Για καλοκαιρινές, αναγνωστικές απολαύσεις
Τελευταίο καλοκαιρινό φύλλο του Δρόμου σήμερα κι έτσι πρέπει να σας βρούμε κάτι για να διαβάζετε μέχρι να επιστρέψουμε την 1η Σεπτεμβρίου.
Τι καλύτερο λοιπόν, από πολύ ενδιαφέρουσες νέες εκδόσεις, που ελπίζω να συμπληρώσουν όμορφες καλοκαιρινές μέρες, όπου κι αν είναι αυτές.
Και οι δυο επιβίωσαν από στρατόπεδα εξόντωσης και βρέθηκαν νοσηλευόμενοι στη Σουηδία. Ο πατέρας του συγγραφέα Μίκλος, συλλαμβάνει την παράξενη ιδέα, καθώς ο γιατρός του δίνει μόλις έξι μήνες ζωής, να στείλει πανομοιότυπα γράμματα σε 117 νεαρές γυναίκες από την Ουγγαρία που βρίσκονται και αυτές σε προσφυγικούς καταυλισμούς στη Σουηδία.
Αρκετές είναι αυτές που θα του απαντήσουν, όμως σύντομα αυτός ξεχωρίζει τη Λίλη. Ένας έρωτας δι’ αλληλογραφίας ξεκινά. Δεκάδες τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν. Με τρυφερότητα, χιούμορ και συγκίνηση που δεν εκβιάζεται αλλά προκύπτει από την ίδια την ιστορία όπως εκτυλίσσεται, παίρνουμε στην ουσία ένα πολύτιμο μάθημα ζωής για τη δύναμη της αγάπης. Μέσα στο βιβλίο κι ένα πραγματικά συγκλονιστικό ποίημα του πατέρα του συγγραφέα που το απευθύνει σε ένα μικρό Σουηδόπουλο, που είδε από το καράβι του στην προκυμαία. Ένα βιβλίο που δεν άφησα από τα χέρια μου πριν το τελειώσω και το έκλεισα με έναν κόμπο στον λαιμό.
Οι «Μέρες δίχως τέλος» που μετέφρασε η Μαρία Αγγελίδου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος και είναι ο μονόλογος ενός πολύ ιδιόρρυθμου ήρωα. Ο Τόμας ΜακΝάλτι και ο σύντροφός του Τζον Κόουλ, ως νεαρά αγόρια, προκειμένου να επιβιώσουν στην «Άγρια Δύση» ντύνονται γυναικεία και γίνονται χορεύτριες σε σαλούν. Μεγαλώνοντας, λίγο μετά την εφηβεία τους κατατάσσονται στον στρατό, όπου ζουν αλλά και διαπράττουν φρικαλεότητες εναντίον των Ινδιάνων. Ζουν κάποια χρόνια ειρήνης, όπου επαναλαμβάνουν ως ενήλικες το νούμερό τους –τώρα ο Τόμας ντύνεται γυναίκα– μαζί με την υιοθετημένη Ινδιάνα κόρη τους. Όμως έρχεται ο Εμφύλιος. Νέα φρίκη… Αποσύρονται σε ένα αγρόκτημα αφού επιβιώνουν, αλλά κι άλλες σκληρές στιγμές τους περιμένουν. Είναι η ιστορία μιας εποχής αλλά και ενός έρωτα που παρουσιάζεται με τον πιο λεπτό και διακριτικό τόπο. Χωρίς τίποτε ο «γραφικό». Ο συγγραφέας ούτε στις όμορφες στιγμές, ούτε στη φρίκη επιδιώκει να σοκάρει, αλλά δεν χαρίζεται σε κανέναν. Περιγράφει με αξιοθαύμαστο τρόπο αυτά που συμβαίνουν στην ψυχή του ήρωα και νιώθεις σα να ήσουν εκεί με τις περιγραφές και τη χειμαρρώδη γλώσσα του, που τόσο όμορφα έχει αποδώσει στα ελληνικά η μεταφράστρια…
Προσωπικά θεωρώ τη «Λευκή Καραϊβική» ίσως και το καλύτερο βιβλίο της τετραλογίας αυτής, κυρίως για τον τρόπο που μεταφέρει την πνιγηρή ατμόσφαιρα της Γουαδελούπης στη δεκαετία του ’70. Δεν υπάρχει ο εξωτισμός που ίσως περιμένει κανείς από τον τίτλο. Αντιθέτως το μυθιστόρημα γίνεται η αφορμή για να φανερωθούν όλα τα δεινά της αποικιοκρατίας. Συναρπαστικό στην πλοκή, με εξαιρετική γραφή και χαρακτήρες που εντυπώνονται στη μνήμη σου, ο Πάκο προσπαθεί να βρει ποιος ή ποιοι κρύβονται πίσω από τη δολοφονία του φίλου και σωτήρα του που τον κάλεσε για βοήθεια στην Καραϊβική. Πολλές οι εκπλήξεις και οι ανατροπές, μέσα σε ένα νοσηρό περιβάλλον που μοιάζει να λειτουργεί διαβρωτικά απέναντι στα πάντα. Σχέσεις συντρίβονται, άνθρωποι εκμαυλίζονται και οι φτωχότεροι προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο. Και φυσικά πάντα υπάρχει το κεφάλαιο και οι υπηρέτες του για να εκμεταλλευθούν κάθε ανθρώπινη αδυναμία. Πικρό και μελαγχολικό, το διαβάζετε σε αντίστιξη με τον δικό μας φωτεινό ουρανό…
«Κι όλο κλαίνε κι οδύρονται για τον έρωτα
μα πότε αλήθεια επαναστάτησαν γι’ αυτόν
πιο πάνω από τη ζωή;
Κι όλο κλαίνε και κλαίνε κι οδύρονται για την επανάσταση
μα πότε ερωτεύθηκαν γι’ αυτήν
πιο πάνω από τον θάνατο;
Τώρα που βλέπω κι εμένα εδώ μπροστά μου
πότε;» (Αν όχι τώρα πότε;)
Και στην «Πρώτη Μαΐου», γράφει:
«πειθήνια βουλιάξαμε την άνοιξη
Σε έναν κόσμο που τόσα πολλά θα μπορούσαμε
Μα φτιάχνουμε έναν άλλο
Που τίποτα δεν θα μπορούμε τελικά»
Πολλοί και οι στοχασμοί πάνω στον έρωτα, στον θάνατο. Όμως σταματάω εδώ προτείνοντας να βάλετε αυτό το βιβλίο στις αποσκευές σας και να το διαβάσετε κάποιο σούρουπο πλάι στη θάλασσα…