Συνέντευξη στον Άγγελο Καλογερόπουλο
Ο σημερινός μας συνομιλητής είναι ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης, ο οποίος γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τα νυκτά μουσικά όργανα. Πραγματοποίησε μουσικές σπουδές, καθώς και μεταπτυχιακές σπουδές μουσικής κουλτούρας και επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ. Από το 2001 διδάσκει μουσική στη δημόσια εκπαίδευση. Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς καλλιτέχνες ως μουσικός εκτελεστής και έχει, παράλληλα, συμμετάσχει στη δισκογραφία ως μέλος των συγκροτημάτων Ματ σε 2 Υφέσεις και Cumin Blue.
Είστε ένας νέος δημιουργός που έχετε ασχοληθεί και με την παραδοσιακή μουσική, αλλά και με τη σύνθεση. Έτυχε, μάλιστα, να σας γνωρίσω σε μια εκδήλωση πριν από κάμποσα χρόνια που είχε τον τίτλο Οι ήχοι των στίχων. Τότε παίζατε μελοποιημένη ποίηση από τον Χρίστο Δάλκο και τον Γιάννη Πατίλη. Πώς προσδιορίζετε τη σχέση ποίησης και μουσικής;
Θεωρώ πως ιδανικό σημείο συνάντησης των δύο είναι τα τραγούδια· και μην λησμονούμε πως τα τραγούδια έχουν τεράστια δύναμη. Ένα «καλό τραγούδι», όμως, προϋποθέτει την ισότιμη παρουσία μουσικής και λόγου. Ο Νίκος Μαμαγκάκης, με τον οποίο είχα την τύχη να συνεργαστώ από το 2008 μέχρι και το θάνατό του, παρ’ ότι κατεξοχήν μουσικάνθρωπος, επαναλάμβανε έναν στίχο από την Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη: Ακέρια χώρα εγώ θα χάριζα για ένα καλό τραγούδι… Δεν το κρύβω πως, πριν από τον Μαμαγκάκη, δεν έδινα ποτέ σημασία στο στίχο. Ακόμη και στα λιγοστά δικά μου τραγούδια, οι στιχουργοί προσάρμοσαν τα λόγια τους στη μουσική που είχα ήδη συνθέσει.
Μετά από αυτήν τη συνάντηση, λοιπόν, με τον Ν. Μαμαγκάκη τι σημαίνει για σας μελοποιημένη ποίηση;
Θα σας πω αυτό που λέω στους μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού, όποτε τυχαίνει να τους διδάσκω κάποιο μελοποιημένο ποίημα (και τα ίδια τα παιδιά, άλλωστε, με ρωτούν γιατί, άλλες φορές γράφω «στίχοι» και άλλες φορές «ποίηση» δίπλα στα ονόματα των συντελεστών των τραγουδιών που τους φωτοτυπώ):
«Σ’ αυτό το τραγούδι», τους λέω, «η μουσική ήρθε μετά -πολλές φορές, πολύ μετά- το στίχο».
Εν ολίγοις η μουσική, στην περίπτωση της μελοποιημένης ποίησης, έρχεται να ντύσει ένα προϋπάρχον ποίημα, τη στιγμή που, στην περίπτωση του τραγουδιού, γράφεται, είτε πριν από τον στίχο, είτε παράλληλα με αυτόν. Ίσως ακούγεται απλοϊκό σαν σκέψη, αλλά αυτό πιστεύω. Πώς θα μπορούσα να πω ψέματα στα παιδιά;..
Ο στίχος του τραγουδιού γιατί δεν είναι ποίηση; Ή είναι;
Η συζήτηση αυτή μου θυμίζει την αντίστοιχη αδιέξοδη διαμάχη ανάμεσα σε «έντεχνη» και «λαϊκή» μουσική… Σίγουρα δεν είναι το ίδιο μα, στα δικά μου «αδαή» αφτιά και μάτια, η όλη ορολογία αφορά περισσότερο σε ζητήματα γοήτρου και κύρους, χωρίς να αναφέρεται σε καθαρά τεχνικά ή ποιοτικά χαρακτηριστικά. Προσωπικά έχω βρεθεί μάρτυρας της ειλικρινούς συγκίνησης μιας διάσημης ποιήτριας στο άκουσμα των μελοποιημένων στίχων του εκλιπόντος συζύγου της, παρ’ ότι -καθόσον γνωρίζω- η ίδια αντιδρά στη μελοποίηση των δικών της έργων. Ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με το τραγούδι, «στίχοι» και «ποιήματα» εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό· την συγκίνηση του ακροατή. Και εδώ ταιριάζει απόλυτα το απόσπασμα απ’ το Νέο Ερωτόκριτο του Πρεβελάκη (κι αυτό μελοποιημένο απ’ τον Μαμαγκάκη): Τι ’ναι ένας στίχος μάτια μου; Μιας αναπνιάς η άχνα, μα μπορεί να’ναι κι η φωτιά που καίει της γης τα σπλάχνα…
Η μουσική και ποιητική μας παράδοση έχει αξιοποιηθεί ικανοποιητικά;
Δεν γνωρίζω ουσιαστικότερη αξιοποίηση της μουσικής και ποιητικής, ανώνυμης ή επώνυμης, δημιουργίας από την ίδια την επιβίωσή της. Εφόσον η παράδοση έχει να κάνει με το παρελθόν, η αξία της βρίσκεται στη διαχρονικότητα με την έννοια της ισορροπημένης σχέσης μεταξύ παρελθόντος, παρόντος, αλλά και μέλλοντος. Από τη στιγμή που ένα καλλιτεχνικό προϊόν διατηρείται ζωντανό μέσω μιας φυσικής διαδικασίας -και όχι «με το στανιό» της λαογραφίας, για παράδειγμα- θεωρώ πως χαίρει της απόλυτης αξιοποίησης που του αρμόζει. Παρ’ όλο που στην εποχή μας αποφεύγουμε να κάνουμε λόγο για μεγάλα οράματα και για «μεγάλες ιδέες», εσείς έχετε ένα όραμα για το μέλλον της σχέσης ποίησης και μουσικής; Δεν είμαι άνθρωπος με μεγαλόπνοα οράματα. Όνειρό μου είναι να καταφέρω να συνθέτω και να παίζω μουσική με την ίδια όρεξη που το κάνω σήμερα, μέχρι τα βαθιά γεράματα. Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει δύο πράγματα: Πρώτον, να ζήσω πολλά χρόνια και, δεύτερον, να ζήσω αυτά τα χρόνια «καλά»· με υγεία και καλοτυχία. Επίγειο όνειρο, ανθρώπινο. Αυτό για το οποίο είμαι βέβαιος είναι πως το σύνολο των δημιουργών της γενιάς μου θα καταφέρει να κάνει το αναλογούν βήμα στην πορεία εξέλιξης της σχέσης μουσικής και ποίησης. Χωρίς να ξέρω, όμως, ποιο θα ’ναι αυτό το βήμα. Η επόμενη γενιά το ίδιο. Χρειάζονται, απλώς, καλλιτέχνες με πάθος. Τέτοιοι θα υπάρχουν πάντοτε· και είναι αυτοί που προχωρούν, όσα εμπόδια κι αν βάλεις μπροστά τους…
Ο Σικελιανός και η Δελφική Ιδέα
Όταν ο Άγγελος Σικελιανός θέλησε να αναβιώσει την Δελφική Ιδέα ζήτησε τη μουσική συνδρομή του Κωνσταντίνου Ψάχου (ενώ συμμετείχε και ο νεαρός τότε Σ. Καράς, ο μετέπειτα σπουδαίος δάσκαλος της παραδοσιακής μας μουσικής). Ο Ψάχος υπήρξε ένας μεγάλος δάσκαλος και μελετητής της λεγόμενης βυζαντινής, αλλά και της παραδοσιακής μουσικής. Δεν διακρίθηκε ιδιαίτερα ως συνθέτης, αλλά έχει ξεχωριστή σημασία το γεγονός ότι τον επιλέγει ο Σικελιανός όταν θέλει να δημιουργήσει ένα έργο που συνενώνει τις τέχνες (ποίηση, μουσική, χορό). Όταν οραματίζεται μια ενότητα που θέλει να καταστήσει τους Δελφούς και πάλι τον ομφαλό της γης: μια σύγχρονη οικουμενική αμφικτυονία. Ο Ψάχος ντύνει με βυζαντινή μουσική τις τραγωδίες, ενώ ο Σικελιανός αναδεικνύει τη λαϊκή παράδοση. Η μεγάλη ιδέα του Σικελιανού ντύνεται με την ντόπια φορεσιά, απαλλαγμένη από τους μιμητισμούς της ευρωπαϊκής βιτρίνας. Ο μεγάλος νόστος που αναζητάει μέσα από τον λόγο του βρίσκει μια μουσική που κυλάει ζωτικά μέσα στις φλέβες του και ενώνει τη φύση και το Θείο. Βέβαια, ο Σικελιανός δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνη των ποιητών που το έργο του συνδέθηκε με την δημιουργία ενός μεγάλου συνθέτη, παρ’ όλο που δεν έλειψαν μελοποιήσεις έργων του όπως το περίφημο Πνευματικό Εμβατήριο από τον Μίκη Θεοδωράκη. Υπήρξε, όμως, ο προφήτης μιας βαθύτερης ενότητας, ο ποιητής ενός καθολικού μύθου που καθαγιάζει την ύλη ενώ διψά για το πνεύμα. Γι’ αυτό και στις δελφικές του γιορτές αγκαλιάζει τόσο τη βυζαντινή μουσική όσο και τη νεοελληνική λαϊκή παράδοση: μορφές που καταφάσκουν στην ύλη ανάγοντάς την στην πνευματική της αρχή.
Ο Σικελιανός υπήρξε ένας ακόμη πρωτεργάτης μιας νεοελληνικής δημιουργίας η οποία δεν στηρίζεται στη μεταπρατική νοοτροπία εισαγωγής ξένων προτύπων, αλλά στην πρωτογενή δημιουργία διά των ιδίων δυνάμεων.
Τα μεγάλα λόγια και τα άπιαστα οράματα μπορεί να μην ταιριάζουν στην εποχή μας, μετά από τόσες καταρρεύσεις και τόσες διαψεύσεις. Αλλά για να καταφέρει και η σημερινή γενιά των δημιουργών -ποιητών και μουσικών- να κάνει το βήμα που της αναλογεί, θα πρέπει να αντλήσει -ή, έστω, να συνομιλήσει- με το πάθος των προηγούμενων. Εξάλλου αυτό διαπιστώνουμε κάθε φορά που ένας νέος δημιουργός μάς κινεί το ενδιαφέρον. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζώντας την εποχή του έχει μαθητεύσει στους μεγάλους δασκάλους. Απομένει να τους ξεπεράσει…
Α.Κ.
Άγγελος Σικελιανός
Ύμνος του μεγάλου Νόστου
Κυλᾶ φωτιὲς ὁ Ὠρίωνας· κι ὁ Δίας εἶν᾿ ἕνας θρόνος·
κ᾿ ἡ Πούλια εἶναι φωλιά·
μὰ ὁ μυστικὸς Διθύραμβος, ποὺ πιὰ δὲ ’γγίζει ὁ Χρόνος,
ἡ πλέρια μου ἀγκαλιά!
Τῶν ἄστρων ἔχει ἀπάνω μου τὸ περιβόλι γείρει,
κι ὁ κρύφιος λογισμός
σάμπως μελίσσι χνουδωτὸ βαμμένον ἀπὸ γύρη,
ξεσπᾶ βαθιά μου ἑσμός…
Βροχὴ πεφτάστρια γύρα μου κι ἀδιάκοπα σταλάζει
τὸ ἀπέραντο γοργά·
κι ὅπως χορεύει πέφτοντας στὸ χῶμα τὸ χαλάζι
κι ὁ οὐρανὸς ὀργᾶ,
σὰν ἀπ᾿ τῆς λύρας τὶς χορδὲς ἀνάμεσα τὸ χέρι
φαντάζει ποὺ χτυπᾶ,
ὅμοια ἡ καρδιά μου ὁλάκερη μέσα σὲ κάθε ἀστέρι
σπαράζει κι ἀγαπᾶ!