τραγούδια του Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1967 στην Αγγλία, εμείς είχαμε κιόλας προσχωρήσει στους Rolling Stones. Είχε προηγηθεί το Satisfaction (1965) και θα ακολουθούσε το Street fighting man (1968), τα οποία μαζί με άλλα τραγούδια, ρεύματα και συμβάντα, συνέβαλαν περισσότερο στην πολιτικοποίησή μας από τα θαυμάσια, αλλά πιο υπαρξιακά, πιο ψυχεδελικά και πιο ειρηνικά τραγούδια του Sgt. Pepper’s, σαν το With a Little Help From My Friends, το οποίο, μάλιστα, εκτιμήσαμε παραπάνω με τη δραματική διάσταση που του έδωσε η συγκλονιστική ερμηνεία του Joe Cocker, στο Woodstock, το 1969.

Προσωπικά, πέρα από το Sgt. Pepper’s, ξεχώρισα από τα πρώτα ακούσματα το Eleanor Rigby που έθιγε το ζήτημα της μοναξιάς. Όμως, αρκετά χρόνια αργότερα, καθώς όλα τα σπουδαία τραγούδια που είχα ακούσει στη σύντομη ζωή μου επανεξετάζονταν μέσα από καινούργια φίλτρα, αγάπησα το When I’m Sixty Four. Όταν πια το Revolver των Beatles και το Sticky Fingers των Rolling Stones χωρούσαν στην ίδια δισκοθήκη χωρίς το ένα να αποκλείει το άλλο από θέση αρχής. Ίσως να με επηρέασε και η αγάπη που είχα από μικρός για τους μεγάλους ανθρώπους. Γιατί, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι άνθρωποι των 64 ετών θεωρούνταν γέροι ή περίπου γέροι. Το λέει και το τραγούδι εξάλλου, για γιαγιάδες και παππούδες στην άκρη της κανονικής ζωής. Ίσως να με επηρέασε και η σχέση μου με ανθρώπους αρκετά μεγαλύτερους από μένα που έσφυζαν από ζωτικότητα και δημιουργικότητα. Και δεν εννοώ τους μπλουζίστες, σαν τον Μέμφις Σλιμ που γνώρισα στο Βερολίνο και οι οποίοι φαίνονταν μεγάλοι ακόμα κι όταν δεν ήταν, αλλά τους καλλιτέχνες που γνώρισα πιάνοντας δουλειά στη Λύρα, το 1972, οι οποίοι είχαν υπερδιπλάσια από μένα χρόνια, αλλά ξεχείλιζαν από ζωτικότητα και μετέθεταν στην αντίληψή μου το όριο του μεγαλώματος, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο Αργύρης Κουνάδης, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Μποστ, ο Τσιτσάνης, ο Μουφλουζέλης, ο Πλέσσας, ο Βίρβος και πολλοί άλλοι που ήταν τότε γύρω στα 50 ή κοντά στα 60. Δεν μου φαίνονταν καθόλου σαν άνθρωποι που βρίσκονταν στο τέλος της ζωής τους ή στην απόσυρσή τους από τη δισκογραφία και το πάλκο.

Μεγαλώνοντας περισσότερο, οι άνθρωποι «κάποιας ηλικίας» όχι μόνο πολλαπλασιάστηκαν, αλλά εντάθηκε και ο ρόλος τους στη ζωή μου. Άνθρωποι που ξεπέρασαν με άνεση τα 64 και μερικοί πλησίασαν τα 100. Σαν τον Ζήση Οικονόμου, τον «ερημίτη» της Σκιάθου, που ζούσε γράφοντας, παίζοντας μουσική και συνομιλώντας ακατάπαυστα με τη φύση, τους ανθρώπους και τους θεούς· τη θεία Κίτσα, από τη Σινασό της Καππαδοκίας, που αποτέλεσε για μας τον κρίκο ανάμεσα στην παλιά και τη νέα πατρίδα και υπέμεινε, τα τελευταία χρόνια, με γαλήνη και σοφία την ταλαιπωρία της αιμοκάθαρσης· τον βοσκό που με τη γκλίτσα και την κάπα του, κάθε μέρα, χειμώνα-καλοκαίρι, φύλαγε στις βουνοπλαγιές του Αίμου τα γίδια των Σαρακατσάνων ή τη μάνα μας, τη Χρυσούλα, που μέχρι την αποχώρησή της, στα 93 της, έραβε, κεντούσε, μαγείρευε, χόρευε, έγραφε και μας φρόντιζε χωρίς ανταλλάγματα. Άνθρωποι ενεργοί σαν τον Μανώλη Γλέζο ή τον Αλέξη Πάρνη που έβγαλε πριν από λίγα χρόνια την 950 σελίδων «Οδύσσεια των Διδύμων», τελείωσε μόλις τον δεύτερο τόμο της τριλογίας του με 650 σελίδες (υπό έκδοση) και έχει ήδη δρομολογήσει τη συγγραφή του τρίτου, στα 90 του!

 

Διαχρονική γοητεία

Ξεκινώντας, λοιπόν, από τα ενενηντάρια, κατέβαινα προς τα κάτω και ανακάλυπτα ιδίοις όμμασι όσα είχα και όσα δεν είχα φανταστεί. Για παράδειγμα, στα είκοσί μας, οι γυναίκες πάνω από σαράντα μάς φαίνονταν μεγάλες, πολύ μεγάλες, παρ’ όλη τη φιλολογία για τις ώριμες γυναίκες που αποπλανούν τα σχολιαρόπαιδα. Ξεφεύγοντας, όμως, από τους φοιτητικούς κύκλους, παλεύοντας άλλοτε με τα θηρία κι άλλοτε με τα κουνούπια, γνωρίζοντας πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, ανακάλυπτα εκτός από τα κουσούριά τους και την άγνωστη ως τότε γοητεία τους. Και δη των γυναικών, που δεν είχε να κάνει με την ηλικία, ούτε με τη φανταχτερή πρώτη εντύπωση που σου προκαλεί μια νέα κοπέλα. Ήταν η γοητεία που είχε να κάνει με την προσωπικότητα, με την ευαισθησία και τη δημιουργικότητα. Είχε να κάνει με την εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου, μέσα από το λόγο, το βλέμμα ή μέσα από τις κινήσεις των χεριών και του σώματος. Είχε να κάνει με τις εμπειρίες, με τους αγώνες και τα κοινά ενδιαφέροντα, με τη διάθεση για ζωή, με την προσφορά και την αλληλεγγύη. Είχε να κάνει με όλα τα θαυμαστά μέσα έκφρασης και επικοινωνίας που διαθέτουν από φυσικού τους ή έχουν εφεύρει οι άνθρωποι, τα οποία συχνά τελειοποιούνται από τις γυναίκες. Μέσα από την ανακάλυψη των ξεχωριστών ταλέντων κάθε γυναίκας και μέσα από το ρόλο της στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Και, βέβαια, μέσα από τη «χάρη» της, την απροσδιόριστη «χημεία» που καθιστά ως δια μαγείας έναν άνθρωπο ελκυστικό σε έναν άλλο. Εν ολίγοις, ωριμάζοντας, χωρίς να χάνω την όρεξη και την αγάπη μου για το «ζην», έλυσα την απορία που είχα στα είκοσι, εάν κανείς μπορεί να έλκει και να έλκεται, να αγαπάει και να αγαπιέται από τον άλλο όχι μόνο στα 14 και τα 24, άντε και τα 34, αλλά και στα 44, 54, 64 και βάλε!

Έτσι, ενώ παλιότερα, κάθε φορά στα γενέθλιά μου σκεφτόμουν ότι στα εξηκοστά τέταρτα, θα βάλω στη διαπασών το τραγούδι του Λένον και του ΜακΚάρτνεϊ για να το γιορτάσω, πριν από λίγες μέρες που έγινα sixty-four, όταν τα μέλη της Λέσχης έφεραν μπροστά μου την τούρτα με τα κεράκια, δεν είχα καν το τραγούδι εύκαιρο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το 64, σαν ηλικία, είχε γίνει σκόνη στο διάβα της ζωής μου, από την ίδια την επαφή μου με τους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες. Όχι μόνο τους διάσημους, ούτε μόνο τους υπερήλικες. Όλους εκείνους τους ανθρώπους  που, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, παραμένουν δημιουργικοί και κοινωνικοί, έχουν πράγματα να μοιραστούν με τους άλλους, έχουν αποθέματα αγάπης, επιδιώκουν τη συμμετοχή και δεν παραιτούνται ούτε από την προσπάθεια να ζήσουν όπως τους αξίζει ούτε από τον κίνδυνο που εμπεριέχουν οι ζωογόνες αλλά όχι εύκολες ανθρώπινες σχέσεις.

Πλώρη, λοιπόν, για τα εκατό και βλέπουμε!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!