Το θάνατο της ελληνικής τευτλοκαλλιέργειας επιδιώκουν οι «γαμπροί» της ζάχαρης. Της Λίτσας Αμανατίδου – Πασχαλίδου
Η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης ήταν θυγατρική της ΑΤΕ και μετά το ξεπούλημα – χάρισμα της ΑΤΕ στην Τράπεζα Πειραιώς, η άλλοτε κραταιά βιομηχανία πέρασε στον Ειδικό Εκκαθαριστή.
Η ΕΒΖ υπήρξε η μεγαλύτερη εθνική βιομηχανία τροφίμων, η οποία για τέσσερις δεκαετίες στήριζε καθοριστικά την τοπική οικονομία στη Λάρισα, τις Σέρρες, την Ξάνθη, την Ορεστιάδα και την Ημαθία, όπου βρίσκονταν τα εργοστάσιά της, αλλά και στις γύρω περιοχές, όπου υπήρχε καλλιέργεια ή εργατικά χέρια. Πριν από το 2006 η βιομηχανία απασχολούσε 8.000 αγροτικές οικογένειες και πάνω από 2.500 εργαζόμενους (εποχικούς και μόνιμους), ενώ εκατοντάδες συνοδά επαγγέλματα εξαρτώνταν από τη λειτουργία της.
Η κραταιά βιομηχανία αντιμετώπιζε σχεδόν πάντα προβλήματα γιατί τα κόμματα που εναλλάσσονταν στην κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. και οι «τοπάρχες» τους, χρησιμοποίησαν την ΕΒΖ ως πολύφερνη νύφη για την εξυπηρέτηση μικροκομματικών, πελατειακών και άλλων συμφερόντων. Ο μεγάλος κατήφορος, ωστόσο, ξεκινάει μετά το 2006 και την ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς (ΚΟΑ) Ζάχαρης. Η ίδια η εφαρμογή των Κανόνων της νέα ΚΟΑ με τη μείωση της ποσόστωσης (επιτρεπόμενο όριο παραγωγής) από τις 320 χιλιάδες τόνους στις 158 χιλιάδες, αλλά και ο τρόπος που οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν την εφαρμογή της ΚΟΑ, οδήγησαν την ΕΒΖ στην πλήρη (και μεθοδευμένη) απαξίωση. Τα δύο από τα πέντε εργοστάσια (Λάρισα και Ξάνθη) έκλεισαν για να υλοποιηθεί το «μεγαλόπνοο» σχέδιο που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση διά στόματος του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή για τη μετατροπή τους σε εργοστάσια βιοαιθανόλης. Η αποτυχία αυτού του σχεδίου θα επιφέρει τεράστια οικονομική αιμοραγία στην εταιρία. Παράλληλα, οι αγρότες ωθούνται στην εγκατάλειψη της καλλιέργειας λόγω οικονομικών αντικινήτρων και η βιομηχανία σταδιακά αρχίζει να εισάγει από άλλες ευρωπαϊκές χώρες το μεγαλύτερο μέρος της ζάχαρης για να καλύψει την ποσόστωση των 158 χιλιάδων τόνων. Η εισαγωγή της πρώτης ύλης θα είναι καθοριστική και για την οικονομική πορεία των εργοστασίων με τα σενάρια για κλείσιμο των εργοστασίων να ψιθυρίζονται τακτικά και τα κόστη παραγωγής να διογκώνονονται, ενώ με ευθύνη της διοίκησης αλλά και της «μητέρας» τράπεζας ΑΤΕ ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός της βιομηχανίας αυξάνεται με γεωμετρικούς ρυθμούς.
Σήμερα, η κυβέρνηση προσπαθεί να ξεπουλήσει την ΕΒΖ έναντι πινακίου φακής, με την τιμή να διαμορφώνεται στους προηγούμενους τελικά άγονους διαγωνισμούς στα 40 εκατομμύρια ευρώ, όταν μόνο τα περιουσιακά στοιχεία του Ομίλου έχουν αξιολογηθεί στα 200 εκατομμύρια ευρώ. Εδώ και δύο περίπου χρόνια οι μεγάλες βιομηχανίες ζάχαρης, το ντόπιο κεφάλαιο και βεβαίως η Τράπεζα Πειραιώς προσπαθούν να κλείσουν τη συμφωνία που τους συμφέρει, με τους τευτλοκαλλιεργητές και τους εργαζόμενους να είναι τα άμεσα «θύματα» αυτής της διαμάχης. Οι «γαμπροί» της ζάχαρης μπορεί να έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, ωστόσο συγκλίνουν στο ότι τους συμφέρει ο θάνατος της ελληνικής τευτλοκαλλιέργειας. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι καλλιεργητές πιέζονται πλέον απροκάλυπτα για να μην σπείρουν τεύτλο και η Διοίκηση της ΕΒΖ μετά από την πολύ καλή σε αποδόσεις, περσινή καλλιεργητική περίοδο μειώνει τις τιμές που δίνει στους καλλιεργητές αποτρέποντάς τους από το να σπείρουν. Η μείωση της παραγωγής τεύτλου επιφέρει τη μείωση της παραγωγικότητας των εργοστασίων και αυτό μπορεί να σημαίνει κλείσιμο κάποιων από τα εναπομείναντα εργοστάσια με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τιμή της πώλησης της πάλαι ποτέ κραταιάς βιομηχανίας (στο σύνολό της ή τμηματικά).
Η διατήρηση της τευτλοκαλλιέργειας και η διατήρηση της ΕΒΖ υπο δημόσια ιδιοκτησία δεν αφορά μόνο τους καλλιεργητές και τους εργαζόμενους. Αφορά την ελληνική κοινωνία και οικονομία στο σύνολο της γιατί η ζάχαρη είναι ένα από τα βασικά προϊόντα διατροφικής επάρκειας. Μία ενδεχόμενη έλλειψη (τεχνητή ή όχι) ζάχαρης θα μπορούσε να επιφέρει τεράστια καταστροφή, ενώ η τιμή της ζάχαρης επηρεάζει τις τιμές χιλιάδων τροφίμων. Γι’ αυτό ο αγώνας που δίνουν σήμερα οι τευτλοκαλλιεργητές και οι εργαζόμενοι είναι αγώνας της ελληνικής κοινωνίας, είναι αγώνας όλων μας.
* Η Λίτσα Αμμανατίδου-Πασχαλίδου
είναι βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ