Αρχική πολιτική Βαθαίνει η εμπλοκή της Ελλάδας στους ΝΑΤΟϊκούς τυχοδιωκτισμούς

Βαθαίνει η εμπλοκή της Ελλάδας στους ΝΑΤΟϊκούς τυχοδιωκτισμούς

Απέπλευσε για την Ερυθρά Θάλασσα η φρεγάτα «Ύδρα» – Αδειάζουν οι αποθήκες από στρατιωτικό υλικό για Ουκρανία

Απέπλευσε το πρωί της Πέμπτης από το λιμάνι της Σούδας, με προορισμό την Ερυθρά Θάλασσα, η φρεγάτα «Ύδρα», που συμμετέχει στην επιχείρηση «Ασπίδες» εναντίον των Χούθι της Υεμένης. Σκοπός της αποστολής, η καταστολή του λαού της Υεμένης – που, μέσω των ανταρτών Χούθι, έχει πάρει θέση στον πόλεμο στην Μέση Ανατολή στο πλευρό των Παλαιστινίων: διεθνοποιώντας το μέτωπο της αντίστασης στη σιωνιστική πολεμική μηχανή του Ισραήλ, απορρυθμίζει το παγκόσμιο εμπόριο αφού καθιστά επισφαλή τη ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα για τους δυτικούς συμμάχους του Ισραήλ.

Η ελληνική κυβέρνηση σπεύδει να πάρει μέρος στην εκστρατεία αυτή της Δύσης, αναλαμβάνοντας μάλιστα κεντρικό ρόλο, δεδομένου ότι το κέντρο διοίκησης της επιχείρησης βρίσκεται –μετά από πρόταση του Έλληνα υπ. Άμυνας κ. Δένδια– στη Λάρισα. Στην επιχείρηση συμμετέχουν με πλοία, εκτός της χώρας μας, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, ενώ το επόμενο διάστημα αναμένεται να συνδράμουν η Δανία και το Βέλγιο.

Προς τι όμως η βιασύνη; Σίγουρα, οι πιέσεις του εφοπλιστικού κεφαλαίου είναι μια πιθανή αιτία. Μια άλλη αιτία ίσως να είναι η σπουδή της ελληνικής κυβέρνησης να εμφανίσει περιφερειακή παρουσία, ανάλογη της τουρκικής, που πιθανά να εξαργυρωθεί στα πλαίσια των παζαριών με τη Δύση. Σε κάθε περίπτωση όμως βασική πλευρά αποτελεί η ανάγκη της Δύσης, εν μέσω και εσωτερικών ανταγωνισμών, να προβάλει την ισχύ της στην περιοχή προς ενίσχυση της θέσης του συμμάχου Ισραήλ.

Έχει όμως η Ελλάδα πραγματικό συμφέρον από τη συμμετοχή στην πολεμική αυτή αποστολή, και σε άλλες ανάλογες; Το επιχείρημα της προστασίας των ελληνόκτητων πλοίων είναι έωλο, καθώς αυτά δεν θα είχαν τεθεί στο στόχαστρο αν η Ελλάδα δεν ακολουθούσε μια τόσο απροκάλυπτα φιλοσιωνιστική και ΝΑΤΟφρονα στάση. Ο κίνδυνος από τους Χούθι ή το Ιράν αποτελεί αυτοεκπληρούμενη προφητεία αυτών που επιδιώκουν να εμπλέξουν τη χώρα στην πολεμική ανάφλεξη στην περιοχή. Η Ελλάδα, τόσο η φρεγάτα και το πλήρωμα της, όσο και το στρατηγείο στη Λάρισα, ή η βάση της Σούδας (όπως και αντίστοιχα η βρετανική βάση στο Ακροτήρι της Κύπρου) καθίστανται στόχοι, σε περίπτωση όξυνσης της σύγκρουσης, αφού εμπλέκονται ενεργά στον πόλεμο. Με την επιλογή αυτή, η Ελλάδα χάνει κάθε ανεξαρτησία κίνησης στην περιοχή, μετατρεπόμενη σε απλό εκτελεστικό όργανο του ΝΑΤΟ, ακυρώνοντας τη δυνατότητα περιφερειακών συμμαχιών και ενεργειών προς την κατεύθυνση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή.

Πλάι στα παραπάνω, η προετοιμασία της εν λόγω αποστολής ανέδειξε μια σειρά κενά και προβλήματα στο Ναυτικό. Αναφορές –που δεν διαψεύστηκαν– κάνουν λόγο για παραιτήσεις σημαντικού αριθμού ναυτικών που προβλεπόταν να πάρουν μέρος στην αποστολή, αλλά και μηχανικών που εισηγούνταν την καθυστέρηση του απόπλου της φρεγάτας για λόγους πλημμελούς προετοιμασίας. Παράλληλα, ο εξοπλισμός της φρεγάτας κινητοποίησε μια ολόκληρη επιχείρηση μεταφοράς οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών, αποψιλώνοντας άλλα πλοία του πολεμικού μας ναυτικού. Τα παραπάνω προκαλούν έντονη ανησυχία, ειδικά αν λάβουμε υπόψη πως τα συγκεκριμένα τμήματα των ενόπλων δυνάμεων της χώρας μας είναι από τα πλέον ετοιμοπόλεμα.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η τυχοδιωκτική απόφαση εμπλοκής της Ελλάδας στον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, με όποιο πρόσχημα, αποτελεί ζωτική απειλή για την ασφάλεια και τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας και του λαού μας. Μια πραγματικά εθνικά κυρίαρχη εξωτερική πολιτική, βασισμένη στα συμφέροντα της χώρας και όχι στις «ΝΑΤΟϊκές υποχρεώσεις», θα έθετε ως πρώτιστο στόχο την άμυνα και την αποτροπή, την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου, τη σταθερότητα και την ειρήνη στη περιοχή, τη διακοπή της οποιαδήποτε στήριξης –υλικής και διπλωματικής– στο Ισραήλ, και την καταδίκη του άδικου και γενοκτόνου πολέμου που εξαπολύει ο σιωνιστικός στρατός, με τις πλάτες της Δύσης, εναντίον του λαού της Παλαιστίνης.

Αποδυνάμωση της εθνικής άμυνας κατ’ εντολήν της Ουάσιγκτον

Η μετατροπή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων σε προσάρτημα της ΝΑΤΟϊκής πολεμικής μηχανής, για εξυπηρέτηση των επιχειρησιακών αναγκών αυτής στη Ν.Α. Μεσόγειο και την Ν.Α. Ευρώπη, είναι μια εξέλιξη επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα και την ασφάλεια της χώρας – παρά το κυβερνητικό επικοινωνιακό αφήγημα για αναβάθμιση του γεωπολιτικού αποτυπώματός μας. Η τυχοδιωκτική αυτή πολιτική, πέρα από το ότι καθιστά τη χώρα στόχο σε μια όλο και πιο ασταθή γεωπολιτικά περίοδο, αποδυναμώνει και τις ένοπλες δυνάμεις, αποπροσανατολίζοντάς τις από τον αντικειμενικό σκοπό τους αυτόν της αποτροπής και της άμυνας απέναντι στη βασική εθνική απειλή, τον τουρκικό επεκτατισμό.

Επιπλέον, μετά από πιέσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε. για ενίσχυση της στρατιωτικής στήριξης προς το Κίεβο, η Αθήνα φέρεται να έχει αποστείλει μεγάλο αριθμό οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών, τόσο από τα –δια της ολισθήσεως αποστρατιωτικοποιούμενα– νησιά όσο και από την ηπειρωτική Ελλάδα. Και λέμε φέρεται, καθώς η κυβέρνηση επιβάλλει σιωπητήριο για το εν λόγω θέμα, και οι όποιες ενημερώσεις γίνονται συχνά από εκπροσώπους τρίτων χωρών ή από τις ευχαριστίες των ίδιων των Ουκρανών. Μετά την αποστολή τεθωρακισμένων, οβίδων και όλμων στην πρώτη φάση του πολέμου, το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι αναφορές για μαζική αποστολή πυρομαχικών από στρατιωτικές αποθήκες σε μια σειρά περιοχές της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, τοπικά μέσα κάνουν λόγο για συμβατικά φορτηγά, με ουκρανικές και βουλγαρικές πινακίδες, που μετέφεραν πυρομαχικά από αποθήκες στην Κόρινθο και τα Ιωάννινα αντίστοιχα. Η χώρα μας αδειάζει τις αποθήκες της «εν κρυπτώ», σε μια περίοδο που όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. (και της Δύσης συνολικότερα) εμφανίζουν υστέρηση στην παραγωγή πολεμικού υλικού, καθιστώντας τη χώρα ευάλωτη σε περίπτωση πολεμικής απειλής.

Η Ελλάδα συνιστά σημαντικό κόμβο της δυτικής βοήθειας προς την Ουκρανία. Σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή αποτέλεσε η αναβάθμιση του ρόλου της Αλεξανδρούπολης ως βάσης των ΗΠΑ και διαμετακομιστικού κόμβου προς τα Βαλκάνια και τη Ν.Α. Ευρώπη, ενώ τις τελευταίες μέρες γινόμαστε μάρτυρες ενός τριγώνου Ουάσιγκτον-Αθήνας-Κιέβου, με επίκεντρο την παράκαμψη των εμποδίων που θέτει το αμερικανικό Κογκρέσο για επιπλέον ενίσχυση της Ουκρανίας. Αυτός ήταν μεταξύ άλλων και ο σκοπός της επίσκεψης Μπλίνκεν πριν μέρες στην Ελλάδα, αυτό τον σκοπό εξυπηρετούν και τα «δώρα» των ΗΠΑ. Πυρομαχικά και οπλικά συστήματα υπό απόσυρση έρχονται στην Ελλάδα σαν αντάλλαγμα για οπλικά συστήματα και πυρομαχικά που η χώρα μας στέλνει ήδη προς την Ουκρανία.

Και όλα αυτά βαφτίζονται γεωπολιτική αναβάθμιση. Η χώρα, με την ιδιωτική και εν κρυπτώ εξωτερική πολιτική του Μαξίμου, επιβεβαιώνει τον ρόλο του «γεωπολιτικού μεντεσέ» για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Τα εξοπλιστικά προγράμματα-μαμούθ και οι εξαγγελίες εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων της χώρας γίνονται με το βλέμμα στραμμένο στους περιφερειακούς πολέμους του ΝΑΤΟ, και όχι στην άμυνα της χώρας. Η χώρα μένει γυμνή απέναντι σε πραγματικούς κινδύνους, την ίδια στιγμή που εξοπλίζεται σαν αστακός για «άμυνα υπέρ τρίτου».


Φίλια πυρά Γερμανίας-ΗΠΑ 

Με αρρυθμίες ξεκίνησε η αποστολή της γερμανικής φρεγάτας Hessen στην επιχείρηση «Ασπίδες» στην Ερυθρά Θάλασσα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου, που επιβεβαιώνει και το Υπουργείο Άμυνας της χώρας, η φρεγάτα άνοιξε πυρ εναντίον μη επανδρωμένου αεροσκάφους MQ-9 Reaper των ΗΠΑ, λόγω αδυναμίας αναγνώρισής του. Η κατάρριψη του αμερικάνικου drone από φίλια πυρά αποφεύχθηκε εξαιτίας δυσλειτουργίας στα γερμανικά βλήματα.

Δημοσιεύματα κάνουν λόγο για την ανάγκη καλύτερης συνεργασίας μεταξύ των δυνάμεων που συμμετέχουν στις επιχειρήσεις «Ασπίδες» της Ε.Ε. και «Prosperity Guardian» των ΗΠΑ εναντίον της Υεμένης. Η βιασύνη Ευρωπαίων και Αμερικανών για στήριξη στο Ισραήλ και προβολή ισχύος στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, στο όνομα υποτίθεται της «ελεύθερης ναυσιπλοΐας», αποκαλύπτει αντιθέσεις, ανταγωνισμούς αλλά και κενά σχεδιασμού και ασφάλειας, όπως φάνηκε και από το συγκεκριμένο περιστατικό. Την ίδια στιγμή, οι Υεμενίτες δεν υποκύπτουν στη Δύση, επιμένοντας ότι θα συνεχίσουν τις επιθέσεις τους όσο το Ισραήλ και η Δύση εξακολουθούν να εξοντώνουν τους Παλαιστίνιους. Στην πράξη –παρά την κινητοποίηση των αρμάδων της Δύσης– η Ερυθρά Θάλασσα παραμένει επισφαλής.

Προκύπτει αβίαστα λοιπόν το ερώτημα, τι εγγυήσεις ασφάλειας μπορεί να δώσει η ελληνική κυβέρνηση, το Υπουργείο Άμυνας και το ΚΥΣΕΑ, που με την αποστολή της φρεγάτας «Ύδρα» και την ανάληψη της διοίκησης της επιχείρησης «Ασπίδες» τοποθετούν τη χώρα μας στο στόμα του λύκου;

 

 

Σχόλια

Exit mobile version