Του Μάριου Διονέλλη
Με έβαλε σε σκέψεις ο «δημοσιογράφος» της ΜΚΟ με τις νάρκες. Διαπιστευμένος, λέει, στα κατάλληλα «κέντρα» που καθορίζουν τις εξελίξεις. Με τις κατάλληλες διασυνδέσεις με τους σωστούς ανθρώπους, φανατικός υπερασπιστής του κόμματος και άνθρωπος από αυτούς που κάθε υπουργός μπορεί να ονομάζει «δικούς του».
Δεν θα ξοδέψω χρόνο να σας πείσω ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι.
Αντιθέτως, αναρωτιέμαι δημοσίως για όλους εκείνους, τους αντίστοιχους «τύπους» που βλέπαμε και βλέπουμε ακόμα να τριγυρνάνε με ύφος σε διαδρόμους και σε γραφεία «διπλανά» από αυτό του υπουργού, του βουλευτή, του περιφερειάρχη, του δημάρχου. Από αυτούς που ακόμα και σήμερα ρουφάνε με βουλιμιά τον αέρα που τους δίνει ο δεσμός με το πρόσωπο της εξουσίας. Από αυτούς που συχνά αφήνουν να φανεί πως είναι πιο σπουδαίοι ακόμα και από το ίδιο το πρόσωπο που τους συντηρεί, αφού χωρίς τη δική τους δουλειά εκείνος θα ήταν ένα τίποτα…
Ναι, δεν είμαστε όλοι οι δημοσιογράφοι σαν κι αυτούς. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως δεν πορευόμαστε όλοι με τέτοιες τακτικές. Μα δεν μπορώ να σας ορκιστώ πως δεν τους ξέρουμε, πως δεν βρεθήκαμε ποτέ μπροστά τους ζητώντας πληροφορίες ή και δουλειά καμιά φορά, πως δεν σιχαθήκαμε από αυτή τη γλίτσα που αφήνει το συνεχές τρίψιμο στην κάθε εξουσία. Δεν μπορώ να σας πως ότι δεν ξέρουμε τα ονοματεπώνυμα της παχυλής αργομισθίας, την ώρα που εμείς δίπλα δουλεύουμε με μπλοκάκι για 400 ευρώ. Δεν μπορώ να σας πείσω ότι είμαστε ειλικρινείς κάθε φορά που πέφτουμε από τα σύννεφα όταν σας μεταφέρουμε την είδηση για τα 9 εκατομμύρια που τσέπωσε ο συγκεκριμένος «δημοσιογράφος».
Για κάποιο μαγικό λόγο δεν μιλάμε, ενώ γνωρίζουμε. Ίσως να φοβόμαστε την εξ αντανακλάσεως εξουσία τους, ίσως να βολευόμαστε ακόμα και με τα 400 ευρώ, ίσως να περιμένουμε από τους ίδιους πάλι, να ανοίξουν καμιά πορτούλα και για μας στο μέλλον…
Δεν ξέρω, το ψάχνω ακόμα…