συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Μια συνταξιούχος δασκάλα με μικρασιάτικες ρίζες κι ένα κορίτσι από το Αφγανιστάν συναντιούνται και απλώνουν γέφυρες σε έναν εχθρικό κόσμο. Εκεί, στον Άγιο Παντελεήμονα… Το μυθιστόρημα η Μοναξιά των συνόρων της Γλυκερίας Γκρέκου (Εκδόσεις Ψυχογιός) λέει «όχι» στο φόβο και στο ρατσισμό. Και το κάνει με εξαιρετικό τρόπο αποδεικνύοντας ότι η «λογοτεχνία για νέους» αξίζει να διαβάζεται απ’ όλους μας. Επιπλέον, η συγγραφέας (εργάζεται ως εκπαιδευτικός) δείχνει ποια είναι εκείνα τα μαθήματα που θα άξιζε να δίνουμε στα παιδιά μας.
Η συζήτηση μαζί της είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Καταπιάνεστε με ένα «καυτό» θέμα που έχει βρεθεί στο επίκεντρο όχι απλώς της πολιτικής διαμάχης, αλλά έχει προκαλέσει και πολλές άσχημες παρενέργειες. Ο «Άγιος Παντελεήμονας» έχει γίνει το σύμβολο μιας δύσκολης συνύπαρξης. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να το κάνετε;
Ζώντας στη Θεσσαλονίκη είχα στο νου μου μια «μυθολογία» σχετικά με την περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, μέσω της τηλεόρασης και των εφημερίδων.
Κάποια στιγμή, επισκέφτηκα την περιοχή, στη συνέχεια την περπάτησα αρκετές φορές, γοητεύτηκα από την εικόνα. Σπίτια νεοκλασικά, υπόγεια εξαθλιωμένα, άνθρωποι στους δρόμους με βλέμμα φοβισμένο. Ο φόβος ένθεν και ένθεν. Γέροι που είχαν χάσει το βηματισμό τους, ξένοι που σε κοιτούσαν περίεργα, καχύποπτα. Και τότε ένιωσα αυτό που είπατε παραπάνω. Πως η περιοχή ήταν σύμβολο μιας δύσκολης συνύπαρξης. Έτσι άρχισα να γράφω, προσπαθώντας να πάρω αποστάσεις, να νιώσω, όσο γίνεται αυτό, κάποια από τα συναισθήματα των ντόπιων μα και των ξένων.
Διαλέγετε να παραλληλίσετε την προσφυγιά του 1922 με τη σημερινή κατάσταση και τους μετανάστες. Πώς οι Έλληνες μπόρεσαν να ξεχάσουν ότι κι αυτοί είναι απόγονοι προσφύγων;
Η μνήμη, όπου μας συμφέρει, είναι ασθενής και επιλεκτική. Είμαστε ένας λαός που γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνει να είσαι ξένος. Από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Δεν υπάρχει γεωγραφικό διαμέρισμα που να μην έχει στείλει παιδιά-μετανάστες στην άκρη της γης.
Στη θέση της ηρωίδας γιαγιάς με καταγωγή από τον πόντο θα μπορούσε να είναι μια άλλη, μια Ηπειρώτισσα, μια Μανιάτισσα…
Έκανα τον παραλληλισμό γιατί ακόμα και σήμερα, στις αφηγήσεις τους, ηλικιωμένοι απόγονοι Ποντίων αναφέρονται με πικρία για το πώς τους αντιμετώπισαν οι ντόπιοι όταν ήρθαν το 1922.
Τι είναι αυτό που θα θέλατε να κρατήσουν μικροί και μεγάλοι που θα διαβάσουν το βιβλίο σας;
Θα ήθελα να μην ξεχνάμε το παρελθόν μας. Να μπούμε, όσο γίνεται, στη θέση του «άλλου», του ξένου, να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη μοναξιά που νιώθουν οι ηλικιωμένοι, έτσι όπως τους έχουμε βάλει στο περιθώριο.
Ακόμα πως ο φόβος τείνει να απομακρύνεται όχι όταν τον δαιμονοποιούμε, αλλά όταν τον κοιτάμε κατάματα. Και πως αν δεν κάνουμε την υπέρβαση να τον διώξουμε και να μοιραστούμε, άφοβα, με τους άλλους την καθημερινότητα, η ζωή μας δεν έχει νόημα.
Τελικά πιστεύω πως υπεύθυνη, στο μεγαλύτερο βαθμό, γι’ αυτά τα φοβικά συναισθήματα είναι η φτώχεια και η ανέχεια.
Δίνετε μια αισιόδοξη λύση. Πιστεύετε πως υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο που έχει δημιουργηθεί;
Δεν είμαι, δεν θέλω να είμαι πολίτης της παραίτησης. Η απάντηση σηκώνει πολλή κουβέντα και ανάλυση…
Όμως πιστεύω πολύ στη γνώση. Πρέπει να μάθουμε πώς και γιατί κάποιος «ξένος» συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται. Να δούμε τις αιτίες, να λειάνουμε λίγο, με το εργαλείο της ενσυναίσθησης και της κατανόησης την τραχύτητα της άποψης πως για κάθε τι κακό που συμβαίνει φταίει ο άλλος.
Να νιώσουμε, μέσα από την πράξη, τη δύναμη της προσφοράς στον πλησίον που μας έχει ανάγκη. Και τότε σίγουρα θα έχουμε έναν λόγο να αισιοδοξούμε!
Η λογοτεχνία θα μπορούσε να γίνει ένα αντίδοτο εναντίον του φασισμού και του ρατσισμού; Οι εκπαιδευτικοί πώς θα μπορούσαν να βοηθήσουν;
Κυρίως η λογοτεχνία για παιδιά και για νέους έχει παίξει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην αποδόμηση του ρατσισμού και των προκαταλήψεων, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ανάγνωση της Καλύβας του μπάρμπα- Θωμά και πόσο επηρέασε εμένα και εκατομμύρια αναγνώστες, μιλώντας για μια αλήθεια που ώς τότε κανείς δεν τολμούσε να γράψει. Είμαι σίγουρη πως η λογοτεχνία μπορεί να υποσκάψει τη ρατσιστική ιδεολογία και τα στερεότυπα αλλά και να βοηθήσει στη διαμόρφωση μιας άλλης άποψης σχετικά με το ρατσισμό-φασισμό.Ο εκπαιδευτικός που πιστεύει αληθινά σε αυτή την άποψη, με τη στάση του πρώτα και με την παρουσίαση λογοτεχνικών κειμένων μπορεί -από το νηπιαγωγείο κιόλας- να συμβάλει στην αποδόμηση της ιδεολογίας των «εκλεκτών» και νομίζω πως είναι χρέος μας να λειτουργούμε με αυτόν τον τρόπο στο σχολείο.