Το καλοκαίρι του 1942, καθώς τα γερμανικά στρατεύματα προχωρούσαν βαθιά στην περιοχή του Ντονμπάς, ένα τεράστιο κύμα ανθρώπων, ο «ανθρωποχείμαρρος» που περιγράφει ανάγλυφα και δραματικά ο Αλ. Φαντέγιεφ στη «Νέα Φρουρά», πλημμύριζε τις πεδιάδες γύρω από το Στάλινο (Ντονιέτσκ) και το Βοροσίλοφγκραντ (Λουγκάνσκ) κινούμενο αργά και δύσκολα προς ανατολικά. Απλοί άνθρωποι, αγρότες από τα κολχόζ, εργάτες από τα ανθρακωρυχεία, μιναδόροι, που έφευγαν με τα πόδια, με κάρα ή με φορτηγά οι άρρωστοι, οι τραυματίες και τα παιδιά, για να γλυτώσουν από τις εκκαθαρίσεις και τους βομβαρδισμούς του πυροβολικού και των στούκας του επελαύνοντος γερμανικού στρατού με κατεύθυνση το Βόλγα και το Στάλινγκραντ. Για να αποφύγουν τις δολοφονίες, τους βιασμούς και τα βασανιστήρια που έκανε ο εχθρός σε κάθε πόλη και χωριό που καταλάμβανε, με πρώτα θύματα τους νέους και τις νέες, μαθητές κυρίως αφού οι ενήλικοι βρίσκονταν προ πολλού στο μέτωπο, στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού. Στα κατεχόμενα εδάφη, όσοι δεν συμμορφώνονταν με τις εντολές των δυνάμεων κατοχής εκτελούνταν επί τόπου ή στέλνονταν στη Γερμανία για να δουλέψουν καταναγκαστικά, σκλάβοι, στα στρατόπεδα εργασίας και στη βαριά βιομηχανία που τροφοδοτούσε με τανκς και κανόνια την πολεμική μηχανή των ναζί.
Τελικά, οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους, Ρουμάνοι, Ούγγροι και Ιταλοί, υποχώρησαν ηττημένοι και αποδεκατισμένοι μετά τη συντριβή τους στο Στάλινγκραντ. Αλλά άφησαν πίσω τους 800 χιλιάδες δικούς τους στρατιώτες άταφους και διαμελισμένους και πάνω από δύο εκατομμύρια πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης, νεκρούς, τραυματίες και ακρωτηριασμένους. Σ’ αυτές τις απώλειες ανθρώπων, αυτού του ασύλληπτου μεγέθους, μπορεί εύκολα κανείς να αντιληφθεί και το αντίστοιχο μέγεθος των υλικών καταστροφών. Μέσα σε λίγους μήνες η περιοχή από το Ντονιέτσκ (Στάλινο) μέχρι το Βόλγκογκραντ (Στάλινγκραντ) είχε γίνει ένα τεράστιο νεκροταφείο, με εκατοντάδες χιλιάδες περιφερόμενους πρόσφυγες, εξαθλιωμένους, ανάμεσα σε ερειπωμένα χωριά και παλιοσίδερα από τανκς, αεροπλάνα, φορτηγά, μοτοσικλέτες και νάρκες. Έκτοτε πέρασε μισός αιώνας. Η ζωή αποκαταστάθηκε, σημαδεμένη, όμως, από τις μνήμες. Καμία οικογένεια δεν είχε βγει ακέραια από το μακελειό που προκάλεσαν οι ναζί.
Στην περιοχή του Ντονμπάς που καταλήγει νότια στο λιμάνι της Μαριούπολης, στην Αζοφική Θάλασσα, οι κοινότητες αναστήθηκαν με υπερπροσπάθειες. Όσοι επέζησαν του μακελειού, στρατιώτες και άμαχοι, επέστρεψαν και ξαναέχτισαν τα καμένα σπίτια τους εκ θεμελίων· οι εγκαταστάσεις στα ανθρακωρυχεία και οι γέφυρες που είχαν ανατιναχθεί από τους κομμουνιστές και τους παρτιζάνους κατά την εκκένωση, για να μην χρησιμοποιηθούν από τους Γερμανούς, ξαναφτιάχτηκαν, εκσυγχρονίστηκαν και επεκτάθηκαν· ο μηχανολογικός εξοπλισμός που είχε άρον-άρον μεταφερθεί προς τη Σιβηρία για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού επαναφέρθηκε και συμπληρώθηκε για να εξοπλίσει τις νέες βιομηχανικές μονάδες και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς που ανασυσταίνονταν· οι παιδικοί σταθμοί, τα σχολεία και τα νοσοκομεία που είχαν διαλυθεί επιδιορθώθηκαν και επαναλειτούργησαν…
Χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια, κανένα σχέδιο Μάρσαλ, πραγματοποιήθηκε μία γιγαντιαία ανασυγκρότηση, με προσωπική εργασία όλων ανεξαιρέτως, απ’ άκρη σ’ άκρη στις αχανείς στέπες, κοιτάζοντας σταθερά προς τα μπρος με έναν απίστευτο ενθουσιασμό όσων είχαν πολεμήσει και επιζήσει και όσων μετρούσαν τις φρέσκες πληγές τους. Σε όλη τη φάση της κολοσσιαίας ανοικοδόμησης, διαχρονική υπόμνηση της τεράστιας καταστροφής, της ανυπολόγιστης, αλλά και του τεράστιου αγώνα και του αξιοθαύμαστου ηρωισμού, ήταν τα βιβλία ιστορίας και τα μυθιστορήματα που γράφτηκαν, τα παράσημα στα στήθια των βετεράνων, τα μουσεία και τα μνημεία για τα 25 εκατομμύρια νεκρούς σε όλη τη Σοβιετική Ένωση και τους αμέτρητους ανάπηρους και τραυματίες που υπάρχουν σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό που συνεισέφερε με βαριές θυσίες στη νίκη, στον μεγάλο αντιφασιστικό πατριωτικό πόλεμο.
Ρώσοι, Ουκρανοί και Έλληνες του Ντονμπάς, της Κριμαίας και του Κουμπάν, αδιαχώριστοι, πολέμησαν μαζί στα σκληρά μέτωπα της Σεβαστούπολης, της Μελιτόπολης και του Στάλινγκραντ. Τα ονόματά τους είναι χαραγμένα στις πελώριες γρανιτένιες πλάκες που είναι αναρτημένες δίπλα στα αστέρια, τα σφυροδρέπανα και τα γλυπτά που απεικονίζουν στρατιώτες, εργάτες, πρόσφυγες, μάνες, παιδιά και σύμβολα ειρήνης. Μνημεία τιμής στους πεσόντες, μνημεία της αντιφασιστικής πάλης, μνημεία της ενότητας των ανθρώπων στο κέντρο κάθε κοινότητας, κάθε πόλης και χωριού. Το όνομα Καβαλιόφ, δίπλα στο όνομα Λεφτερένκο, δίπλα στο όνομα Μαυρογιάννη, ίσα στη ζωή, ίσα στο θάνατο, ίσα στη συλλογική μνήμη.
Αυτή η ζωντανή παράδοση, αυτό το έπος, αυτή η ομοψυχία, αυτή η πολιτισμική ταυτότητα, αυτό το πατριωτικό πνεύμα ενοχλούσε πάντα τους εχθρούς των λαών που ξέρουν ότι η αντιφασιστική μνήμη, η ομόνοια των εθνικών ομάδων και η ειρηνική συνύπαρξη αποτελούν εμπόδιο στην καθυπόταξη τους από τους εισβολείς και τα φερέφωνά τους.
Στ.Ελλ.
Φωτο: Με βετεράνους του Β’ παγκοσμίου Πολέμου , στο ελληνικό χωριό Σαρτάνα στην Αζοφική θάλασσα
Στη φώτο του άρθρου για το site: Ουκρανοί αναγνωρίζουν θύματα ναζιστικής σφαγής στο Κερτς της Ουκρανίας