Από την ανάθεση και την υποστήριξη, στη χειραφέτηση και την υλοποίηση. Του Τάσου Βαρούνη (Μέρος Α’)
Θα ονομάσουμε κυβερνητισμό την αντίληψη που θεωρεί μια κυβέρνηση ως το βασικό υποκείμενο των αλλαγών και των εξελίξεων σε μια περίοδο και μια χώρα. Ένα επιτελείο -περισσότερο ή λιγότερο διευρυμένο- που με τα όργανα και τις λειτουργίες του θα ορίσει τις πολιτικές, θα πάρει τις αποφάσεις, θα προωθήσει ένα πρόγραμμα. Απ’ αυτό θα εκπορεύονται όλα και οι όποιες θετικές ή αρνητικές αλλαγές θα είναι αποτέλεσμα της στάσης του. Στην κοινωνία μένει κυρίως ο ρόλος είτε της συνεχούς νομιμοποίησης, είτε της στήριξης του, συνήθως εκλογικά και βασικά σε συμπληρωματική θέση.
Μιλώντας για την Ελλάδα του 2014, βρισκόμαστε στη φάση που η συμμαχία των δυνάμεων που κυβερνούσε για τόσα χρόνια τη χώρα, κινδυνεύει να χάσει τη διακυβέρνηση. Αυτό είναι γεγονός πρωτόγνωρης σημασίας, αναμφισβήτητα θετικό και συνέπεια των μεγάλων λαϊκών αγώνων της περιόδου. Αφετηρία μας είναι το τι θα πρέπει να αντικαταστήσει αυτό το «κενό», τι είναι ικανό και με ποιο τρόπο να βάλει τη χώρα σε μια διαφορετική τροχιά. Οπτική μας δεν είναι το καθυστερημένο «μια κυβέρνηση δεν είναι παρά μια αστική κυβέρνηση», ούτε η εκτός τόπου και χρόνου αποστροφή ότι η απάντηση σε αυτή την κατάσταση θα είναι η «εργατική εξουσία». Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε ούτε στη Χιλή του Αλιέντε, ούτε στη Βενεζουέλα του Τσάβες, ούτε στο Νεπάλ του Πρατσάντα.
Επανερχόμαστε στο ζήτημα: Μπορεί ο κυβερνητισμός να ξεδιπλώσει όλα εκείνα τα αναγκαία βήματα ώστε να υπάρξει μια βαθιά ανατροπή στη χώρα ή μπορεί να δρα περιοριστικά; Κι αν και κανείς στην Αριστερά δεν ισχυρίζεται ότι ο λαός θα απουσιάζει απ’ αυτή τη διαδικασία ή ότι οι αγώνες είναι ανώφελοι, παραμένει το κεντρικό ερώτημα: ποιος είναι ο «πρωταγωνιστής». Μερικές σκέψεις:
Πρώτον: Πολλοί μελετητές αναφέρουν ότι σήμερα βιώνουμε ένα καθεστώς μεταδημοκρατίας. Η τυπική, κοινοβουλευτική δημοκρατία και τα όργανά της δεν έχουν καταργηθεί αλλά μια σειρά μηχανισμοί, διαδικασίες, θύλακες και κηδεμονίες ξεφυτρώνουν, παράγοντας πλούσιο παρακοινοβουλευτικό έργο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τρόικα.
Δεύτερον: Κάποιοι μιλούν για την κρίση του κοινοβουλευτισμού. Η όποια «αντιπροσώπευση» παύει να λειτουργεί. Η διχοτομία μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις, μπλέκοντας τη φύση αλλά και τις μορφές στις σχέσεις εκπροσώπησης. Ο «Κανένας» αντί του υποστηρικτή του α’ ή β’ κόμματος και η γενική δυσφορία για το πολιτικό σκηνικό είναι νέο σχετικά φαινόμενο.
Τρίτον: Η οικονομία, η αγορά κυριαρχεί στην πολιτική, με την πολύ πιο άμεση άσκηση πολιτικής από επιχειρηματικά κέντρα, την ίδια στιγμή που η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει μια σειρά καταναγκασμούς. Όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικών δεσμεύσεων που καταργούν την ανεξαρτησία κρατών σαν την Ελλάδα, αλλά και στην σφαίρα του «πραγματικού» με τη συντελούμενη καταστροφή λαών και οικονομιών.
Τέταρτον: Υπάρχουν και τα κλασικά «κρυφά κέντρα εξουσίας» που σταθερά διατηρεί το αστικό καθεστώς, ασχέτως κυβερνητικών εναλλαγών. Ο στρατός, η αστυνομία, η Δικαιοσύνη, η κρατική Διοίκηση, το ίδιο το πολιτικό σύστημα με τις «συνήθειες» του. Όλα αυτά ορίζουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο αλλά και μια γραφειοκρατία που δεν θα πειθαρχήσει αυτόματα στις όποιες φιλολαϊκές επιδιώξεις μιας κυβέρνησης.
Πέμπτον: Στη χώρα μας, δεν έχουμε απλά την εφαρμογή μιας αντιλαϊκής πολιτικής αλλά πιο γενικά μιας πολιτικής διάλυσης. Οι θεσμοί, οι δομές και οι λειτουργίες μιας ορισμένης κρατικότητας φθείρονται. Το όποιο κοινωνικό κράτος δεν αντικαθίσταται μόνο από ένα κράτος έκτακτης ανάγκης αλλά και από μια απόσυρση που παράγει ζώνες και πεδία ακυβερνησίας ή και χάους. Μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού περιθωριοποιούνται, βρίσκονται εκτός πολιτικών αποφάσεων. Είτε ως ολική απόρριψη, είτε ως αντιεξουσίες που θεσμίζονται -όχι όπως θα θέλαμε εμείς- αλλά ως γκέτο, συμμορίες, φασισμός.
Κόντρα στην ανάθεση
Όλα τα παραπάνω έχουν άμεση σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Δηλαδή, δεν περνούν τα πάντα μέσα από τις εκάστοτε νομοθεσίες. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα αντιμετωπιστεί με τη διάθεση «περάστε να αναλάβετε όλα τα πόστα», ούτε αυτό που τυχόν θα αναλάβει θα λειτουργεί πάντα ως επαρκές εργαλείο.
Υπάρχει όμως και μια άλλη σημαντική πλευρά στο θέμα. Σήμερα, η ίδια η φύση των ζητημάτων δεν επιτρέπει την «επίλυση μέσω διαταγμάτων». Όσο σημαντικά και αναγκαία είναι τα κυβερνητικά μέτρα και οι αποφάσεις σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς -αλλιώς γιατί τόσος ντόρος;- άλλο τόσο χρειάζεται η ορμή και η δύναμη του αγωνιζόμενου λαού. Κι αυτό σημαίνει λαϊκό κίνημα όχι μονάχα σε ρόλο υποστήριξης μιας κυβέρνησης αλλά σε ρόλο υλοποίησης ενός προγράμματος. Ενός προγράμματος, όμως, για το οποίο ο ίδιος ο λαός θα έχει «πειστεί» και θα αναγνωρίζει σε αυτό τον εαυτό του, όχι δηλαδή μια εκλογική πλατφόρμα. Ενός προγράμματος που δεν εφαρμόζεται μετά τη στιγμή της εκλογικής νίκης αλλά είναι ήδη ενεργό και δρων. Μια κοινωνία όχι ψηφοφόρων αλλά φορέας μετάβασης. Όχι ένα ασυνάρτητο και ασυγκρότητο άθροισμα αλλά ένα «σώμα» με ανταγωνιστικές θεσμίσεις, πρακτικές, συνείδηση, γενικούς στόχους. Και με την ανασυγκρότηση των κοινωνικών χώρων όχι σε ρόλο «διεκδίκησης από», αλλά και ως «προσφοράς σε».
Αν για κάτι είναι υπόλογος ο κυβερνητισμός είναι ότι αναπαράγει και ευνοεί την ανάθεση, αντί να προετοιμάζει το λαό και να τον βάζει πραγματικά στο παιχνίδι. Για παράδειγμα, η ανεργία της τάξης του 25% και σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, δεν μπορεί να επιλυθεί με τη «ανακατανομή θέσεων εργασίας» αλλά με μια συνολική αλλαγή μοντέλου και προτεραιοτήτων. Αν θέλουμε να κάνουμε βήματα στη διατροφική μας αυτοδυναμία, κάποιος πρέπει να παράγει και μάλλον στην ελληνική ύπαιθρο που σήμερα αφανίζεται. Άρα δεν αρκούν κάποιες θέσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση αλλά ένα μεγάλο κίνημα. Αν το πρόβλημα είναι η αυξημένη εγκληματικότητα μάλλον δε θα πρέπει να το λύσουμε με την μεγαλύτερη αστυνόμευση, ούτε με το καλύτερο βιοτικό επίπεδο, όταν κι αν αυτό έρθει. Αν θέλουμε να τελειώσουμε με τα μεγάλα συγκροτήματα των ΜΜΕ και τη μαζική εξαπάτηση, δεν φτάνει ο νομικός τους έλεγχος ή ένα δικό μας κανάλι, αλλά η ανάκτηση/δημιουργία των Μέσων από την κοινωνία. Αν θέλουμε μια άλλη Παιδεία, χρειαζόμαστε κι έναν άλλο Δάσκαλο την ώρα που θα ξαναλειτουργήσουμε τα καλοριφέρ στα σχολεία. Αν θέλουμε Πολιτισμό δεν μας φτάνει το υπουργείο Πολιτισμού και η ανάσα που θα δώσουν κάποιες κρατικές χρηματοδοτήσεις. Αν θέλουμε να αντισταθούμε σε υπαρκτούς εθνικούς κινδύνους και κρίσεις χρειάζεται ένας μαζικός προσανατολισμός κι ένα λαϊκό κύμα και όχι μια μετέωρη κυβερνητική στάση. Ούτε έχουμε σήμερα την πολυτέλεια, να επενδύσουμε την πολιτική μας αποκλειστικά στο «θα βρούμε λεφτά», όσο κι αν πρέπει να ψάξουμε ή στη «διαπραγμάτευση» όσο σκληρή κι αν πρέπει να είναι από μια κυβέρνηση.
Χειραφέτηση και πρωταγωνιστικός ρόλος
Οι συνθήκες είναι δύσκολες αλλά οι δυνατότητες πολλές. Αρκεί να χτίσουμε την ουσιαστική σχέση ανάμεσα στο κυβερνητικό έργο, το αγωνιζόμενο λαϊκό κίνημα και την κοινωνία. Τα κινήματα δεν είναι ούτε η «αναφορά», ούτε η «γραμμή άμυνας», ούτε το «εργαλείο» μιας κυβέρνησης. Δεν είναι γενικώς οι «αγώνες» και η «μαζική δράση». Είναι η πολύπλευρη έκφραση του λαού που μέσα και από τις δικές του θεσμίσεις που η «ζωή» θα εφευρίσκει θα χειραφετείται και έτσι θα πρωταγωνιστεί.
Όταν οι πλατείες διεκδίκησαν πραγματική Δημοκρατία, όταν εδώ και 3 χρόνια εκατομμύρια άνθρωποι στην Ελλάδα «πήραν τη ζωή στα χέρια τους», δεν ήταν απλά ένα γενικό σύνθημα παντός καιρού. Ήταν ταυτόχρονα μια σύγχρονη απαίτηση αλλά και μια δήλωση προσφοράς. Που ούτε υπήρχε πάντα, ούτε μάλλον θα υπάρχει για πάντα.