επιμέλεια: Χριστόδουλος Δολαψάκης, Μανώλης Μούστος
Αντί για απαντήσεις, ας ψάξουμε ερωτήσεις
«Η μελέτη της εξέλιξης των τύπων της αρρώστιας μας δείχνει ότι οι γιατροί δεν επηρέασαν τις επιδημίες περισσότερο από όσο τις είχαν επηρεάσει σε παλαιότερους καιρούς οι παπάδες. Όπως δεν τις επηρέαζαν οι τελετουργίες που συνηθίζονταν να τελούνται στους θρησκευτικούς ιερούς τόπους, έτσι δεν τις τροποποιούν αποφασιστικά ούτε και οι τελετουργίες που εκτελούνται στις ιατρικές κλινικές» (Ιβάν Ίλιτς, Ιατρική Νέμεση, 1976). Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας πρόλαβε να ζήσει τη σύγχρονη στρεβλή υιοθέτηση αυτού του προκλητικού αφορισμού. Η κριτική στην ιατρικοποίηση της υγείας και της ασθένειας, της πλήρους υπαγωγής της ιατρικής επιστήμης και έρευνας στο βωμό του κέρδους• υπαγωγή όχι μόνο «χρηματοδότησης» αλλά και περιεχομένου, μετατράπηκε σε μια μεταμοντέρνα άρνηση της επιστήμης και της γνώσης. Η απειλή της σταδιακής αποσάρθρωσης των λειτουργιών της κοινότητας που σχετίζονταν με την υγεία και την αρρώστια, της οικολογικής καταστροφής, της εμπορευματοποίησης του νερού που πίνουμε, του φαγητού που τρώμε, του αέρα που αναπνέουμε δεν οδήγησε στην κριτική στάση που έλπιζε ο Ίλιτς. Η απειλή οδήγησε στο φόβο, στην αναδίπλωση στον εαυτό, ο εαυτός ταυτίστηκε με το σώμα, το οποίο διαρκώς απειλείται. Μας ψεκάζουν. Δημιουργούν ιούς. Τα εμβόλια σκοτώνουν. Ελλείψει ουσιαστικής κριτικής (που απαιτεί χρόνο και προσπάθεια) μένει μόνο η «συνομωσία». Κι έτσι «ενάντια στο επιστημονικό ιερατείο» μπορεί να συμμαχήσουν ο Τραμπ (μπορεί άνετα να είναι ενάντια στα εμβόλια και υπέρ της υδροξυχλωροκίνης), ο χορτοφάγος, ο αντι-εμβολιαστής, ο μορφωμένος, ο πλούσιος, ο φτωχός. Για να το πούμε προκλητικά –προσπαθώντας να μιμηθούμε τον Ίλιτς–: οι γιατροί επηρέασαν την πανδημία μόνο στο βαθμό που αποποιήθηκαν το ρόλο τους ως τέτοιοι και μετατράπηκαν σε κυβερνητικούς λειτουργούς. Πρέπει να αναρωτηθούμε εάν η επιδημία Covid-19 ενίσχυσε ή όχι την κρίση εμπιστοσύνης στη σύγχρονη ιατρική και που οφείλεται αυτό. Τα κατασταλτικά μέτρα αποδείχθηκαν η μόνη αποτελεσματική πρόληψη και θεραπεία της επιδημίας. Γιατί; Δεν υπάρχει μία σωστή απάντηση, αλλά υπάρχει σωστός τρόπος να θέτουμε την ερώτηση. Αντί για «γιατί» ας δοκιμάσουμε το «πώς φτάσαμε ως εδώ». Εάν «φταίει» η τύχη ή ο ιός ο ίδιος, εάν η επιδημία ήταν «κεραυνός εν αιθρία», η συνωμοσιολογία δεν είναι μακριά. Αν «απάντηση» είναι η διαιώνιση του φόβου, της ανασφάλειας και της παρακολούθησης, τότε λίγη σημασία έχει αν θα είναι ιδιωτική ή δημόσια. Αναζητείται τρίτος δρόμος μεταξύ τρέλας και καταστολής. «Μπροστά μας βλέπουμε την κρίση εμπιστοσύνης στη σύγχρονη ιατρική. Αν αρκούμασταν στη διαπίστωση αυτή, δε θα κάναμε τίποτα περισσότερο από το να διατυπώσουμε μια αυτονόητη προφητεία και να συμβάλουμε ενδεχομένως στην πρόκληση πανικού».
Φόρος τιμής στη χλωροκίνη
Μέχρι να ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος οι ΗΠΑ δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην ελονοσία, καθώς το επίκεντρό της ήταν οι πολιτείες του Νότου, δηλαδή οι φτωχοί και έγχρωμοι σκλάβοι ή εργάτες γης. Όμως η κατάκτηση της Ανατολικής Ασίας από τους Ιάπωνες, έκανε μη διαθέσιμο το μόνο μέχρι τότε αποτελεσματικό και χωρίς σοβαρές παρενέργειες φάρμακο, την κινίνη και ο αμερικανικός στρατός άρχισε να αποδεκατίζεται από την ελονοσία. Ένας δεύτερος, ταυτόχρονος πόλεμος, πιο επικίνδυνος. Γερμανοί επιστήμονες της Bayer που αυτομόλησαν στους Συμμάχους αποκαλύπτουν την ανακάλυψη ενός ανθελονοσιακού φαρμάκου, της resochin, ήδη από το 1934 που όμως λόγω της τοξικότητάς της δεν προχώρησε. Το φάρμακο φτάνει στα αμερικάνικα εργαστήρια τον Ιούλιο του 1943 που επιδίδονται σε ένα αγώνα δρόμου για τη μαζική παραγωγή λιγότερης τοξικής ουσίας. Η χλωροκίνη θα ανακαλυφθεί αργά, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, και θα μετατραπεί σε κύριο όπλο του αγώνα κατά της ελονοσίας.