Του Γιώργου Ν. Ουρσουζίδη*
Το 1207, κάποιο πρωί, ένας άντρας […] βγήκε από τη μεγάλη πύλη του παλατιού του Αγίου Μάρκου και διάβασε δυνατά το ακόλουθο διάταγμα:
«Εγώ, ο Πέτρος Ζιάννης, ελέω Θεού ανώτατος άρχων και Δόγης της κραταιότατης και εκλαμπρότατης Πολιτείας του Αγίου Μάρκου, της Βενετίας, της Αδριατικής, των νήσων κ.λπ κ.λπ. προσκαλώ, δηλώ και επιτρέπω σε όλους τους ευγενείς αυτής της Πολιτείας που έχουν δικά τους πλοία και άντρες στις διαταγές τους, να καταλάβουν με δικές τους δαπάνες και στρατό τα νησιά του Αιγαίου πελάγους και να τα κυβερνήσουν ως ευμενείς φίλοι της κραταιότατης Πολιτείας.
Υπέγραψα εγώ, ο Πέτρος Ζιάννης, με τη συναίνεση του σεπτοτάτου Συμβουλίου των Δέκα.
Εν παλατίω του Αγίου Μάρκου, τη 21 Μαρτίου 1207»
Έτσι συμπεριφέρονταν οι «κραταιότατες Δημοκρατίες», και αλίμονο στις αδύναμες και όμορφες πολιτείες!
Τα πακέτα «διάσωσης» που χορηγούνται στην Ελλάδα μέσω των μνημονίων, δεν σώζουν τους Έλληνες, αλλά τις γερμανικές τράπεζες, αναφέρουν συχνά Δυτικοί οικονομικοί αναλυτές. Ο γερμανικός λαός επείσθη, γι’ αυτό επιβράβευσε την πολιτική της κ. Μέρκελ στις πρόσφατες εκλογές.
Οι γερμανικές τράπεζες γνώριζαν καλά πού οδεύουν τα πράγματα, αφού διαθέτουν τους πλέον ικανούς αναλυτές, δουλόφρονες στο σύστημα που με σιδηρά πειθαρχία έχτισε η Bundesbank, στα πρότυπα του νόμου της σιωπής.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ), ώς τον Δεκέμβριο 2009, η έκθεση των τραπεζών στις χώρες του Νότου έφτανε στα 704 δισ. δολάρια. Ποσό πολύ μεγαλύτερο από όσο μπορούσαν να αντέξουν. Τι συνέβη λοιπόν και εκτέθηκαν σε τέτοιο βαθμό οι γερμανικές τράπεζες; Πώς επέτρεψαν τα έμπειρα στελέχη, την έκθεση των μετόχων σε τέτοιο κίνδυνο;
Πριν από εκατό χρόνια ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έγραφε: «…Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα, πάντοτε η αυτή». Ίσως η απάντηση στα ερωτήματα βρίσκεται στην ερμηνεία του κορυφαίου Έλληνα λογοτέχνη.
Αναρωτιέται κανείς σήμερα: Εφόσον ήταν δυνατόν να γυρίσει πίσω ο χρόνος, ποια θα ήταν η στάση της Bundesbank; Θα άφηνε τα πράγματα να εξελιχθούν όπως πριν, προσβλέποντας πάλι στα κέρδη ή θα ασκούσε μια πιο συνετή πολιτική;
Πιστεύω πάλι την ίδια πολιτική θα ακολουθούσε, επειδή:
• Ελέγχει το μονοπωλιακό καθεστώς παραγωγής χρήματος, την ΕΚΤ.
• Εξασφαλίζει την απαραίτητη ρευστότητα στις αγορές του Νότου, ώστε να υπάρχει συνεχής ροή προϊόντων.
• Η ανθρώπινη ζωή έχει διατιμηθεί, συνεπώς δεν υπάρχουν φραγμοί και αναστολές.
Η κατάσταση στη χώρα μας δεν πάει άλλο, η «τραπεζική μαφία» έχει αποθρασυνθεί! Ο χειμαζόμενος ελληνικός λαός δεν αντέχει άλλα βάρη, οι ελεύθεροι επαγγελματίες βιώνουν τον απόλυτο παραλογισμό του «τέρατος της πολιτικής», η παραγωγή στο ναδίρ, οι δημόσιοι υπάλληλοι σε απόγνωση, χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες, εργαζόμενοι δίχως αύριο. Μια χώρα που έπειτα από έξι χρόνια συνεχούς κατάρρευσης, βιώνει «την κόλαση, πριν την κόλαση»!
Μέσα σ’ αυτή την πραγματικότητα, επιλογές μπορεί να είναι:
• Η δημοκρατική διευθέτηση της πολιτικής κρίσης που σοβεί και που αφορά στην απαλλαγή από πρόσωπα που έχουν καταπονήσει ανελέητα τη ζωή μας.
• Το δικαίωμα του ελληνικού λαού να εφαρμόσει πρόγραμμα, με προϋπόθεση την επιβίωση των ελληνικών επιχειρήσεων και της αγροτικής παραγωγής.
Υπάρχουν πάρα πολλά που πρέπει να αλλάξουν στην πατρίδα, η προσπάθεια πρέπει να είναι επίπονη και επίμονη, χρειάζεται να απαλλαγούμε από την πολιτική των μνημονίων, να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα που να οδηγεί στην έξοδο από την κρίση, με αρχή, μέση και τέλος.
* Ο Γιώργος Ν. Ουρσουζίδης
είναι πολιτικός μηχανικός