Για το βιβλίο του Σπύρου Τζόκα, Ο κύκλος των μάταιων πράξεων

 

Του Απόστολου Λυκεσά

Έναν κύκλο παρουσιάσεων έχει κάνει σε πολλές περιοχές της χώρας, από τη στιγμή της έκδοσής του, το βιβλίο του Σπύρου Τζόκα Ο κύκλος των μάταιων πράξεων. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα με φόντο τη ζωή του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, από τις εκδόσεις Εύμαρος, που έχει αποσπάσει πολύ καλές κριτικές. Πρόσφατη παρουσίασή του ήταν αυτή που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Ιουλίου. Παρουσιάζουμε παρακάτω την ομιλία που έκανε στην εκδήλωση αυτή ο Απόστολος Λυκεσάς, δημοσιογράφος Στο Κόκκινο 93,4.

Λένε ότι μειονέκτημα του ιστορικού μυθιστορήματος είναι πως, λιγότερο ή περισσότερο, οι αναγνώστες του γνωρίζουν την κατάληξη της ιστορίας. Από την άλλη, δύναμή του είναι η γνώση ακριβώς της ιστορίας, την οποία ο συγγραφέας επιλέγει να αφηγηθεί, εξαιτίας ακριβώς της προοικονόμησης του νοήματος που η ιστορία περιέχει. Οπότε, το εγχειρίδιο γραφής ως μπούσουλας, υπαγορεύει ότι το ιστορικό μυθιστόρημα οφείλει ή να αναδεικνύει κάποιες πτυχές της ιστορίας που διαπραγματεύεται ή να επιλέγει σκανδαλιστικές λεπτομέρειες ή άγνωστες πτυχές ή απλώς να μένει στην ανάπλαση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο η ιστορία συντελέσθηκε.

Πάντως, σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα, τον όποιο πρωταγωνιστή της υπόθεσης, ο ίδιος μπούσουλας λέει ότι είναι ευκολότερο να φανταστείς, να δημιουργήσεις ένα ανύπαρκτο πρόσωπο και να το βάλεις μέσα σε έναν κύκλο ιστορικών γεγονότων παρά να πραγματευτείς ένα υπαρκτό πρόσωπο. Κι αυτό διότι τα άκρα της δοξολογίας ή της αποκαθήλωσης μπορεί να συνθλίψουν και τον καλοπροαίρετο και τον αιρετικό συγγραφέα.

Μέσα σε τούτη την κοσμογονία γέννησης ή ανάπλασης της πραγματικότητας που καμιά φορά είναι πιο αληθινή από τα γεγονότα, στην περίπτωση του ιστορικού μυθιστορήματος, η τέχνη και πάλι, επιμένει ότι μπορεί να αναπαραστήσει καλύτερα κάτι που συνέβη κι αυτό διότι εξανθρωπίζει το ήδη γνωστό γεγονός. Το βγάζει από το βάθρο, το ηρώο ή την καταφρόνια και δίνει στους ήρωες σάρκα και οστά, τους καθιστά άξιους να δοξαστούν ή να χλευαστούν.

Όταν στο ιστορικό μυθιστόρημα ο γραφιάς αναμετράται με μια θυσία, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν. Η θυσία ενός ανθρώπου για ένα ιδανικό, ή για την πατρίδα αποκλείει εξ αρχής κάθε προσπάθεια μείωσης του κεντρικού ήρωα. Αυτό κάνει το έργο του συγγραφέα ακόμη πιο δύσκολο -όσο κι αν σε πρώτη ματιά φαίνεται το αντίθετο- διότι, τότε, από τη μία πρέπει να βγάλει τον ήρωα από την ατσάλινη προθήκη στην οποία βρίσκεται ήδη και, αφού τον κάνει ανθρώπινο, ύστερα να τον ξαναφέρει στη θέση που η Ιστορία και η Κοινή Συνείδηση τον έχει τοποθετήσει.

Με όλα τούτα αναμετριέται ο συγγραφέας Σπύρος Τζόκας, παρακολουθώντας και αναπλάθοντας μυθιστορηματικά τη ζωή ενός ήρωα και τη μεγαλειώδη θυσία του. Μπορεί ο Ναπολέων Σουκατζίδης να μην έχει χαθεί στη λήθη, αν και πολλοί θα το ήθελαν, μπορεί ακόμη να μην έχει τη θέση που αρμόζει στις επίσημες τελετές, είναι όμως αδύνατο να εξαφανιστεί. Είναι κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης, είναι στην πρώτη γραμμή των ανθρώπων που θυσιάστηκαν όχι μόνο για τις ιδεολογικές τους αρχές αλλά και για αρχές που, επιπλέον, ξεπερνούν τις ταυτότητες ή δίνουν σ’ αυτές την αξία με την οποία θα ήθελαν να αντιπροσωπεύονται στη ζωή.

Προσπαθώ να συμμεριστώ την αγωνία και τη συστολή του Σπύρου Τζόκα στην αναμέτρησή του με τον σάρκινο Σουκατζίδη. Τον πρόσφυγα, τον μαθητή, τον αγωνιστή, τον ερωτευμένο σε έρωτα που μένει πλατωνικός, τον βασανισμένο, τον καταδιωγμένο, τον φυλακισμένο και τον αποφασισμένο για ζωή και θάνατο, απόφαση ίσα μοιρασμένη, δίκαια, με μια έννοια που είναι δύσκολο να συλλάβουμε ζώντας σήμερα τη βεβαιότητα ότι δεν είμαστε ενώπιον ενός αποσπάσματος θανάτου.

Το μυθιστόρημα, λοιπόν, είναι καλός δρόμος και τον διάβηκε όπως έπρεπε ο Σπύρος Τζόκας ακολουθώντας τα μονοπάτια που άνοιξε ή διάβηκε ο άνθρωπος Σουκατζίδης.

Δεν θα λυτρωθείτε διαβάζοντας το βιβλίο. Θα καταλάβετε όμως. Όχι γιατί έφτασε στη μεγάλη του απόφαση ο Ναπολέων, αλλά πώς. Για το γιατί, ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει αλλά το πώς, είναι δυσκολότερο, διότι ο δρόμος ήταν το ταξίδι της ζωής του κι έτσι τα γιατί δεν γίνονται μόνο κατανοητά αλλά και ερμηνεύσιμα. Σε κάποιο μέτρο που μπορούμε να συλλάβουμε. Διότι η απόφαση για θάνατο, χωρίς να έρθει καν η ώρα σου, είναι το σημείο εκείνο που οι αναστολές και οι αυταπάτες, τα πιστεύω και η θέληση δοκιμάζονται χωρίς επιστροφή.

Ο Σουκατζίδης, μας λέει ο Τζόκας, είναι αποφασισμένος αλλά σκέπτεται και επιθυμεί να είναι λεύτερη από αυτόν και τη μνήμη του η αρραβωνιαστικιά του. Θα πάει στο απόσπασμα με τους συντρόφους του, αλλά λαχταράει λίγο χαλβά της μάνας του. Αυτό. Τόσο λίγο, τόσο ταπεινό, τόσο τίποτα μπροστά στην ίδια τη ζωή. Κι αυτό μπορεί να το κάνει μόνο το μυθιστόρημα. Ετούτο κάνει ο Τζόκας αναπλάθοντας τον βίο του Σουκατζίδη.

Δείχνει δηλαδή ότι η τέχνη αντιπροσωπεύει την έσχατη επιδίωξη όλων των επαναστάσεων: Την ελευθερία και την ευτυχία του ατόμου. Όσο για εμάς, τους αναγνώστες του, τους «διαδρομιστές» στο βίο του Σουκατζίδη μας μένει η βαριά αίσθηση ισχύος της αμφίστομης δράσης που έχει η ρήση του Μαρκούζε «η ιστορία είναι ενοχή δεν είναι λύτρωση».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!