Θαυμάζω τις δημοκρατικές διαδικασίες που ακολουθούνται για την ψήφιση του πολυθρύλητου αντιρατσιστικού νόμου. Απολαμβάνω τη μακριά συζήτηση, την ενδελεχή εξέταση όλων των απόψεων, την προσπάθεια να μη γίνει τίποτα λάθος από τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Αθανασίου. Θα το έλεγα και Δημοκρατία, θα το έλεγα και σεβασμό στο πολίτευμα και απόδοση της προσήκουσας σπουδαιότητας και προσοχής στη νομοθετική εξουσία.
Θα με παράσερνε η επίφαση δημοκρατικότητας στη διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς αν δεν είχα στο μυαλό μου τα άλλα νομοσχέδια που πέρασαν σε μια νύχτα, με τη μορφή κατεπείγοντος, για τα δάση, για την κατάργηση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, για την επιβολή νέων φόρων. Εκεί δεν υπήρχε ο χρόνος για διαβούλευση, εκεί δεν ήταν ευαίσθητοι στη Δημοκρατία οι αρμόδιοι υπουργοί. Με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί άραγε δεν ήταν στα προαπαιτούμενα της τρόικας και ο αντιρατσιστικός νόμος…
Καταλήγω στο συμπέρασμα πως η διαβούλευση είναι προϊόν όχι διαλόγου αλλά πιέσεων και εξυπηρετήσεων προς τη δεξιά εκλογική πελατεία. Από το παπαδαριό του φυράματος του Πειραιώς Σεραφείμ, μέχρι και όλους τους συγκάτοικους της δεξιάς πολυκατοικίας, συμπεριλαμβανομένης και της «σοβαρής» Χρυσής Αυγής. Είναι επειδή όλοι όσοι χτυπούν αυτές τις μέρες την πόρτα του Αθανασίου καθόλου δε γουστάρουν ούτε τους ομοφυλόφιλους, ούτε τους ξένους, ούτε τους αλλόθρησκους. Και προσπαθούν με αυτή τη λογική να φτιάξουν στα μέτρα τους τον νόμο. Στα χέρια τους έλαχε να πέσει ο νόμος αυτός. Σε Μπαλτάκους και Φαήλους, σε Χρύσανθους Λαζαρίδηδες και υπουργούς σαν τον Αθανασίου που κάποτε μας έλεγε μέχρι και να καταργηθεί η ελεύθερη βούληση των βουλευτών.
Επειδή λοιπόν φτιάχνεται από τέτοιους ανθρώπους, θα είναι ένας νόμος δειλός και μέτριος, θα είναι ανεπαρκής και δε θα αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο.
Δυστυχώς.