Ο συναγωνιστής
Εκεί είναι η αδειανή εκκλησιά,
του αγέρα μόνο κατοικία.
Τ. Σ. Έλιοτ
Είμαστε οι συγκάτοικοι των εντόμων. Τα χέρια που δεν νίβουν πια το ένα τ’ άλλο, κι αφήνουν πρόσωπα ξερά, σαφρακιασμένα, ρίζες γυμνές των πεύκων να βγαίνουν κάτω από σπηλιές και δάκρυα σταλακτίτες, φύσεις νεκρές με χίλιες αποφύσεις, που, έτσι καθώς απλώσανε, καμιά φωτιά, καμία πυρκαγιά, κανένα ολοκαύτωμα δεν δύναται, τουλάχιστον, να κάψει.
Κι εσύ… Εσύ μας εγκατέλειψες, με μόνα πρωτοσέλιδα τις νίκες των εχθρών μας, το έγκλημα, το έγκλημα, το έγκλημα, το φόνο. Ενώ εγώ κάτι άλλο έψαχνα προχθές κάτω στους δρόμους, ένα άλλο φως, μιαν άλλη λέξη. Ή, τέλος πάντων, μια κάποια λέξη και ένα κάποιο φως…
Είμαστε τα εγκλωβισμένα παιδιά των ερειπίων. Και οι σφυρίχτρες μας δεν έχουν μπίλιες ν’ ακουστούν, ήχο να κροταλίσουν, διότι σπαταλήθηκαν, και κύλισαν και χάθηκαν, όταν σημάδεψες μ’ αυτές δύο τυχαία έντομα, δυο μαύρες κατσαρίδες.
Κι αν άστοχα ευστόχησες, πες μου, τι καταφέραμε, πες μου, τι ρόλο παίζει;
Μάκης Μαλαφέκας