του Λουκά Αξελού*
Αν ο ίδιος ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, μιλώντας στις 9 Ιουλίου σε συγκέντρωση ομογενών διατυπώνει ότι: «[…] είναι από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις μου […] πώς μετά 40 χρόνια υπάρχουν ακόμα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο. Είναι πολύς-πολύς-πολύς καιρός», αποτελεί δική μας, άραγε, υπερβολή να ισχυριστούμε ότι σαράντα χρόνια μετά την εισβολή και εθνοκάθαρση στη Βόρεια Κύπρο η παρουσία 40.000 στρατιωτών στο νησί αποτελεί το καθοριστικό εργαλείο όσων επιδιώκουν την διαρκή ομηρία της Κύπρου, με τελικό στόχο την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας; Ότι οτιδήποτε προβάλλεται ως «λύση» του Κυπριακού δεν μπορεί να συνίσταται «ξερά» ούτε στην επιστροφή κατεχομένου εδάφους, ούτε σε πρόνοιες συνταγματικής λειτουργικότητας του κράτους, δίχως να προβλέπει με αξιοπιστία την αποχώρηση, άμεση και ολοκληρωτική, του τουρκικού στρατού κατοχής;
Το έχω πει πολλές φορές και δεν θα σταματήσω να το επαναλαμβάνω: Το Κυπριακό ήταν και είναι πρόβλημα εισβολής, κατοχής, εθνοκάθαρσης και προσπάθειας κατάλυσης της ανεξαρτησίας ενός ανεξάρτητου κράτους-μέλους του ΟΗΕ και της Ε.Ε. Ήταν και παραμένει πρόβλημα αυτοδιάθεσης, πρόβλημα που απαιτεί και προϋποθέτει ως θεμελιακό-συστατικό στοιχείο κάθε επίλυσής του την πλήρη αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και την άσκηση από τον λαό της Κύπρου του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Του δικαιώματος, δηλαδή, να ισχύσει και γι’ αυτόν ό,τι ισχύει σε όλα τα πολιτισμένα κράτη του πλανήτη, όπου εφαρμόζεται η βασική δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και όπου ο κάθε πολίτης διαθέτει μία, μόνη και ισότιμη ψήφο.
Δέκα χρόνια μετά το Σχέδιο Ανάν
Το 2004 με την καταψήφιση του φρανκενσταϊνικής έμπνευσης Σχεδίου Ανάν, ο κυπριακός λαός (76% των Ελληνοκυπρίων και 35% των Τουρκοκυπρίων) διετράνωσε τη βούλησή του να στηρίξει την πανταχόθεν βαλλόμενη Κυπριακή Δημοκρατία του, γεγονός που έδειξε να αποδέχεται φραστικά και ο, στην αντίθετη λογική ευρισκόμενος, σημερινός πρόεδρος που διεκήρυξε αρχικά ότι αναγνωρίζει το αποτέλεσμα και δεν πρόκειται να επαναφέρει ένα νέο τέτοιο σχέδιο, ενώ στη συνέχεια δήλωνε ότι δεν πρόκειται να δεχθεί εφαρμογή μνημονίων.
Δέκα χρόνια μετά, με αποκλειστική ευθύνη των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, η Κύπρος βρίσκεται κάτω από τον ζυγό ενός επαχθούς μνημονίου που τη μετέτρεψε σε αποικία χρέους, ενώ -ταυτόχρονα- σύρεται σε ένα νέο κύκλο διαπραγμάτευσης υπό προϋποθέσεις και όρους πολύ χειρότερους από αυτούς που υπήρχαν πριν από την καταψήφιση του Σχεδίου Ανάν.
Όπως σωστά έχει ήδη επισημανθεί και όπως βεβαιώνεται και από το «διαρρεύσαν» έγγραφο που ο ίδιος ο Κύπριος πρόεδρος παρέδωσε στα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου, η δρομολογούμενη κατάσταση δημιουργεί και εμπεδώνει τη λύση μιας συγκεκαλυμμένης Συνομοσπονδίας, όπου η άσκηση χωριστής κυριαρχίας από μέρους των Τουρκοκυπρίων κατοχυρώνει τη δυνατότητά τους για απόσχιση. Με δυο λόγια, το όλον σκεπτικό υποτάσσεται στη λογική της παρθενογένεσης, με τη δημιουργία ενός νέου κρατικού μορφώματος δύο συνιστωσών κρατιδίων-προτεκτοράτων, συγκροτημένων σε εθνο-θρησκευτική βάση, γεγονός που οδηγεί ευθέως στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Γεγονός παραμένει ότι ο όλος σχεδιασμός στηρίζεται στη στοιχειοθετημένη πάνω στο Σχέδιο Ανάν πολιτική που ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια ο Ντάουνερ, πολιτική που υιοθετεί τις λεγόμενες συγκλίσεις των Χριστόφια-Ταλάτ οι οποίες παγιώνουν το έγκλημα του εποικισμού και δίνουν το δικαίωμα στην ιθαγένεια, όχι μόνο στους παράνομους Τούρκους εποίκους, αλλά και «υπό όρους» στους νεο-προσερχόμενους Τούρκους από την Τουρκία, αφήνοντας ανοιχτό προς συζήτηση (αφού δεν υπάρχουν έποικοι!) το «καθαρό» θέμα των ξένων μεταναστών.
Δεν χρήζει ιδιαίτερης αναλύσεως το πώς ο «διεθνής παράγων» χειροκρότησε και χειροκροτεί τις παραπάνω μεθοδεύσεις. Πώς οι Έρογλου, Ταλάτ, Ερντογάν, Νταβούτογλου, Ομπάμα, Κέρι, Μέρκελ, Σόιμπλε, Κάμερον και οι αμιγώς «κοινοτικοί» Μπαρόζο, Βαν Ρομπάι, Όλι Ρεν και Γιούνκερ, μαζί με τους ομογάλακτους Κυπρίους και Ελλαδίτες κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι, εν χορδαίς και οργάνοις, επιχειρούν και πάλι να θέσουν στο κρεβάτι του προκρούστη τον κυπριακό λαό.
Ποιος-ποιον
Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει; Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το διαμελισμό, την εθνοκάθαρση, το ότι τα στρατεύματα κατοχής είναι τουρκικά; Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να διατυπώσει κανείς το αειθαλές «ποιος-ποιον»;
Και ακόμα πιο συγκεκριμένα μπορούν να μας εξηγήσουν οι υμνητές μιας, υπό τέτοιους όρους, διαπραγμάτευσης και οι τροβαδούροι των «χαμένων ευκαιριών», τι σόι πάλι διαπραγμάτευση, τι σόι πάλι ευκαιρία είναι αυτή στην οποία πλειοδοτεί και χειροκροτεί όλος αυτός ο εσμός της Νέας Τάξης και του νεοφιλελευθερισμού;
Ως Έλληνες δημοκράτες, πατριώτες, διεθνιστές και Αριστεροί δεν είμαστε ανιστόρητοι, θαρρώ. Με όλες τις αδυναμίες μας είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τα δύο στρατόπεδα.
Η καταδίκη των μνημονίων και των μνημονιακών κυβερνήσεων, σε Κύπρο και Ελλάδα, και η αλλαγή γραμμής πλεύσης, είναι στενά συνυφασμένη με τη σταθερή απόκρουση όλων των προσχηματικών σχεδίων-λύσεων που προσπαθούν με όλα τα μέσα να μας επιβάλουν.
Με ξεχωριστή σαφήνεια και λόγο καθαρό, ο δάσκαλος κάποιων εξ ημών, Βάσος Λυσσαρίδης, διατύπωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του πως: «Μας λένε ότι εάν δεν βιαστούμε θα έχουμε διχοτόμηση. Η διχοτόμηση είναι εθνικός ακρωτηριασμός απαράδεκτος, αλλά αυτά που προτείνουνε τώρα είναι πολύ χειρότερα, ουσιαστικά πρόκειται για αλεξανδρεττοποίηση όλης της Κύπρου».
Το ερώτημα είναι αμείλικτο. Το 1974 δεν κατάφεραν να συντρίψουν την Κυπριακή Δημοκρατία, το 2004 δεν κατάφεραν να την διαλύσουν. Θα τα καταφέρουν το 2014; Από ποιον εξαρτάται, άραγε, η έκβαση όλων αυτών; Σε εμάς ως Έλληνες, δημοκράτες, πατριώτες, διεθνιστές και Αριστερούς πέφτει ή δεν πέφτει κανένας λόγος;
* Ο Λουκάς Αξελός είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ