Συνέντευξη στον Άγγελο Καλογερόπουλο
Ο Μιχάλης Γκανάς δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι ένας αγαπημένος ποιητής. Και στιχουργός˙ διαβάζει κανείς αν αναζητήσει τα βιογραφικά του στο Διαδίκτυο. Αλλά έχω τη γνώμη πως ο Γκανάς παραμένει ποιητής κι όταν γράφει στίχους τραγουδιών, ακόμη και κατά παραγγελίαν πάνω σε μια δεδομένη μελωδία. Είχα ήδη αγαπήσει την ποίησή του για το απέριττο ύφος της και για το πλούσιο αίσθημά της όταν άκουσα το τραγούδι του Στο Σου Μι Τζου με μουσική του Νίκου Ξυδάκη. Και στο τραγούδι του κρατούσε ατόφια τα χαρακτηριστικά της ποίησής του, ακολουθώντας όμως πιστά τους κανόνες της τέχνης του τραγουδιού. Το ίδιο αίσθημα διατήρησα και σε όσα επόμενα άκουσα. Και στα ποιήματά του και στα τραγούδια του παραμένει ο ίδιος αυθεντικός ποιητής που με τα ταπεινά και γνώριμα υλικά του πλάθει έναν κόσμο, ίδιον μ’ αυτόν που γνωρίζαμε αλλά μετατοπισμένο σε μια παρθενική θέα.
Γεννημένος στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944, έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως κειμενογράφος. Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες. Τη βαθιά του, εσωτερική, σχέση με τη μουσική τη νιώθει κανείς όταν έρχεται σε επαφή με την ποίησή του καθώς τα ποιήματά του τα διαπερνά υπόγεια μα καθοριστικά, πιστεύω, το ηπειρώτικο τραγούδι.
Αντλώντας από μια τέτοια πηγή αφήνει κατά μέρος τις διανοουμενίστικες φλυαρίες και τις αλαζονικές θεωρητικολογίες. Η ακεραιότητα του αισθήματος κάνει το λόγο του -όπως και αν εκφέρεται- καίριο και ουσιαστικό.
Συνηθίζουμε να μιλάμε για το «χωρισμό» ποίησης και μουσικής, λόγω της αρχαίας τους ενότητας. Ωστόσο, φαίνεται ακόμα και σήμερα να αναζητάει η μία την άλλη. Πώς προσδιορίζετε τη σχέση ποίησης και μουσικής;
Η ποίηση και η μουσική μοιάζει να αποτελούν, ακόμη και σήμερα, η μία το έτερον ήμισυ της άλλης. Υπάρχει ισχυρή έλξη ανάμεσά τους και μια ακατανίκητη νοσταλγία να ξαναβρεθούνε μαζί. «Συγκατοίκησαν» τόσα χρόνια που είναι φυσικό να νοσταλγούν την εποχή κατά την οποία λόγος και μουσική πήγαζαν από τον ίδιο άνθρωπο, τον ποιητή-μουσικό, που κρούοντας τη λύρα του δημιουργούσε την ίδια στιγμή τα αριστουργήματα της αρχαίας Λυρικής ποίησης. Έχουν περάσει όμως πάρα πολλά χρόνια από τότε. Τώρα η μουσική και η ποίηση κάνουν «σόλο καριέρα» με λαμπρά δείγματα και σημαντικά έργα η καθεμιά τους. Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι τελούν εν διαστάσει αλλά ενίοτε συνευρίσκονται, γεννώντας αγγέλους ή τέρατα…
Έχουμε πολύ συχνά δημιουργικά ζεύγη συνθετών και ποιητών. Ο Καλομοίρης συναντά τον Παλαμά, ο Θεοδωράκης τον Ελύτη, για να σταθούμε σε μερικές πολύ γνωστές περιπτώσεις. Ποια είναι η δική σας γνώμη σας για τη μελοποιημένη ποίηση;
Εγώ δηλώνω «υπέρ».
Υπάρχουν κάποιοι που είναι αναφανδόν κατά της μελοποίησης. Ένα από τα βασικότερά τους επιχειρήματα είναι ότι, ακόμη και στις καλύτερες περιπτώσεις (Άξιον Εστί π.χ.) είναι αδύνατον να διαβάσει κανείς το ποίημα όπως πριν, γιατί «ακούει», θέλοντας και μη, και την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, στην περίπτωσή μας.
Το βρίσκω υπερβολικό. Αντίθετα θεωρώ μεγάλο κέρδος το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους τραγουδώντας Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν… ή Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή Της δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ… κ.λπ. Η μελο-ποίηση γεννά ένα τρίτο είδος, που είναι μεικτό αλλά νόμιμο.
Έχετε υπηρετήσει με επιτυχία και την ποίηση αλλά και τη στιχουργία. Είναι οι στίχοι των τραγουδιών ποίηση;
Γιατί όχι; Υπάρχουν στίχοι τραγουδιών που περιέχουν τόση ποίηση όση δεν βρίσκει κανείς σε ολόκληρες «ποιητικές» συλλογές. Εγώ, θεωρώ τον Διονύση Σαββόπουλο έναν από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές μας.
Υπάρχει μια πλούσια παράδοση στην ελληνική γλώσσα όπου ο λόγος και το μέλος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Αυτό συμβαίνει τόσο στην εκκλησιαστική μουσική («βυζαντινή», όπως συνηθίσαμε να τη λέμε), όσο και στο δημοτικό τραγούδι. Πιστεύετε ότι έχει αξιοποιηθεί αυτή η παράδοσή μας ως προς το κομμάτι της που συνδέει το μέλος και το λόγο;
Ναι, νομίζω ότι έχει αξιοποιηθεί από τα ρεμπέτικα, που μοιάζει να πήραν, ατύπως, την σκυτάλη από το δημοτικό τραγούδι, από κάποιους λαϊκούς συνθέτες αλλά και από τους έντεχνους το ’60, που αγάπησαν και αφομοίωσαν πολλά στοιχεία της μουσικής μας παράδοσης. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν τέτοιες νησίδες και είναι παρήγορο αυτό.
Έχετε κάποιο όραμα για το μέλλον της σχέσης ποίησης και μουσικής;
Ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο όπου «όλα αλλάζουν με ορμή». Μου είναι πολύ δύσκολο να μαντέψω το μέλλον της σχέσης λόγου και μέλους. Δεν ξέρω πού θα οδηγηθεί το τραγούδι, εάν και πόσο θα χρειάζεται την ποίηση ή τον στίχο όπως τον ξέρουμε, αφού ήδη ακούμε επιφωνήματα αντί για λέξεις και άθλια στιχουργήματα. Ωστόσο, επειδή ακριβώς όλα αλλάζουν, ενδέχεται να «κουράσουν» όλα αυτά τα τερτίπια τους ανθρώπους και να ξαναγυρίσουν στην ποίηση και τον καλό στίχο. Το προσωπικό μου όραμα γι’ αυτό το θέμα είναι εύκολο να το μαντέψετε, αλλά δεν έχει καμιά σημασία γιατί αν το έλεγα θα ακουγόταν σαν προεκλογική υπόσχεση, ενώ πρόκειται για έναν ευσεβή μου πόθο.
Μιχάλης Γκανάς
Τραγούδι
Να σ’ έχω δίπλα μου, να σ’ ανασαίνω
σα δημητριακό Ιούλη μήνα,
να ’σαι κοντά μου θημωνιά, πουλί
έκπληξη καθημερινή, έτσι που ανεβαίνεις
από τα μπάζα της φωνής σου
στο λυγμό.
Τραγούδι μου
κι εσύ μανάβη της φωνής μου,
ανάβεις σπίρτα μες στο αίμα μου
ανάβεις το ξερό χορτάρι,
πέτρινο το γεφύρι πέτρινο
δεν καίγεται μαυρίζει.
(Ακάθιστος Δείπνος, 1978)
Τι ζητάς, αθανασία;
Το νεοελληνικό τραγούδι απέκτησε τους δικούς του «μύθους» καθώς ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’60 και μετά απέκτησε πρωτόγνωρη διάδοση αλλά και αίγλη καθώς ξέφυγε από τον διασκεδαστικό του ρόλο και διεκδίκησε μια θέση οιονεί σοβαρής μουσικής. Ο Μάνος Χατζιδάκις, αν και είναι αυτός που είχε δηλώσει ότι ο Έλληνας έχει μάθει να ακούει τραγούδια και όχι μουσική, ήταν από τους πρωταγωνιστές αυτής της «κοσμογονίας» του τραγουδιού. Αλλά το πιο σημαντικό κομμάτι της παραγωγής του Χατζιδάκι συνδέεται άρρηκτα με την παρουσία του Νίκου Γκάτσου. Η ιδιαιτερότητα του Νίκου Γκάτσου έγκειται στο γεγονός ότι κατέκτησε τη θέση του στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης με την μόνη ποιητική του συλλογή, την Αμοργό, ενώ από εκεί κι έπειτα αφιερώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στο τραγούδι.
Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει ο Νίκος Γκάτσος, κανείς δεν σκέφτεται να τον εντάξει στην κατηγορία των στιχουργών. Θεωρείται ποιητής. Όχι, γιατί η Αμοργός και μόνη αυτή του χάρισε αυτόν τον τίτλο. Αλλά και γιατί τα τραγούδια του -όχι όλα ίσως- είναι ποίηση.
Υπάρχει κάποιος αντικειμενικός κανόνας που να το στηρίζει αυτό; Ο περισσότερο αντικειμενικός κανόνας στο χώρο της τέχνης είναι αυτός που προκύπτει από το κοινό αίσθημα μιας κοινότητας. Της κοινότητας που νιώθει αφιερωμένη στην υπηρεσία της. Ο 20ός αιώνας, εξάλλου, μας επεφύλαξε πολλές ανατροπές. Και ως προς τα είδη και ως προς τις μορφές. Ίσως περισσότερες από αυτές που μπορούσε η τέχνη να αντέξει.
Στο χώρο της μουσικής η πρωτοπορία της σοβαρής μουσικής προχώρησε σε πειραματισμούς και πρωτοπορίες που απομάκρυναν το κοινό. Ενώ και η μοντέρνα ποίηση οδηγήθηκε, λίγο-πολύ, σε έναν τέτοιο απομονωτισμό. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα το τραγούδι (και στην Ελλάδα και διεθνώς) διέσωσε μια επαφή του δημιουργού με το κοινό διυλίζοντας το πνεύμα του πειραματισμού και της πρωτοπορίας μέσα στην δεδομένη και αυστηρή φόρμα του τραγουδιού. Όπου το τραγούδι ως μια άμεση και απλή μορφή τέχνης επανευρίσκει την αρχέγονη ενότητα λόγου και τέχνης, ειδικά όταν αυτό δεν γίνεται στο πλαίσιο καθορισμένων ιδεολογικών προδιαγραφών.
Αυτό κατάφεραν ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος. Η «συνομιλία» τους δεν έγινε για να δημιουργηθεί το «σουξέ» -κι αυτό το πέτυχαν βέβαια- αλλά γιατί η ευαισθησία τους άνοιξε ένα δρόμο ώστε ό,τι ήταν ζωντανό από την παράδοσή τους να εκφραστεί με ένα σύγχρονο αίσθημα. Κανείς δε θα χορέψει τσάμικο με την Αθανασία παρ’ όλο που βασίζεται στο ρυθμό του και κανένα τσάμικο της παράδοσής μας δεν μίλησε για το μαράζι του ατόμου να νικήσει το θάνατο μέσα από την υστεροφημία του έργου του.
Ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος δεν έγραψαν τραγούδια. Γέννησαν το ποιητικό τραγούδι. Αυτό που η Αθανασία τους ζητούσε…
Α.Κ.