Διαβάζοντας το νέο «ευαγγέλιο» της Ε.Ε., το γαλλογερμανικής έμπνευσης Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, που προβάλλεται ως η επιτομή της οικονομικής «καινοτομίας», θαρρεί κανείς ότι οι συντάκτες του πέρασαν από μια επίπονη μελέτη του γραμμένου πριν από ενάμιση αιώνα Κεφάλαιο του Μαρξ.

Οι τεχνοκρατικά διατυπωμένοι στρατηγικοί στόχοι του νέου Συμφώνου (ανεξάρτητα από την τύχη του στις επικείμενες συνόδους κορυφής) αποτελούν μιαν αποτύπωση της βασικής λειτουργίας του κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού, όπως την περιέγραψε ο Μαρξ. Πίσω από τις φράσεις «κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών», «στενή παρακολούθηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας», «αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων», «σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα», βρίσκεται η αιώνια αγωνία των καπιταλιστών να διασφαλίσουν τη διατήρηση του ποσοστού κέρδους με τα μόνα μέσα που γνωρίζουν: την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, τη μείωση του κόστους της και, τελικά, την αύξηση της απλήρωτης εργασίας που περιέχεται στις τελικές τιμές των προϊόντων, ιδιαίτερα αν αυτές χρειάζεται να πέσουν πολύ χαμηλά για να κατακτήσουν την καρδιά των καταναλωτών στις αγορές.
Αυτό αποτελεί την ταξική ουσία της περίφημης ανταγωνιστικότητας που προβάλλεται ως όρος ύπαρξης των κοινωνιών και των οικονομιών, και μάλιστα σε όλες τις ιστορικές μορφές παραγωγής, παρ’ ότι αποτελεί χαρακτηριστικό αποκλειστικά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Όλες οι ταξικές κοινωνίες ήταν, φυσικά, ανταγωνιστικές, αλλά είναι ο καπιταλισμός που έχει αναγάγει τον ανταγωνισμό για τις τιμές, το ποσοστό κέρδους και τελικά για τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας σε όρο ύπαρξης και αναπαραγωγής. Ο ανταγωνισμός των μεμονωμένων επιχειρηματιών ενός κλάδου, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους κλάδους, ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον υπό κρατικό έλεγχο καπιταλισμό, για την εγχώρια αλλά και τις ξένες αγορές, ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς από τις άρχουσες τάξεις ή τους επιμέρους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς και τις ενώσεις τύπου Ε.Ε. έχει σε τελευταία ανάλυση αυτό το ταξικό περιεχόμενο. Και, το χειρότερο, μπορεί να πάρει τις πιο ακραίες, καταστροφικές εκφράσεις, εκκινώντας από την εξόντωση των μικρότερων καπιταλιστών στο πεδίο των… τιμών και φτάνοντας ακόμη και σε αιματηρούς πολέμους για την άλωση των αγορών από τις πιο επιθετικές και τυχοδιωκτικές άρχουσες τάξεις.
Ως εκ τούτου, η έννοια της ανταγωνιστικότητας που έχει εδώ και δύο δεκαετίες αλώσει τη ματιά μας στον κόσμο (μπορεί να τη συναντήσει κανείς σαν όρο ύπαρξης των εθνικών οικονομιών ή ως νέο πεδίο πατριωτισμού ακόμη και στα σχολικά βιβλία του δημοτικού), δεν αποτελεί παρά το «σαράκι» δημιουργίας και αυτοκαταστροφής του καπιταλισμού από καταβολής του.
Ο τρόπος που προβάλλεται, περίπου, ως πανανθρώπινη αξία στο νέο «ευαγγέλιο» της Ευρωζώνης, μαζί τη «βιωσιμότητα των δημοσιονομικών» (δηλαδή την εγγύηση ότι οι τράπεζες- κάτοχοι του κρατικού χρέους θα πάρουν τα λεφτά τους), μας θυμίζει πώς ο Μαρξ περιέγραφε τους δύο «γεννήτορες» του σύγχρονου του καπιταλισμού, τον ανταγωνισμό και την πίστη: «…Η μανία του ανταγωνισμού είναι ευθέως ανάλογη προς τον αριθμό και αντιστρόφως ανάλογη προς το μέγεθος των ανταγωνιζόμενων κεφαλαίων. Τελειώνει πάντα με τον αφανισμό πολλών μικρών κεφαλαιοκρατών, που τα κεφάλαιά τους περνάνε εν μέρει στα χέρια του νικητή και εν μέρει εξαφανίζονται. Εκτός απ’ αυτό, μαζί με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή σχηματίζεται μια εντελώς καινούργια δύναμη, το πιστωτικό σύστημα, που στις αρχές εισχωρεί λαθραία, ως μετριόφρων βοηθός της συσσώρευσης, προσελκύει με αόρατα νήματα στα χέρια ατομικών ή συνεταιρισμένων κεφαλαιοκρατών τα μεγαλύτερα ή μικρότερα χρηματικά ποσά που είναι σκόρπια πάνω στην επιφάνεια της κοινωνίας, γίνεται όμως ένα καινούργιο και τρομερό όπλο στην πάλη του ανταγωνισμού και τελικά μετατρέπεται σε ένα τεράστιο μηχανισμό για τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων» (Το Κεφάλαιο, τ. 1, σελ. 649).                                                                               

Σάιλοκ

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!